Tuesday, May 8, 2007
Δεν θα σε θυμάμαι...
Θαλασσινός έρωτας
Όταν θα είσαι μόνη, όταν θα θες να κλάψεις, όταν πονάς και βυθίζεσαι, τότε θα με θυμηθείς και θα με αναζητήσεις…
-Δεν θα σε αναζητήσω...
Όταν τίποτα δεν θα φαίνεται στα μέτρα σου, όταν τα κούφια λόγια και τα άδεια βλέμματα θα σού τρυπούν το μυαλό, θα κλάψεις για μένα... Που με άφησες….
-Δεν θα κλάψω….
Όταν τα χέρια σου θα παγώνουν και καμιά επαφή δεν θα έχει τη θαλπωρή που ζητάς, θα με θυμηθείς και θα τρέξεις κοντά μου.
-Δεν θα τρέξω...
……..........................................................................................................................
Περνάγαμε μπροστά από τη βεράντα της κυρίας Μαρουσώς, και τα ανοιξιάτικα τριαντάφυλλα της ξεπήδαγαν ολόφρεσκα και μυρωμένα πίσω από το χαμηλό τοιχάκι. Μού έσφιξες το χέρι κάνοντάς με να σταματήσω.
-Περίμενε, είπες. Πήδησες σαν αίλουρος τον τοίχο της βεράντας και βρέθηκες μέσα!
-Τι κάνεις, ψιθύρισα, τρελάθηκες;
-Θα δεις.
-Θα μας ακούσουν, ξαναείπα πολύ σιγά, αλλά γελώντας.
Στο σκοτάδι της νύχτας, με ένα φεγγαρόφωτο γεμάτο λάμψεις, το πρόσωπό σου έδειχνε περιπαιχτικά σοβαρό. Με μεγάλη ταχύτητα και ευλύγιστη τεχνική, έκοψες μερικά πανέμορφα τριαντάφυλλα χωρίς θόρυβο, ενώ συγχρόνως μού έριχνες κλεφτές ματιές για να δεις την αντίδρασή μου. Εγώ προσπαθούσα να συγκρατηθώ για να μην ακουστεί το γέλιο μου και ανυπομονούσα να τελειώσεις για να απομακρυνθούμε από την ανθισμένη βεράντα. Συγχρόνως, όμως σε θαύμαζα!
Με την ίδια χάρη αίλουρου πήδησες έξω από το τοιχάκι, κρατώντας μια αγκαλιά θεσπέσια τριαντάφυλλα με λιγωτική, γλυκειά ευωδιά και με κοίταξες θριαμβευτικά!
-Για σένα, είπες απλά και μού τα έβαλες στην αγκαλιά.
-Βρε τρελέ, αύριο θα ουρλιάζει η κυρά-Μαρουσώ!
Έλεγα εγώ γελώντας, καθώς τρέχαμε πια, για να απομακρυνθούμε από το σπίτι με τη βεράντα.
-Ας’ την να ουρλιάζει! Σού αρέσουν;
-Είναι πολύ όμορφα! Και ευωδιάζουν! Είσαι ένας τρελός!
-Είμαι, είμαι, είμαι! Κλέβω τριαντάφυλλα για το κορίτσι μου!
Πιασμένοι από το χέρι, κι εγώ με τα λουλούδια στην αγκαλιά, τρέχαμε στην ανηφόρα για το σπίτι της ξαδέρφης σου. Ακατοίκητο το σπίτι, εσύ κρατούσες τα κλειδιά και είχε γίνει η φωλιά μας! Εκεί τρέχαμε για να βρεθούμε μόνοι, να χορτάσουμε ο ένας τον άλλον και ποτέ δεν μας φαινόταν αρκετό. Η ωραιότερη ώρα ήταν αργά μετά τα μεσάνυχτα, όταν όλο το νησί κοιμόταν βαθιά και άκουγες κάθε ψίθυρο στα δρομάκια, κάθε παφλασμό των κυμάτων, κάθε γκιώνη στα δέντρα, κάθε περίεργο και απόκοσμο, νυχτερινό ήχο. Τα σπίτια ξεπρόβαλλαν σαν φαντάσματα της νύχτας, σιωπηλά και κλειστά, ακίνητα και συνωμοτικά, συμμαχούσαν στον έρωτά μας, στα μυστικά μας, στο πάθος μας. Φτάσαμε στο υψωματάκι, που έστεκε το λιτό σπίτι με τις καθαρές και απέριττες γραμμές του, κι ετοιμαζόσουν να βγάλεις το κλειδί για να ανοίξεις και να μπούμε, όταν μια σκιά σύρθηκε μπροστά στα πόδια μας. Γυρίσαμε το κεφάλι ξαφνιασμένοι και είδαμε τον αστυνόμο. Είχε έρθει στο νησί μετά από δυσμενή στον Άη-Στράτη. Περίεργος τύπος. Έπινε κάνα ούζο με κάνα δύο συντοπίτες του, που είχε βρει στο νησί και μετά συνήθως έκοβε βόλτες στον έρημο μόλο και στα σοκάκια του οικισμού.
Ή πολύ περίεργος ήταν και του άρεσε να κατασκοπεύει ποιος νυχτοπερπατάει, ή έπασχε από αϋπνίες!
-Καλησπέρα, παιδιά! Βόλτα πάτε; Μας ρώτησε με φωνή φιλική.
-Καλησπέρα, ρε Χρήστο! Είπαμε να περπατήσουμε λίγο, μετά τα σπιτάλια! Φάγαμε πολύ. Να χωνέψουμε λίγο!
-Καλά κάνετε. Άει, καληνύχτα και καλή βόλτα, είπε αυτός με πονηρεμένο χαμόγελο και έμεινε ακίνητος στη θέση του, πριμένοντάς μας να απομακρυνθούμε!
Εμείς για δευτερόλεπτα διστάσαμε, άλλωστε είχαμε φτάσει στον προορισμό μας, στην παραδείσια φωλίτσα μας, αλλά αυτομάτως συνειδητοποιήσαμε, ότι αν μπαίναμε μέσα στο σπίτι μπροστά του, θα καρφωνόμαστε, κι όχι τίποτα άλλο, ήταν και μεγάλος κουτσομπόλης! Αρχίσαμε λοιπόν να περπατάμε, δήθεν ότι συνεχίζαμε τη βόλτα μας. Τώρα ποιος δούλευε τον άλλον και ποιος έπειθε ποιόν, αυτό είναι άλλου παπά ευαγγέλιο. Στο σημείο που βρισκόμαστε ή έπρεπε να κατηφορίσουμε προς την παραλία ή να συνεχίζουμε να ανηφορίζουμε κι όπου βγούμε…Τελικά ανηφορίσαμε και το στενοσόκακο μας έβγαλε στο λοφάκι του προφήτη-Ηλία. Κάτσαμε στο πεζούλι της εκκλησούλας, αγναντεύοντας το κατάμαυρο και γαλήνιο πέλαγος, που στεκόταν σχεδόν ακίνητο, σαν να είχε βυθιστεί σε γλυκόν ύπνο και στην απόλυτη σιγαλιά της νύχτας. Πού και πού ασημόχρυζαν μερικές ατίθασες φεγγαρίσιες αχτίνες πάνω στην αρυτίδωτη επιφάνειά των νερών. Καθόμαστε σφιχτά αγκαλιασμένοι, ανασαίνοντας την απόλυτη ηρεμία και γελούσαμε σιγανά με την περιπέτειά μας, ψιθυρίζαμε, χαζολογούσαμε, αναρωτιόμαστε πόση ώρα έπρεπε να περιμένουμε για να γυρίσουμε στο σπιτάκι μας χωρίς την αδιάκριτη παρουσία του αστυνόμου.
-Πάμε;
-Όχι, κάτσε να περάσει λίγη ώρα ακόμα!
-Θα έχει φύγει τώρα, βρε κουτό. Εκεί θα τη βγάλει όλη τη νύχτα;
-Κι αν δεν έχει φύγει; Κι αν μας πήρε είδηση;
-Ε, και; Σκασίλα μας! Ας το μάθουν όλοι! Δεν μας νοιάζει! Μας νοιάζει;
-Όχι, δεν μας νοιάζει καθόλου! Αλλά, να μωρέ…ντρέπομαι…
-Άμα είσαι μαζί μου, σού έχω ξαναπεί, να μη ντρέπεσαι και να μη φοβάσαι τίποτα. Έτσι; Μπράβο το κορίτσι μου!
Μετά από μερικά λεπτά αρχίσαμε να κατηφορίζουμε. Σε λίγο είχαμε φτάσει έξω από τη φωλιά μας. Ρίξαμε κατασκοπευτικές ματιές τριγύρο. Κανείς! Ησυχια! Όλα φαίνονταν ερημικά! Ξεκλειδώσαμε βιαστικά, σαν να μας κυνηγούσαν και μπήκαμε! Η θαλπωρή του σπιτιού μας τύλιξε προστατευτικά σαν ένα θερμό χάδι. Άφησα τα λουλούδια στο τραπέζι και σε αγκάλιασα με ορμή! Εσύ με έσφιξες επάνω σου με πάθος κι αρχίσαμε να φιλιόμαστε μανιασμένα!
Πέσαμε στο κρεβάτι με τα χείλη μας καυτά και υγρά, τα κορμιά ανυπόμονα και λαίμαργα, ενώ μια σκοτεινιά, μια απειλή μάς ωθούσε σε μια πρωτόγνωρη ένταση. Η κορύφωση ενός παρατεταμένου και μοναδικής απογείωσης οργασμού ήρθε πολύ γρήγορα, πριν προλάβουμε να πετάξουμε τα ρούχα μας και να αγγίξουμε ο ένας τη σάρκα του άλλου! Μόνο με τα καυτά φιλιά και τα τρελαμένα από τον πόθο χέρια και δάχτυλα, να ψαχουλεύουν τις εξάρσεις του προσώπου, και του λαιμού και να γλιστρούν στα μαλλιά. Μόνο με τα ερωτικά γλυκόλογα στο αυτί και με τις καυτές ανάσες στη βάση του λαιμού, εκεί που χάνεται ο χρόνος…και όλα σβήνουν…
Μετά από την γλυκύτατη και αναπάντεχα γρήγορη τελείωση βάλαμε τα γέλια, σαν παιδιά!
Κι ύστερα, πάλι σοβάρεψες με γύμνωσες από τα ρούχα, και έντυσες το κορμί μου με τα νυχτερινά κόκκινα τριαντάφυλλα και κάναμε έρωτα μέχρι το πρωί….
..................................................................................................................................
Όταν όλα θα σού φαίνονται ανούσια και γκρίζα, όταν θα σού λείπει ο έρωτάς μου, τότε θα με θυμάσαι και θα φωνάζεις το όνομά μου!
-Δεν θα σε θυμάμαι
To a M.émoire...
YΓ. Από ένα καπρίτσιο της τύχης ή του τυχαίου, έζησα σε πανέμορφο νησί για κάποιο χρονικό διάστημα...Heaven on Earth
Lucy 2007
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
12 comments:
Moυ άρεσε πολύ η ιστορία.
Μού θύμισε κάποιον εφηβικό έρωτα, σε νησί πάλι, στην Χίο.
Τότε ηταν ετσι οι νύχτες.
Ημουν τυχερός να νιώσω εγω και το ταίρι μου αυτο τον οργασμό χωρίς ακόμα σεξ, και μετά και όλη νύχτα, όχι τότε στο νησί, αλλα άλλη φορά.
Ομως οι νύχτες στο νησί θα μου μείνουν αξέχαστες και ναι, αποφάσισα να μην αναζητώ το τότε, απλα να το θυμάμαι όμορφα.
Την καλημέρα μου :)
oxoun ta nisia fenetai....
kalokiaauto opws kai ola ala re lorely thelw na se diavasw se kati viaio se kati aprosmeno mistiriako..
kiss kiss
@tzonakos,
καλησπέρα!
Μαγικά μέρη αυτά στο ανατολικό Αιγαίο!
Στη Χίο, πού ακριβώς; Την ξέρω όλη πολύ καλά! Παραλίες μοναδικής ομορφιάς και τελείως έρημες, πχ. Διδύμες δεν βρίσκονται εύκολα αλλού!
Κάπου εκεί κοντά είναι και το δικό μου σκηνικό!
Όσα όμορφα ή και άσχημα έχουμε περάσει, είναι πια εμείς...
Σ' ευχαριστώ πολύ!
:-))
@Δημήτριε,
hallo!
Για αυτό που ζητάς, γιατί δεν ανατρέχεις στο 21ο Υπόγειο; Ξέρω, χρωστάω τις συνέχειες! Θα έλθουν όμως σύντομα!
:-))
@ lucy δύο που ήξερα καλές και ήρεμες ηταν στον Εμπορειό, νότια. Μια δυτικά του Εμπορειού και η άλλη τα Μαύρα Βόλια.
Εγω Κώμη γύρναγα βασικά.
Μια χρονιά, πήρα τ' αμάξι και πήγα βόρεια. Πριν τον Ναγό βρήκα τυχαία άλλη μια παραλία στο πουθενά, δεν θυμάμαι τωρα πια πώς την λεν :)
Αλλα τα πετάξαμε όλα λέμε και ηταν μια υπέροχη μέρα με καλή παρέα στην παραλία, Ιούλιος ήταν.. αχχχχ βαχχχ...
Α, και κοντά στο Λιθί εχει καλές παραλίες.
Μόνο να καταφέρναμε αγόρια και κορίτσια να ταξιδεύαμε αυτά τα διαστήματα αναμεσά μας...μπα μάλλον δεν γίνεται.
Ίσως εκεί να κρύβεται όλο το αίνιγμα της έλξης.
Μόνο μια χάρη σου ζητώ. Την επόμενη φορά που θα νοιώσεις τέτοια ομορφιά, χάρισέ την και φραστικά σ' αυτόν που στην "γέννησε". Αν δεν συνέβαλλε τυχαία, ίσως δεν ξαναμιλήσεις στον Αόριστο. (Και μεις θα χάσουμε τα υπέροχα ταχυδρομεία σου...)
Καλησπερα
Ευτυχως που υπαρχουν παντα αναμνησεις που ζωντανευουν
Ζουμε μεν στο παρον αλλα ο ανθρωπος για μενα ειναι οι αναμνησεις του
Έκπληξη! Λούσυ μου επέστρεψα πριν από μια εβδομάδα περίπου και μπορώ να ομολογήσω ότι μου λείψατε. Τι κάνεις κορίτσι μου? Δυστυχώς δεν μπόρεσα να επικοινωνήσω το διάστημα που ήμουν έξω και έχω χάσει συνέχειες. Όχι στα έλληνικά πράγματα αλλά στα ιστολόγια. Προς το παρόν σου στέλνω μέιλ και θα τηλεφωνήσω μέσα στην εβδομάδα να τα πούμε κι από κοντά. Έχω πολλά να σου πω και να μου πεις φαντάζομαι. θα διαβάσω και το μπλογκ σου, αλλά με μια πρώτη ανάγνωση, όπως πάντα άπαιχτο. Φιλάκια Λούσυ μου. :)
@tzonakos,
καλησπέρα!
Τα μαύρα βόλια είναι πανέμορφα! Η παραλία που λέω εγώ είναι φεύγοντας από τα Νοτιόχωρα, από τα Μεστά συγκεκριμένα( θεέ μου! Τι τόπος!!) και πηγαίνοντας προς τα βόρεια. Στο Λιθί έχει επίσης καταπληκτικό και φρεσκώτατο ψάρι και θαλασσινά! Και Εμπορειός, Ναγός επίσης πανέμορφες παραλίες, όπως και τα Λημνιά και Αγία Φωτιά!!
Αχχχ! Συμφωνούμε απόλυτα στο αχχχ!
Ήθελα νάμουν εκεί ΤΩΡΑ!!!
:-))
@Ηλία,
καλησπέρα!
Πολύ γλυκό το σχόλιό σου!
Μια τέτοια πιθανότητα με το άτομο της ανάμνησής μου, δεν είναι επ' ουδενί εφικτή!
Καθόλου τυχαία δεν συνέβαλε. Απλά κάποια πράγματα...σκέφτομαι τώρα, ότι μάλλον δεν μπορώ να μιλήσω γιαυτό.
@wrathchild,
καλησπέρα!
Ναι, είμαστε οι αναμνήσεις μας και τα πρόσωπα, οι τόποι και οι καταστάσεις που μάς σημάδεψαν...
@freeeeeee!
Επιτέλους!
Μαύρα μάτια κάναμε να σε δούμε!
Περιμένω να τα πούμε από κοντά!
Φιλιά!
Post a Comment