Tuesday, August 21, 2007

Το Καλοκαίρι του Σαμ ( ένα περυσινό μου post )

........



Το Καλοκαίρι του Σαμ είναι ένα post,
που ανέβασα τον περυσινό Αύγουστο

Αφιερώνεται στον άτυχο Νιγηριανό, που σκοτώθηκε
και σ' ένα καλό φίλο, που μού το θύμισε...


Καυτές, μουσκεμένες νύχτες, γρήγορες ανάσες,
δυνατά γκάζια, και μια jazz που αγκομαχάει...


Η νύχτα είναι καυτή....


Από το μπαλκόνι μπαίνει λίβας. Και κάτι ήχοι.

Μουσικές, μουρμουρητά, λόγια πνιχτά, απρόσωπα. Θόρυβοι διάφοροι και αδιάφοροι. Το παγωμένο νερό δίπλα μου. Δεν κάνει τίποτα. Το λούζομαι συνέχεια.
Η νύχτα ακόμα καίει. Ρίχνω κάτι πρόχειρο πάνω μου και παίρνω τα κλειδιά μου.
Βροντάω πίσω μου τη πόρτα. Δυνατός ο θόρυβος, θα ξυπνήσει όσους κοιμούνται.
Θα ταράξει τους καλοκαιρινούς τους εφιάλτες.
Κατεβαίνω από τις μισοφωτισμένες σκάλες.

Το κλιμακοστάσιο βρωμοκοπάει. Πριν λίγη ώρα κάποιος απολύμανε με χλωρίνη.
Γλιστράει κιόλας. Κατεβαίνω τα σκαλιά δύο-δύο.
Πάντα, όταν κατεβαίνω τα σκαλιά, γλιστράω σαν φάντασμα.

Σαν αερικό φτάνω κάτω. Ο βαριεστημένος θυρωρός μου ρίχνει μια καχύποπτη ματιά. Το πουκάμισό του άτσαλα βαλμένο, ο ιδρώτας το έχει κολλήσει πάνω του. Τα λιγοστά μαλλιά του γυαλίζουν μουσκεμένα κι αυτά.


"Τι θα γίνει με το ρεύμα;" Ρωτάω.
"Πότε θα το φτιάξετε;" Κοιτάζει τα πόδια του και λέει χαμηλόφωνα.

"Περιμένουμε τον τεχνικό. Κάντε υπομονή. Τέτοια ώρα δεν τους βρίσκεις εύκολα".
"Προσέχετε το διαμέρισμά μου, σάς παρακαλώ, θα βγω για λίγο".
"Μείνετε ήσυχη. Θα έχω τα μάτια μου τέσσερα".
Κρυφογέλασα.
Βγήκα στο δρόμο. Έκαιγε το πεζοδρόμιο. Η ζέστη με πήρε από τα μούτρα.
Έβγαλα το λουκέτο από την ασφάλεια και καβάλησα τη Yamaha. Έβαλα μπρος και γκάζωσα στον άδειο δρόμο.
Πήρα την Κηφισίας. Ο αέρας με χτύπησε στο πρόσωπο. Χωρίς κράνος είναι χειρότερα. Μπορεί και καλύτερα όμως. Αν σε κλείσει βέβαια κανένας βλάκας οδηγός στη στροφή πάει, την έβαψες.

Στα φανάρια του Χαλανδρίου μού τη πέφτει από δίπλα ένα αμάξι, μπλε πεζώ. Τα τζάμι του συνοδηγού ανοίγει. Μέσα δυο τύποι τριαντάρηδες. Το κεφάλι του οδηγού σκύβει και ρίχνει το κοινότυπο:
"θες παρέα, κούκλα;"
"Όχι δεν θέλω παρέα".
"Πού πας;"
"Όπου γουστάρω, ρε παιδιά, θέλετε κάτι;"
"Ok, ok".
Ο συνοδηγός μού ρίχνει μια βλοσυρή ματιά.
Γυρίζει στον άλλον:

"Άγρια η γκόμενα. Χέσ' τη μωρέ! Άναψε πράσινο. Ξεκίνα!"

Σανιδώνουν και γίνονται καπνός.

Γκαζώνω κι εγώ. Η νύχτα είναι ακόμα καυτή, η άσφαλτος σιγοβράζει.
Σίγουρα τους 55 βαθμούς C θα έφτασε σήμερα.
Μετά τη γέφυρα στρίβω αριστερά για Μαρούσι. Χαμηλώνω ταχύτητα και κοιτάζω γύρο. Δρόμοι έρημοι. Να αφήσω τη μηχανή στο πεζόδρομο να πάρω ένα καφέ, σκέπτομαι. Ξαφνικά από το πουθενά, πετιέται μπροστά μου μια αλανιάρα γάτα, καφετιά με αγριεμένα μάτια. Κάνω ελιγμό, την αποφεύγω βρίζοντας δυνατά.
Ο δρόμος είναι έρημος, δεν ακούει κανείς έτσι κι αλλιώς.
Όχι να πας κι από γάτα! Δε λέει!
Και καλά αυτές είναι εφτάψυχες! Εγώ είμαι;

Ποιός ξέρει;
Κάτι μού λέει συνωμοτικά, ότι είμαι!

Ρίχνω ένα στραβό χαμόγελο και ψάχνω να βρω καφέ.
Βρίσκω, τελικά.
Ανάσταση!
Κάθομαι στον πεζόδρομο, στο σκαλί ενός κλειστού καταστήματος.
"Το κατάστημα θα παραμείνει κλειστό από 10 έως 25 Αυγούστου".
Μάλιστα.
Απολαμβάνω τον παγωμένο καφέ μου.
Λιγοστοί τύποι, βαρεμένοι από τη ζέστη κυκλοφορούν τριγύρω.
Καβαλάω ξανά τη μηχανή και βάζω μπρος.
Γυρίζω για πίσω.
Πάω για κέντρο.
Η Κηφισίας στην επιστροφή είναι ακόμα πιο άδεια.
Την διασχίζω μέχρι Αλεξάνδρας σε χρόνο dt.
Κατηφορίζω Αλεξάνδρας και στρίβω αριστερά για Εξάρχεια.

Φτάνω πλατεία.

Κάτι γερόντια απαυδισμένα από την κάψα της νύχτας έχουν απλωθεί στα παγκάκια.
Αφήνω τη μηχανή στη Σολωμού και πιάνω μια θέση στο παγκάκι, δίπλα σε ένα ηλικιωμένο, μικροσκοπικό ανθρωπάκι.
"Καλησπέρα". Τού λέω.
"Καλησπέρα σας", μού απαντά μελιστάλαχτα. "Πολλή ζέστη ε;"
"Ναι, ανυπόφορη!"
Ψάχνει να βρει τι άλλο να πει, θέλει να φανεί ευγενικός.

Πάνω που άνοιγε το στόμα να πει κάτι σε: "Πού μένετε εσ...;" μια πνιχτή κραυγή χώθηκε στα αυτιά μας κι αμέσως μετά ένας βαρύς γδούπος.
Μπαφ!

Ακολούθησε μια νεκρική σιγή. Οι γύρο, καψωμένοι απ΄ τη ζέστη, αλληλοκοιτάχτηκαν ερωτηματικά.
Μετά συνέχισαν να κάνουν, ό,τι έκαναν πριν το θόρυβο.

"Τι ήταν αυτό;"
Ρώτησε ο ευγενικός κύριος, κοιτώντας με, με αγωνία.
"Δεν ήταν τίποτα, μην ανησυχείτε. Από κάποια τηλεόραση θάταν.
Με τέτοια ησυχία κι όλα ανοιχτά, οι θόρυβοι απ΄ τις τηλεοράσεις μεγεθύνονται".
Τού είπα καθησυχαστικά.
Καθόμουν όμως στα καρφιά.
"Να σάς καληνυχτίσω τώρα, όμως, πρέπει να πηγαίνω".
"Καλό σας βράδυ, αγαπητή μου".
"Καλό βράδυ και σε σάς".
Κατηφόρισα τη Σολωμού με τα πόδια, δυο πολυκατοικίες πιο κάτω από την πλατεία, από κει που είχε ακουστεί ο θόρυβος και τον είδα στο πεζοδρόμιο.

Ξαπλωμένος μισομπρούμυτα, το κεφάλι σπασμένο και το αίμα μαύρο, πηχτό κυλούσε στις καυτές πλάκες κι άχνιζε σαν να έβραζε.
Τα σκυλιά της γειτονιάς είχαν πλησιάσει και έγλυφαν το αίμα.
Άντρας γύρο στα 55 γυμνός από τη μέση και πάνω, κολλημένος στην Αυγουστιάτικη κάψα του πεζοδρομίου της νύχτας.

Έριξα μια ματιά στα γύρο μπαλκόνια. Όλες οι μπαλκονόπορτες ανοιχτές, υποφωτισμένες, με το μπλε ελεκτρίκ φως της τηλεόρασης να φλασάρει.

Όλοι μακάριοι στην ασφάλεια της ζωής των 45 τετραγωνικών.
Τίποτα δεν μπορούσε να ταράξει τους καλοκαιρινούς εφιάλτες τους.
Έσκυψα κοντά στον νεκρό και πλησίασα το πρόσωπο στο αίμα.
Ήθελα να νιώσω κι εγώ τι ένοιωθαν τα σκυλιά μυρίζοντας το αίμα.

Οσμίστηκα και κατάλαβα.

Την ηδονή και την απέχθεια του αίματος.

Ανηφόρισα πάλι τη Σολωμού.
Καβάλησα τη μηχανή και κατευθύνθηκα προς τα μέρη μου.
Πάρκαρα έξω από την πολυκατοικία, ασφάλισα το εργαλείο και μπήκα στο κτίριο.
Ο θυρωρός κοιμόταν, με το κεφάλι γερτό στο πλάι.

"Καλησπέρα, όλα καλά; Ήρθε το ρεύμα;"

Μισοξύπνησε και μού έριξε μια από κείνες τις καχύποπτες ματιές του.

"Όχι, ακόμα. Από στιγμή σε στιγμή θα το φτιάξουν.
Ξέρετε τώρα, πώς είναι αυτοί και τέτοια ώρα..."
Άρχισα να ανεβαίνω τα σκαλιά, όταν η στριγκή φωνή του τσίριξε πίσω μου.
"Α! Και μια κύρία στον 5ο... έπεσε από το μπαλκόνι.
Ζαλίστηκε.
Θερμοπληξία, είπαν οι γιατροί.

Πρίν λίγο την πήραν. Μόλις τώρα καθάρισα τα αίματα από το πεζοδρόμιο".

Ανατρίχιασα.


Ψυχρό ρίγος με διαπέρασε.

Μέσα στο καυτό σκοτάδι.

Το καλοκαίρι του Σαμ.


Σημείωση: "Το καλοκαίρι του Σαμ" είναι ταινία του Spike Lee.

Spike Lee's "Summer Of Sam"


Αύγουστος 2006


Lucy

4 comments:

Μιχαήλ Angel said...

Η ιστορία σου είναι καταπληκτική και ο λόγος που τη ξαναδημοσίευσες πολύ συγκινητικός. Τέλεια και η τζαζ. Τέτοια ώρα, ειδικά, σκοτώνει.Έγραψες κουκλί μου. Μάκια :)

Antoine said...

Δίκιο έχει ο Μιχαήλ Angel. όντως συγκινητικός.

Τι κάνεις κοπέλα με τα χρυσά μαλλιά; Εγώ αρχίζω και εθίζομαι σιγά-σιγά και πάλι στις παλιές συνήθειες του διαβάσματος. Από την πρώτη κιόλας εβδομάδα έχω μπει σε κατάσταση εντατικού προγράμματος!

*Αετέ, πρόσεχε εκεί που πετάς!

lucy of wild flowers said...

@Μιχαήλ μου,

ευχαριστώ τα μάλα!

Η τζαζ, όμως, ε;;;
Φιλιά!

lucy of wild flowers said...

@Antoine,

καλά είμαι, διαβαστερό αγόρι!

Μωρέ,εγώ προσέχω πού πετάω!
Μια χαρά προσέχω!
Καλό διάβασμα.

Φιλιά!