Wednesday, March 21, 2007

Ως την Αιωνιότητα


Η αγαπητή φίλη Μαριαλένα,
με προσκάλεσε να υφάνω κείμενο με τις εξής λέξεις:

τελείωμα, ύφαλος, μαρτύριο, υπόσχομαι, ανόητος, ηρεμία, πορτοκάλι

Έχω ήδη «κάνει παιχνίδι» με τις 5 λέξεις, αλλά πάντα ιντριγκάρομαι με τις λέξεις και τα νοήματα! Έτσι με ευχαρίστηση συμμετέχω για 2η φορά στο παιχνίδισμα της γλώσσας με 7 λέξεις, αυτή τη φορά.


«Μέχρι το τελείωμα του χρόνου μου. Μέχρι να μην έχω άλλη πνοή! Ωσότου στάξει και η τελευταία ρανίδα αίματός μου! Μέχρι την αιωνιότητα! Σού το υπόσχομαι

Είχε ανοιχτό στην ποδιά της το βιβλίο με τις κιτρινισμένες σελίδες και με το δάχτυλό της ψηλάφιζε τις λέξεις, τις χάιδευε, τις γρατζούναγε, τις άγγιζε, τις οσφραινόταν, τις ρουφούσε, βούταγε μέσα τους και κλείνοντας τα μάτια προσπαθούσε να φανταστεί! Πώς θα ήταν εκείνος, όταν τις έγραφε! Θα τον τύλιγε η ηρεμία; Θα έγραφε λουσμένος στο φως, με γαλήνιο πρόσωπο και αρυτίδωτο μέτωπο, με ξάστερο βλέμμα και χαμογελώντας αμυδρά, ή φουρτούνα και αντάρα θα έσκιαζαν τα γκρίζα μάτια του; Θα βουτούσε την χρυσή πέννα του στο μελανοδοχείο με ολύμπια αταραξία, ή θα χαράκωνε το χαρτί με τις φλογισμένες λέξεις του, γράφοντας με πυρετώδη ταχύτητα, ενώ τα ατίθασα χρυσόξανθα μαλλιά του θα έπεφταν στο πρόσωπο και η έξαψη θα τον κρατούσε αιχμάλωτο; Και τα χέρια του; Θα έτρεμαν από την προσμονή και την υπόσχεση, από τη συνειδητοποίηση του απύθμενου έρωτά του, ή θα κρατούσαν τον κονδυλοφόρο με δύναμη και αποφασιστικότητα, ζωγραφίζοντας τις καλλιγραφημένες λέξεις με αρμονία και στιβαρότητα;
Τι μαρτύριο! Δεν ήταν εύκολο για αυτήν να καταλήξει σε ένα ασφαλές συμπέρασμα. Και οι δύο εκδοχές είχαν την δική τους γοητεία! Και οι δύο την συνάρπαζαν εξίσου και έκαναν την καρδιά της να χτυπά τόσο δυνατά, που νόμιζε ότι θα σπάσει! Η φαντασία της κάλπαζε σαν ένα άγριο άτι, που σχίζει τον άνεμο, με την κατάλευκη χαίτη του να ανεμίζει στον αέρα και τα ρουθούνια του να πετάνε φωτιές! Και η ψυχή της βούλιαζε μέσα σε θλίψη, όνειρα και πόθους!
Έφερε το παλιό κιτρινισμένο βιβλίο κοντά στο πρόσωπό της. Το άγγιξε απαλά με τα χείλη της, απίθωσε ένα αέρινο φιλί στο χαρτί, κι ένας της καυτός στεναγμός θέρμανε τις λέξεις. Νόμιζε, ότι τις είδε να ζωντανεύουν και να αρχίζουν να χοροπηδούν μπροστά στα μάτια της! Η λέξη ύφαλος άρχισε να αναδύεται από τα αφρισμένα κύματα, διεκδικώντας μια θέση στην καρδιά της, αφήνοντας τις υπόλοιπες λέξεις στην μακαριότητα της λήθης.

Διαπίστωσε μεμιάς, τότε, ότι το βιβλίο είχε αρχίσει να αποκτά δική του οντότητα και να την έλκει μακριά από τις λέξεις εκείνου, να την βυθίζει στις τυπωμένες σελίδες του, αποσπώντας την από τον γραφικό του χαρακτήρα, από το μαύρο μελάνι της πέννας του και από το τριαντάφυλλο, που είχε σχεδιάσει εκείνος στο τέλος της ιδιόχειρης αφιέρωσης του. Ή μήπως ήταν η λησμονιά; Έπιασε το βιβλίο, αυτό που ήταν δικό του κάποτε και τώρα της ανήκε, και το έφερε στο στήθος της. Το έσφιξε με πάθος επάνω της και άρχισε να ψιθυρίζει:
«Αγάπη μου! Αγαπημένε μου! Καρδιά μου! Γιατί φέρθηκες σαν ένας ανόητος; Γιατί;»
Ένα δάκρυ αυλάκωσε το πρόσωπό της και έσταξε επάνω στο χαρτί, κάνοντας το μελάνι σε μία από τις δικές του λέξεις να απλώσει και να αρχίσει να ξεθωριάζει. Σκούπισε με τρόμο τα μάτια της. Δεν ήθελε να χάσει ούτε έναν τόνο από τα γράμματά του! Τα δάκρυα όμως, δεν ήταν ικανά να σβήσουν τα λόγια του. Αυτά ήταν χαραγμένα στο στήθος της, στα σπλάχνα της, στο μυαλό της, στις κόρες των ματιών της. Δεν θα ξεθώριαζαν, δεν θα έσβηναν ποτέ!
Έκλεισε τα μάτια και η υπόλοιπη αφιέρωσή του άρχισε να χαράζεται αργά-αργά με μαύρο μελάνι και με τον σταθερό γραφικό του χαρακτήρα με τις αρμονικές καμπύλες, μέσα στο μυαλό της.

«Λατρεμένη μου, έως την αιωνιότητα θα είμαι δικός σου. Ο χρόνος δεν είναι ικανός να μας χωρίσει. Ούτε και ο θάνατος! Αύριο στις έξι η ώρα το ξημέρωμα θα κριθεί η ζωή μου. Αλλά όχι η αγάπη μου! Ίσως ζήσω, μετά από αυτήν την μονομαχία, ίσως πεθάνω. Ο Δον Λουίτζι είναι πολύ ικανός ξιφομάχος. Όπως κι αν κρίνει η μοίρα, όμως αγαπημένη μου, η ψυχή μου θα είναι δική σου, ως την αιωνιότητα. Τίποτα δεν θα μας χωρίσει. Ούτε ο θάνατος. Σε λατρεύω. Ο αιώνια δικός σου, Τζιορντάνο. Πάδοβα - 29 Απριλίου 1497»

Άφησε το βιβλίο πάνω στο κρεβάτι και σηκώθηκε. Το θρόισμα από το λευκό μεταξωτό της φόρεμα με τις λεπτοδουλεμένες δαντέλες και τα κεντήματα ακούστηκε σαν ψίθυρος που έβγαινε από τα δικά του χείλη. Αργός και απόκοσμος. Ακόμα και σήμερα, μετά από δεκαπέντε χρόνια, η μεστή και ζεστή φωνή του ηχούσε στ’ αυτιά της, μέσα στη σιωπή και την σιγαλιά του σπιτιού.
Δεν ήταν πια δεκαεφτά χρόνων, αλλά μια ώριμη και αριστοκρατική γυναίκα, κομψή και γοητευτική, παντρεμένη με τον Δον Πέδρο ντι Βαλέντε. Τον αγαπούσε τον άντρα της και τον σεβόταν. Εκείνος ήταν τρελά ερωτευμένος μαζί της, ακόμα και σήμερα, με την ίδια ένταση, όπως όταν την πρωτογνώρισε, που ξελογιάστηκε αμέσως μαζί της γιατί ήταν μυστηριώδης, αμίλητη και μελαγχολική. Ποτέ δεν έμαθε, όμως το μυστικό της. Τον μεγάλο έρωτά της για τον Τζιορντάνο.
Αναστέναξε βαθιά κοιτώντας το χρυσό δαχτυλίδι του γάμου της.
«Καλύτερα έτσι. Καλύτερα που ο Πέδρο δεν έμαθε ποτέ για τον Τζιορντάνο» μουρμούρισε.
Ένα χτύπημα στην πόρτα της κρεβατοκάμαράς της την έκανε να τιναχτεί ξαφνιασμένη.
«Ποιος είναι;» ρώτησε.
«Ο Πέδρο είμαι, αγάπη μου! Άνοιξε μου!»
«Έρχομαι, καλέ μου!» Έκρυψε το βιβλίο με την αφιέρωση κάτω από το στρώμα της και τακτοποίησε τη λινομέταξη κουβέρτα. Μετά πήγε στην πόρτα και ξεκλείδωσε. «Μα, αγαπημένη μου, είναι τόσο όμορφα στον κήπο! Τι κάνεις κλεισμένη εδώ μέσα; Γιατί δεν έρχεσαι να περπατήσουμε;» Της είπε ο Πέδρο, προσφέροντάς της ένα λαχταριστό πορτοκάλι.
«Κοίτα, αγάπη μου, πόσο όμορφα και υγιή είναι τα πορτοκάλια! Θα έχουμε καλή σοδειά εφέτος!»
Έσκυψε και της έδωσε ένα τρυφερό φιλί στον κατάλευκο λαιμό της, ανασαίνοντας με πόθο το άρωμά της.
«Τι όμορφη που είσαι! Κάθε μέρα σε θέλω και πιο πολύ!» Της ψιθύρισε κοντά στο αυτί.
«Κύριέ μου, μη προσπαθείς να με αποπλανήσεις», είπε γλυκά εκείνη, αποφεύγοντάς τον με χάρη.
«Έχεις δίκιο, είναι τόσο όμορφα στον κήπο! Ας πάμε να περπατήσουμε. Προχώρησε εσύ, θα πάρω το σάλι μου και θα έλθω σε δύο λεπτά.»

«Εντάξει, δέσποινα της καρδιάς μου! Θα σε περιμένω!» είπε ο Πέδρο και βγήκε από το δωμάτιο χαμογελώντας ευτυχισμένα.
Εκείνη, μόλις έμεινε πάλι μόνη, έβγαλε αναστεναγμό ανακούφισης. Έφερε το ζουμερό πορτοκάλι κοντά στη μύτη της και ανάσανε τη υπέροχη ευωδιά του. Έκλεισε τα μάτια και ο νους της πέταξε μακριά, πολλά χρόνια πριν, μια μαγιάτικη νύχτα, γεμάτη ευωδιές και θαύματα! Τα αστέρια, άπειρες διαμαντένιες στάλες, περιέβαλαν την ασημένια σελήνη με εκτυφλωτικές λάμψεις! Εκείνη και ο Τζιορντάνο στον πορτοκαλεώνα, ξαπλωμένοι κάτω από μια φουντωτή πορτοκαλιά, αντάλλασσαν όρκους αιώνιας αγάπης και δίνονταν ο ένας στον άλλον με πάθος και φλόγα.
Πίεσε το πορτοκάλι δυνατά μέσα στα χέρια της για να γίνει ακόμα πιο έντονη η ανάμνηση του, για να γευτεί ακόμα πιο δυνατά τα μεθυστικά φιλιά του.
«Μέχρι το τελείωμα του χρόνου μας, λατρεμένε μου…Δική σου για πάντα, πέρα από τον θάνατο, αγαπημένε μου Τζιορντάνο…»

Lucy 2007

4 comments:

Marialena said...

Δεν ταξίδεψες μόνον εσύ Lucy μου με αυτά που έγραφες, αλλά κι εγώ διαβάζοντάς τα... Τα διαβάζω πρωϊ και η μέρα μου χρωματίστηκε από την ιστορία σου. Ομορφιά της ψυχής αποτυπωμένη στο χαρτί...

Va bene! Να ευχηθώ και στις επόμενες προσκλήσεις που θα μας προκύψουν για κάτι τέτοιο? Γιατί όχι?

zero said...

Ελα ρε Lucy ...
καταπληκτικο ποστ.
Αντε ρε ....δεν παιζω...

ζερο.

lucy of wild flowers said...

@Marialena μου,
μακάρι να χρωματιστεί και η νύχτα σου, μια και βράδυ πια βρίσκω χρόνο να απαντήσω!
LOL
Σ' ευχαριστώ πολύ, καλή μου για την ευκαιρία και τις λέξεις που μού έδωσες!
Δεν ξέρω γιατί, αλλά αυτό το ποστ το αγάπησα κάπως πιο πολύ!
Ναι, γιατί όχι;;;
Φιλιά!

lucy of wild flowers said...

@zero,
Α! Δεν παίζω...αν δεν παίζεις!
LOL
Tι καλός που είσαι!

:-))