Monday, April 2, 2007
Σμαραγδένια Βροχή
Το Παραμύθι Της Βελανιδιάς
(Συνέχεια)
Πέτρα ας είναι λοιπόν, σκοτάδι και πέτρα και πύλη που πρέπει να διαβώ.
Σε άγγιξα μια τελευταία φορά με το βλέμμα, καθώς ανυποψίαστος μέσα στο όνειρο χαμογελούσες, από αγγέλους συντροφευμένος και διστακτικά πλησίασα στο σχίσιμο, στου δέντρου τον κορμό. «Θα την διαβώ την πύλη» είπα στην βελανιδιά, ενώ καυτά δάκρυα αυλάκωναν το πρόσωπό μου. «Μόνη θα την διαβώ. Δείξε μου το δρόμο». «Μπροστά σου ανοίγεται ο δρόμος», είπε το φύλλωμα του δέντρου, άγρια παρασυρμένο από δυνατό και παγωμένο άνεμο. «Εδώ είναι η σκάλα, που πρέπει να κατεβείς» είπε πάλι κι έκλεισε με ορμή πίσω μου τη σχισμάδα του κορμού.
Άγριο σκοτάδι με περιέβαλε….
..........
«Σκέψου», αντήχησε δυνατά μια φωνή μέσα μου. Όποτε ήμουν σε αδιέξοδο, σε τραγική θέση, όποτε οι αισθήσεις μου πάγωναν και όλοι οι αισθητήρες μούδιαζαν, το μυαλό πάντα έμενε ζωντανό να ουρλιάζει, να κουβαριάζεται και να ξεδιπλώνεται, να τυλίγεται σε εμβρυακή στάση και να αναδιπλώνεται, να εκτοξεύει καυτό αίμα προς όλες τις κατευθύνσεις και να επαναλαμβάνει σαν ξεκούρδιστο γραμμόφωνο τις λέξεις:
«Σκέψου. Βάλε τον εαυτό σου να σκεφτεί. Σκέψου! Σκέψου!» Οι λέξεις ήταν παρήγορες, δημιουργούσαν έναν αόρατο ιστό ασφάλειας και σαφήνειας, ιδιαίτερα όταν το επιμύθιο ήταν: «Για όλα υπάρχει μια λογική εξήγηση».
Λογική! Όχι λογικοφανής! Και αυτό ήταν απλά ένα υπεραιωνόβιο δέντρο, κι εγώ είχα αποκοιμηθεί κάτω από την βαριά σκιά του κι άλλωστε ΑΥΤΟ ήταν ένα όνειρο, μέσα σε ένα ΑΛΛΟ όνειρο! Κι όμως! Στο πρώτο μου βήμα, πάτησα σε κάτι γλιστερό και κατρακύλησα 2-3 σκαλοπάτια. Άπλωσα τα χέρια δεξιά κι αριστερά μου, καθώς ήμουν πεσμένη και ψηλάφισα το χώρο γύρο μου. Τα παγωμένα μου δάχτυλα άγγιξαν πέτρινα, φαγωμένα από το χρόνο σκαλιά, γεμάτα λειχήνες που είχαν τραφεί από την υγρασία και το σκοτάδι. Μικρά αυλάκια νερού κυλούσαν στα εσωτερικά τοιχώματα του δέντρου. Μούχλα και υγρασία και μυρωδιά νοτισμένων φύλλων και χώματος, παντού.
Οι δυνατές και ηχηρές λέξεις επανήλθαν στο μυαλό μου.
«Σκέψου!» Τα μέλη μου ήταν μουδιασμένα, παγωμένα και ανήμπορα να αντιδράσουν! Όμως η σκέψη μου έτρεχε ιλιγγιωδώς. Έπρεπε να συνηθίσω στο σκοτάδι και να εξασκήσω την όρασή μου, πριν κάνω οποιοδήποτε νέο βήμα καθόδου στα έγκατα της βελανιδιάς.
Έμεινα καθισμένη στα υγρά, μουχλιασμένα σκαλοπάτια πολλή ώρα, σφίγγοντας το σώμα μου με τα χέρια μου για να νοιώθω ολόκληρη και πλήρης. Κλείστηκα σε ένα νοητό καβούκι, πόδια, μπράτσα, χέρια, κορμί, όλα σφιχτοδεμένα κι ενωμένα με το εσώτερο είναι μου. Δημιούργησα ένα δυνατό μαγνητικό πεδίο γύρο μου, μια αδιαπέραστη ασπίδα προστασίας, συγκεντρώνοντας όλη μου τη σκέψη και τη νοητική ισχύ στον εξώτερο φλοιό που δημιουργούσε η συμπαγής και σφιχτοδεμένη ύλη μου.
Είχα τα μάτια μου ανοιχτά. Κοιτούσα, αλλά δεν έβλεπα. Υπομονετικά περίμενα, να αρχίσω να συνηθίζω το απόλυτο σκοτάδι. Το μυαλό μου είχε πάψει να ουρλιάζει και η ανάσα μου είχε γίνει ρυθμική και αρμονική. Τα μέλη μου ήταν θερμά και χαλαρά και τα μάτια μου άρχισαν να διακρίνουν σχήματα. Πανέμορφο, ολόδροσο πράσινο σε όλες τις αποχρώσεις του, άρχισε να κυλάει από παντού, σαν σμαραγδένια βροχή.
Μικρές, λεπτές σχισμάδες άρχισαν να ανοίγονται στον κορμό του θεόρατου δέντρου και να αφήνουν ολόχρυσες και πορφυρές αχτίδες φωτός να τρυπώνουν στα σκοτάδια και να τα σκίζουν σαν αστραφτερές λάμες Μαυριτανών πειρατών.
Έμεινα μαγεμένη να μεταλαμβάνω την εσώτερη αυτήν αρμονία και κρατούσα και την ανάσα μου ακόμα να μη διαταράξω τη θεία γαλήνη. Δεν ακουγόταν ψίθυρος, παρά μόνο τα σιγανό γαργάρισμα του νερού, καθώς αργοκυλούσε στα πέτρινα σκαλοπάτια.
Ξέσφιξα τα χέρια από το σώμα μου και άπλωσα τα μέλη μου νωχελικά. Σηκώθηκα χωρίς να πονάω, και στάθηκα όρθια χωρίς να φοβάμαι πια μήπως γλιστρήσω πάνω στις λειχήνες. Μια νέα χαραμάδα άνοιξε στον κορμό του δέντρου κι ένα αστραφτερό, ασημόχρυσο φως πετάχτηκε ζωηρά μπροστά στα πόδια μου, χρωματίζοντας τις σωμόν μπαλαρίνες που φορούσα.
Τότε είδα, πως ήμουν ντυμένη παράξενα. Η κοντή τζιν φουστίτσα και το σωμόν μπλουζάκι μου είχαν αντικατασταθεί από ένα μακρύ φόρεμα, καταπράσινο, κεντημένο με φύλλα κισσού και λουλούδια του δάσους. Τα σωμόν φλατ παπουτσάκια μου είχαν μεταμορφωθεί σε κομψές γόβες διακοσμημένες με σμαράγδια και πέρλες και τα μαλλιά μου, που ήταν δεμένα με μια ροζ κορδέλα και πιασμένα ψηλά είχαν λυθεί και κυλούσαν στους ώμους μου, όμοια με χρυσό καταρράκτη.
Η σκάλα, που απλωνόταν μπροστά στα πόδια μου, από μαύρο μάρμαρο με βαθυπράσινες γραμμώσεις, αστραποβολούσε, καθαρή και γυαλιστερή, ενώ στις γρανιτένιες κουπαστές της, άρχισαν να τυλίγονται κλαδιά και φύλλα άγριας τριανταφυλλιάς και να ξεπετάγονται φρέσκα μπουμπούκια και άνθη σε όλα τα χρώματα του ουράνιου τόξου. Οι μοσχοβολιές και η ομορφιά, της οποίας γινόμουν κοινωνός με συνεπήραν και μού έφεραν στα χείλη ένα χαμόγελο ευτυχίας.
«Τι έκανα για να αξίζω μια τέτοια ωραιότητα;» ψιθύρισα, καθώς άρχισα να κατεβαίνω τη σκάλα.
Lucy 2007
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
2 comments:
Λουσάκι μου πολύ καιρό περίμενα να διαβάσω τη συνέχεια στο παραμύθι σου. Τελέιωσε εδώ? Θέλω κι άλλο! :] Με κείνο το "21ο υπόγειο" τι γίνεται? Πότε θα το συνεχίσεις?? :]
Καλησπέρα, Μιχαήλ μου!
Τελικά, ήρθε και η συνέχεια και νομίζω και το τέλος αυτού του παραμυθιού.
Την κατάβαση μπορεί να την εννοήσει, όπως θέλει ο καθένας.
Ίσως το συνεχίσω, όμως, θα δω.
Το 21ο υπόγειο θα συνεχιστεί σε δύο ακόμη συνέχειες.
Αλλά μετά το Πάσχα, πλέον.
Φιλιά πολλά!
Post a Comment