Sunday, February 25, 2007

21o Yπόγειο – Το Λεωφορείο



Βγήκα έξω σέρνοντας τα βήματα.
Στα αυτιά μου κλωθογύριζε η βαθιά και απειλητική φωνή.
«Να είστε…να είστε…να είστε…21ο υπόγειο…21ο …υπόγειο…21ο υπόγειο…να είστε…να είστε…να είστε…να είστε στο….21ο.…δέκα και δεκανέα ακριβώς…να είστε…ακριβώς…να είστε….»

«Τα κλειδιά σας! Τα λεφτά σας!»
Ο ψιλικατζής ούρλιαζε στο κατόπι μου, προσπαθώντας να με προλάβει.
«Σταθείτε!»
Άκουσα πίσω μου την λαχανιασμένη του ανάσα και ποδοβολητό, σαν να με ακολουθούσε αγέλη από άγρια ζώα. Σχεδόν συγχρόνως ένιωσα ένα παγωμένο χέρι, να με αρπάζει από το μπράτσο και να μού βάζει κάποια μεταλλικά αντικείμενα στη χούφτα. Ήταν τα κλειδιά μου και μερικά κέρματα. Τα έσφιξα μέσα στο χέρι μου και σήκωσα τα μάτια στον ανθρωπάκο να τον ευχαριστήσω, αλλά αυτό που είδα, έκανε το αίμα μου να παγώσει.
Το πρόσωπό του ήταν μπλαβί και τα μάτια του κατακόκκινα και πετούσαν φλόγες. Τα μαλλιά του κατάμαυρα και κολλημένα στο πρόσωπο και στο λαιμό του έσταζαν νερά. Για ένα δευτερόλεπτο συναντήθηκαν οι ματιές μας.
«Ευτυχώς που σάς πρόλαβα. Δεν μπορώ να τρέχω, λαχανιάζω», είπε εκείνος τραβώντας αλλού τη ματιά του.
«Ευχαριστώ», ψέλλισα εγώ και όσο τρομοκρατημένη και ακινητοποιημένη κι αν ήμουν, άκουγα μια προσταγή μέσα στο μυαλό μου, «τρέξε!»
Άρχισα να τρέχω, νιώθοντας δυο φλογισμένα μάτια καρφωμένα στη πλάτη μου. Μπήκα σαν σίφουνας στο κτίριο κι άρχισα να ανεβαίνω την παλιά ξύλινη σκάλα, που έτριζε κάτω από τις φρενιασμένες πατημασιές μου.
Με χέρια που έτρεμαν, έβαλα το κλειδί στην κλειδαριά και άνοιξα την πόρτα μετά από μερικά δευτερόλεπτα, που μού φάνηκαν αιώνας. Την έκλεισα πίσω μου με ορμή, διπλοκλείδωσα και κουλουριάστηκα στον καναπέ, έχοντας όλα τα φώτα αναμμένα.
Κρύωνα πολύ και τα δόντια μου χτυπούσαν.
Προσπαθούσα να ηρεμήσω, να βγάλω από το μυαλό μου, όσα φριχτά και ακατανόητα συνέβαιναν, αλλά μάταια. Οι δείκτες του μυαλού μου, σαν καλοκουρδισμένο ρολόι, είχαν κολλήσει στα πρόσφατα συμβάντα.
Έκλεισα τα μάτια προσπαθώντας να διώξω μακριά τη φωνή στο τηλέφωνο, την εικόνα του παράξενου ανθρώπου, τα μάτια πάνω στο μπλαβιασμένο πρόσωπο, όταν το τηλέφωνο άρχισε πάλι να κουδουνίζει δαιμονισμένα.
«Όχιιιι!» Ούρλιαξα, και η φωνή μου μού φάνηκε ξένη.
Χίμηξα έξαλλη προς το τηλέφωνο και με μανία τράβηξα το καλώδιο, ξεριζώνοντας το από τον τοίχο. Άρχισα να ανακατεύω σαν τρελλή τα πράγματα μου για να βρω το σακίδιό μου. Το βρήκα πεταμένο, πίσω από τον καναπέ, έριξα μέσα δυο –τρία πράγματα, φόρεσα το παλιό μου μαύρο άνορακ, γιατί η πρωινή ψύχρα με διαπερνούσε σαν ατσάλινες βελόνες και βγήκα. Είχα πάρει την απόφασή μου. Δεν θα έμενα ούτε ένα δευτερόλεπτο παραπάνω σ’ αυτό το σπίτι. Δεν είχα νερό, δεν είχα τηλέφωνο - το είχα καταστρέψει μόνη μου - η γειτονιά ήταν αλλόκοτη! Το νοίκι του σπιτιού, βέβαια, ήταν πολύ χαμηλό, αλλά άρχισα να σκέφτομαι σοβαρά να το ξενοικιάσω! Θα πήγαινα να μείνω στου Μάρκου για μερικές μέρες, μέχρι να αποφασίσω, τι θα κάνω.
Είχε αρχίσει να ξημερώνει. Ένα χλωμό φως, μωβ – χρυσό, άρχισε να βάφει τα κτίρια και τους δρόμους. Η συγκοινωνία μόλις είχε αρχίσει και μερικοί νυσταγμένοι, πρωινοί διαβάτες έσερναν τα βήματά τους στο πεζοδρόμιο. Κάνα – δύο κατηφείς τύποι προσπαθούσαν να βάλουν μπρος τις σακαράκες τους για να πάνε στις δουλειές τους. Άρχισα να νοιώθω ζεστασιά και ασφάλεια.
Κατευθύνθηκα προς τη στάση. Έπρεπε να περάσω μπροστά από το ψιλικατζίδικο της γωνίας. Ανατρίχιασα στην ιδέα, αλλά θα περνούσα πολύ γρήγορα και δεν θα κοιτούσα μέσα. Καθώς πλησίαζα στο μαγαζάκι και ετοιμαζόμουν να γυρίσω αλλού το κεφάλι και να επιταχύνω, είδα τον ιδιοκτήτη σκυμμένο, να ξεκλειδώνει τα ρολά και να τα ανεβάζει. Μόλις με είδε σταμάτησε και περίμενε να φτάσω δίπλα του. Ήταν χαμογελαστός, φρέσκος – φρέσκος και φαινόταν ξεκούραστος μετά από έναν καλόν ύπνο!

«Καλή σας μέρα! Πρωινή σάς βλέπω! Νερό θα πάρετε σήμερα; Από στιγμή σε στιγμή περιμένω το φορτηγό με τις παραγγελίες. Κωλογειτονιά! Όλα τα σπίτια έχουν σκουριασμένο νερό!»

Τα μηνίγγια μου άρχισαν να χτυπούν δυνατά και να με πονάνε. Δεν μπορούσα να σκεφτώ. Άρχισα να τρέχω πάλι.
Έφτασα στη στάση. Ευτυχώς εκείνη τη στιγμή περνούσε το λεωφορείο. Άνοιξε η μπροστινή πόρτα και όρμησα μέσα, ασθμαίνοντας. Μύριζε μούχλα. Υπήρχε άλλος ένας επιβάτης στα πίσω καθίσματα, σκυφτός. Μάλλον θα κοιμόταν.
Χτύπησα το εισιτήριό μου και κάθισα στο μονό κάθισμα, πίσω από τον οδηγό.
Η πόλη ξυπνούσε σιγά – σιγά και το λεωφορείο κυλούσε αθόρυβα στους ακόμα έρημους και νωθρούς δρόμους.
Πολύ παράξενο, όμως. Στις στάσεις δεν υπήρχε καθόλου κόσμος.
Μα τι στο καλό! Σκέφτηκα. Δεν είναι Κυριακή σήμερα. Δεν πάνε στις δουλειές τους οι άνθρωποι, ή μήπως είναι πολύ πρωί ακόμα;
Κάτι τέτοιες «βάρβαρες» ώρες σπάνια κυκλοφορούσα έξω. Συνήθως ξυπνούσα μετά τις δέκα. Το λεωφορείο συνέχιζε να αργοκυλάει στους νοτισμένους από την πρωινή πάχνη και υγρασία δρόμους. Ο πίσω επιβάτης μάλλον είχε κατέβει, γιατί ήμουν μόνη πια μέσα στο λεωφορείο.
Ένιωσα μια διαπεραστική ψύχρα να με περονιάζει.
Μετά από λίγα λεπτά έφτασα επιτέλους στη στάση μου. Αισθάνθηκα ανακούφιση και ηρεμία. Χτύπησα το κουδούνι και στάθηκα στην μπροστινή πόρτα, περιμένοντας να σταματήσει ο οδηγός και να μού ανοίξει να κατέβω.
Μόλις φτάσαμε, η φωνή του άντρα στο τιμόνι, βαριά, έφτασε στα αυτιά μου:
«Ορίστε, η στάση σας.»
Γύρισα το κεφάλι για να τον ευχαριστήσω. Κοκάλωσα.
Τα μάτια του ήταν κόκκινα σαν αναμμένα κάρβουνα, πάνω σε ένα μελανό πρόσωπο και τα μαλλιά του έσταζαν νερά.
Η πόρτα άνοιξε εκείνη τη στιγμή κι εγώ παρά λίγο να πέσω κάτω, τόσο πανικόβλητη πήδησα στο δρόμο!
Πριν κλείσει η πόρτα, άκουσα το γέλιο του. Σαρδόνιο και μακάβριο έφτασε στ’ αυτιά μου.
Σαν απόκοσμη ηχώ από έναν υπόγειο και ανεξερεύνητο κόσμο.

Χαααα ….χαααα….χααααα…..!!!

Με την καρδιά μου να χτυπάει βίαια μέσα στο στήθος μου έβγαλα το εισιτήριο από την τσέπη μου να το πετάξω, όταν τα μάτια μου καρφώθηκαν σε λίγες λέξεις που ήταν χαραγμένες πάνω του με μωβ μελάνι:

«21ο υπόγειο. 10:19 ακριβώς»

To be continued…

Lucy 2007

14 comments:

par1saktos said...

ωραια...πηρα την δοση μου και σημερα ! ;)

lucy of wild flowers said...

Αααα!
Ώστε την πήραμε τη δόση μας, ε;;;

Και...;

:-)))

par1saktos said...

και ανυπομονουμε για την επομενη! Χωρις πλακα, με εχεις σε αναμμενα καρβουνα! Μ'αρεσει πολυ η ιστορια σου!

foulianna said...

Ουφφφφ...εχω μια αγωνια!!! Μην αργησεις την συνεχεια!!! :D

Μιχαήλ Angel said...

Ετοιμάσου του χρόνου για Δράμα και μικρομηκάδες. Χωρίς αστεία έτσι? Όσο παει κι εντείνεται η αγωνία και κορυφώνεις την ένταση. Σενάριο με τα όλα του!Respect.:)

Μιχαήλ Angel said...

Κόλλησα στο blog σου σήμερα. Ούτε μέλι να είχε.:DDDD
Αλήθεια, τι να γράψω για μένα? Αλλά θα σου κάνω το χατίρι.

Pan said...

Σειρά σου τώρα να με τρομάξεις! Τι ήταν όλο αυτό;

lucy of wild flowers said...

@par1saktos,
καλησπέρα.

Η συνέχεια έρχεται...
Λίγη υπομονή!
Thnx a lot!!
:-))

lucy of wild flowers said...

@foulianna,
κι εσύ αγωνία, ε;;

Οk, θα το επισπεύσω!

:-)))

lucy of wild flowers said...

@Μιχαήλ μου,
Χα χα!
Δεν ειν' κακή ιδέα, καθόλου κακή!

Πετιμέζι, μάλλον!
:-))

lucy of wild flowers said...

@pan, καλέ μου φίλε,

μη τρομάζεις!

οι εφιάλτες μου είναι!
Κι όπως έγραψα και στο άλλο μου μπλογκ, Hypnotic Whispers

Mια ιστορία αστικού τρόμου!
:-))

Lupa said...

Δυσκολεύομαι να πιστέψω σε τι θησαυρό πάνω έχω πέσει.
Μπράβο σου κούκλα μου! Χίλια μπράβο.
Θα αγόραζα όσο- όσο ιστορίες σαν κι αυτές που ανεβάζεις.
Συνέχισε!

lucy of wild flowers said...

@lupa μου,

τι να πω...ένα τεράστιο ευχαριστώ!
Δεν θα αγοράσεις τίποτα! Θα τα διαβάσεις εδώ τα εφιαλτικά μου παραμύθια!
:-))

disa said...

This comment has been removed by a blog administrator.