Friday, February 9, 2007

Πόσα δίνεις;

Ψιλόβρεχε και οι δρόμοι γλιστρούσαν.
Δεν έκανε κρύο, μόνο μια διαολεμένη υγρασία, που του τρύπαγε τα κόκαλα και έκανε το παλιό τραύμα στο πόδι να τον σφάζει στον πόνο. Κάταγμα μηνίσκου.
Το είχε πάθει σε ηλικία 16 ετών, όταν έπαιζε μπάσκετ στην ομάδα εφήβων της πόλης του, στην Λευκορωσία. Αναγκάστηκε να σταματήσει να παίζει μπάσκετ, παρ’ όλο που πίστευε, ότι αυτό ήταν η ζωή του και ο μοναδικός σκοπός του.
Αυτό τον έκανε ευτυχισμένο και η Ελίνα, μια μικρή 14χρονη Πολωνέζα, που είχε έρθει στη γειτονιά με την οικογένειά της. Ο πατέρας της ήταν δάσκαλος και είχε μετατεθεί στην Λευκορωσία, στο δημοτικό σχολείο που φοιτούσαν τα παιδιά των Πολωνών μεταναστών.

Με την Ελίνα πήγαιναν στο ίδιο σχολείο, αλλά σε διαφορετική τάξη. Την συναντούσε στα διαλείμματα και πάντα πήγαινε κοντά της και έπιανε κουβέντα. Διστακτικά στην αρχή, πιο ξεθαρρεμένα αργότερα. Τού άρεσε γιατί ήταν ντροπαλή και κοκκίνιζε, όποτε της μιλούσε. Σήκωνε δειλά το βλέμμα της και μόλις που τον κοίταζε.
Είχε μεγάλα, γαλάζια, ολόφωτα μάτια η Ελίνα. Αλλά πάντα μελαγχολικά. Μια σκιά θαρρείς τα διαπερνούσε και δεν τα άφηνε να λάμψουν. Και το χαμόγελό της ήταν μισό.
Σχεδόν χαμόγελο. Σχεδόν παράπονο.
Όταν την κοίταζε, έτσι μόνη και λεπτή σαν κλαράκι έτοιμο να το πάρει ο άνεμος, μια ασυνήθιστη τρυφερότητα τον έπνιγε. Δεν ήξερε τι να κάνει με αυτό το συναίσθημα.
Έτσι πήγαινε κοντά και της έπιανε κουβέντα. Την ρωτούσε χίλια δυό πράγματα κι εκείνη του απαντούσε με μισόλογα. Τίποτα ξεκάθαρο. Τόσον καιρό μιλούσαν και ένοιωθε, ότι δεν ήξερε τίποτα για κείνη. Κι αυτό τον έτρωγε.
Όταν τελείωνε το μάθημα το απομεσήμερο, την περίμενε στο προαύλιο κι έφευγαν μαζί. Της κρατούσε μάλιστα και την τσάντα με τα βιβλία, που ήταν τόσο φορτωμένη, ώστε το λεπτό κοριτσάκι δεινοπαθούσε να την σηκώσει.
«Τι τα θες όλα τα βιβλία μαζί σου;» την ρώταγε, αλλά αυτή μόνο χαμογελούσε αμυδρά και δεν απαντούσε.
Συνόδευε την μικρή του φίλη μέχρι το σπίτι της και την παρακολουθούσε να περνάει την σιδερένια καγκελόπορτα και να χάνεται στον μικρό κήπο. Δεν έφευγε όμως, έμενε εκεί και περίμενε η Ελίνα να φτάσει στον πρώτο όροφο, που ήταν η κρεβατοκάμαρά της και να πάει στο παράθυρο, να ανοίξει την κουρτίνα και να του γνέψει με το κεφάλι, στέλνοντάς του ένα αχνό χαμόγελο. Τότε αισθανόταν ήσυχος και έφευγε με τη σκέψη γεμάτη από το θλιμμένο της προσωπάκι.
Έφτανε σπίτι, πέταγε τα βιβλία πάνω στο κρεβάτι και πήγαινε κατ’ ευθείαν στο μπάνιο. Έπλενε βιαστικά τα χέρια του και έριχνε μπόλικο νερό στο πρόσωπό του. Σκουπιζόταν με το λευκό προσόψι, που η μάνα του είχε πάντα καθαρό και μοσχομυριστό κρεμασμένο στο γαντζάκι πίσω από την πόρτα του μπάνιου και πήγαινε στην κουζίνα.

«Καλώς τον λεβέντη μου», έλεγε η μάνα του. «Έλα, κάτσε να φας» και του έβαζε ζεστή σούπα από βοδινό με μπόλικα χορταρικά και ένα βραστό αυγό στη μέση του πιάτου. Φάε αγόρι μου, πρέπει να είσαι γερός για να παίζεις καλά. Ο Νικολάι λέει, ότι εσένα ο δρόμος σου τραβάει ψηλά. Έχεις μεγάλο ταλέντο, λέει. Μακάρι, παιδί μου, μακάρι να πάς ψηλά, να ξεφύγεις από τούτη τη μιζέρια.»
Της μάνας της έφευγε καμιά φορά ένα δάκρυ, κι όταν ο γιός της την μάλωνε γι’ αυτό, τού απαντούσε: «Από χαρά είναι παιδάκι μου, που έχω ένα λεβέντη γιόκα σαν εσένα.»

Εκείνος τις περισσότερες φορές σηκωνόταν, άφηνε το φαΐ και πήγαινε κοντά στη μάνα. «Έλα μη κλαίς, ούτε από λύπη, ούτε από χαρά. Θα δεις, θα γίνω σπουδαίος μπασκετμπολίστας και θα φύγουμε από’ δω. Θα ζούμε όμορφα, μάνα. Θα έχεις ό,τι θέλεις» και της έπαιρνε τα δουλεμένα χέρια της, τα τραχιά από τις ξένες δουλειές και τα φιλούσε.
«Έλα μάνα μου. Δεν θέλω να κλαίς.»

Έριχνε μια πεταχτή ματιά στα μαθήματα της επόμενης μέρας, έλυνε και καμιά άσκηση φυσικής, που ήταν το αγαπημένο του μάθημα, ενώ η μάνα μάζευε το τραπέζι, συγύριζε και σιγοτραγουδούσε.
Μετά έβαζε τα αθλητικά του παπούτσια, που τα φύλαγε σαν τα μάτια του - δούλευε όλο το προηγούμενο καλοκαίρι σαν αχθοφόρος στον σταθμό των τραίνων για να τα αγοράσει – μάρκα ακριβή, απρόσιτη για το πενιχρό βαλάντιο, που έβγαζε η μάνα με τα ξενοπλυσίματα, κι έτρεχε στο γηπεδάκι για προπόνηση.
Ο προπονητής του τον θεωρούσε μεγάλο ταλέντο και φρόντιζε να τον ενθαρρύνει και να τον εμψυχώνει. Ήταν σίγουρος, ότι το μέλλον του ήταν ελπιδοφόρο. Όταν έκανε προπόνηση ή όταν αγωνιζόταν με την ομάδα, δεν υπήρχε τίποτα άλλο για κείνον. Τα ξέχναγε όλα! Και την μάνα και την Ελίνα και το σχολείο. Ήταν επικεντρωμένος στο εισιτήριό του για μια όμορφη ζωή. Για ένα φωτεινό μέλλον!

Ήξερε, ότι αυτό το δώρο τού το είχε δώσει ένας άγνωστος θεός, ένας θεός που κατά τα άλλα τούς είχε ξεχάσει. Αλλά τού έδωσε αυτό το εισιτήριο κλείνοντάς του συνωμοτικά το μάτι. Σαν να τού έδωσε ένα εισιτήριο για μια λουξ θέση στην υπερταχεία που έφτανε από την νότιοδυτική Ευρώπη, και να τού ψιθύρισε: «Να, τώρα μπορείς να ταξιδέψεις κι εσύ με ακριβές βαλίτσες και να έχεις πολλά ζευγάρια όμορφα, αθλητικά παπούτσια.»

Ναι, αυτό ήταν το δικό του εισιτήριο για όσα φανταζόταν, ότι υπάρχουν κάπου μακριά, κάπου κοντά.

Μετά την προπόνηση, συνήθως γύριζε αμέσως στο σπίτι. Ξάπλωνε στο κρεβάτι ανάσκελα και κάρφωνε το βλέμμα στο ξύλινο ταβάνι. Τα παλιά λουστραρισμένα δοκάρια έμοιαζαν με τραίνα που τον έπαιρναν μακριά, κάπου σε μια χώρα της Ευρώπης, όπου τον περίμενε μια μεγάλη ομάδα για να γίνει το αστέρι της. Έβλεπε χρώματα και σχήματα στο παλιό ξύλινο ταβάνι και τα γαλάζια μάτια της Ελίνας. Και τα δακρυσμένα μάτια της μάνας. Και τις έπαιρνε και τις δύο από το χέρι και τις έβγαζε βόλτα στα Ιλίσια Πεδία. Είχε ακούσει τον προπονητή του να μιλάει για το Παρίσι και ονειρευόταν να κάνει βόλτα στις όχθες του Σηκουάνα κρατώντας την Ελίνα από την λεπτή της μέση. Ονειρευόταν με τα μάτια ανοιχτά κι έτσι τις πιο πολλές φορές τον έπαιρνε ο ύπνος.

Δεν ξέρει πόσα χρόνια πέρασαν από τότε, που έσπασε το πόδι του.
Συντριπτικό κάταγμα, είπαν οι γιατροί. Η μάνα δεν μπορούσε να τα βγάλει πέρα. Δούλευε μέρα - νύχτα, την τσάκωνε πολλές φορές να κλαίει κρυφά, αλλά ποτέ μπροστά του.
«Θα γίνεις γρήγορα καλά και θα ξαναπαίξεις. Το ταλέντο σου δεν χάνεται, γιόκα μου» του έλεγε η μάνα και προσπαθούσε να φανεί δυνατή, να γίνει από σίδερο, λες και είχε όλη τη δύναμη του κόσμου μέσα στο λιγνό, σκυφτό κορμί της. Του έφτιαχνε τις αγαπημένες του σούπες από βοδινό με αυγό, τού τραγούδαγε, τον κανάκευε και τον εμψύχωνε.
Ο προπονητής του, ο Νικολάι, στην αρχή τον επισκεπτόταν κάθε μέρα, αργότερα αραίωσε, είχε και τις υποχρεώσεις του. Η ομάδα κάλυψε κάποια από τα έξοδα του νοσοκομείου και της εγχείρησης, αλλά η θεραπεία τραβούσε σε μάκρος, ήταν επίπονη και η φυσιοθεραπεία πανάκριβη.
Η μάνα σιγομουρμούριζε μερικές φορές, μόνη της τα βράδια στο σκοτάδι της κουζίνας. Παραπονιόταν για την ιατρική περίθαλψη και την ακρίβεια. Δεν μπορούσε να τα φέρει βόλτα. Κι εκείνος έμενε ξύπνιος από τους πόνους και την άκουγε και του ράγιζε η καρδιά. Έχασε και την τάξη, δεν μπόρεσε να δώσει εξετάσεις και έπρεπε να την επαναλάβει.
Η Ελίνα ερχόταν και τον έβλεπε συχνά.
Καθόταν δίπλα του και τον ρώταγε με τα αθώα μάτια της και τη λεπτή φωνούλα της, αν πονούσε. Αυτός έλεγε πάντα πώς όχι, δεν πόναγε καθόλου. Και η μικρή Ελίνα του διηγιόταν τότε, πως το σκυλάκι της πίσω στην πόλη της την Κρακοβία είχε σπάσει το μπροστινό του ποδαράκι και πως έγινε γρήγορα καλά.
«Κι εσύ θα γίνεις γρήγορα καλά» του έλεγε και τι παράξενο, ξαφνικά μίλαγε πολύ και του ιστορούσε διάφορα πράγματα από την ζωή της στην Πολωνία. Εκείνος την άκουγε μαγεμένος, αλλά κάπου - κάπου το μυαλό του χανόταν μέσα στα τραίνα και τον θόρυβο των σταθμών και φοβόταν, πως είχε χάσει το εισιτήριό του… πως το είχε χάσει οριστικά.
Και τότε πώς θα μπορούσε να πάει τη μάνα και την μικρή Ελίνα εκείνο το όμορφο ταξίδι στο Παρίσι;
Η θεραπεία κράτησε πολύ καιρό, τα έξοδα τούς γονάτισαν και μόλις έγινε καλά έπρεπε να δουλέψει.
Η μάνα μια μέρα γύρισε πίσω στο σπίτι με τα μάτια της να λάμπουν. Θα έφευγε μετανάστρια για Ελλάδα με την ανιψιά της.
«Μάνα, όχι, θα δουλέψουμε εδώ, θα ξαναπροπονηθώ, θα γυρίσω στο μπάσκετ!» της έλεγε ο γιός της, αλλά η μάνα είχε πάρει ήδη την απόφασή της και δεν την σταματούσε τίποτα. «Εδώ δεν έχουμε μέλλον παιδάκι μου», του είπε.

Πήραν το τραίνο, αλλά όχι σε λουξ θέση. Όχι με ακριβές δερμάτινες βαλίτσες και χωρίς ακριβά αθλητικά παπούτσια και ρούχα. Με τα λίγα φτωχικά πραγματάκια τους μια μουντή Νοεμβριάτικη μέρα με ομίχλη και υγρασία πήραν το τραίνο για νότια Ευρώπη. Για Ελλάδα.
Θα δούλευαν εκεί.
Είχε δουλειές, τους είχαν πει και τα λεφτά ήταν καλά.

Έφευγε από τη μικρή του πόλη και άφηνε πίσω του την αγαπημένη του ομάδα, το σχολείο, την Ελίνα. Μα πιο πολύ τον πόναγε, που έφευγε χωρίς το εισιτήριό του… αυτό που τού είχε υποσχεθεί εκείνος ο Θεός, που για λίγο, για τόσο δα λίγο είχε γίνει φίλος και σύμμαχός του. Εκείνος ο Θεός που τού είχε κλείσει συνωμοτικά το μάτι και τού είχε πει: «Μπαγάσα, το κέρδισες το εισιτήριό σου με την αξία σου, είναι δικό σου τώρα. Πάρτο!»

Ψιλόβρεχε και η υγρασία του τρυπούσε τα κόκαλα. Το γόνατο του τον πέθαινε.
Σκατά από μεροκάματο και σήμερα.
Έχωσε τα χέρια στις τσέπες του μπουφάν και ψαχούλεψε. Βρήκε κάτι ψιλά. Θα τον έφταναν να πιεί έναν καφέ, ίσως να φάει κι ένα τοστ. Έσπρωξε με τον ώμο την πόρτα της καφετέριας στην Αχαρνών και μπήκε μέσα. Κάπνα και μπόχα τον πήραν από τα μούτρα. Προχώρησε στο βάθος κι έκατσε σε μια σκοτεινή γωνιά.
Η σερβιτόρα, μια Τσέχα ξανθομάλλα τον πλησίασε και τού είπε με σπασμένα ελληνικά. «Τι θα πάρει ο όμορφος;»
«Καφέ», σχεδόν έφτυσε μέσα από τα δόντια του. Έπινε τον καφέ του αργά και κάπνιζε το βαρύ άφιλτρο. Είχε κλειστά τα μάτια και άκουγε τους θορύβους του μαγαζιού και την αναμετάδοση της τηλεόρασης. Eurobasket! Τζάμπολ, τρίποντο, βήματα…
Ήθελε να κλάψει. Δεν θυμόταν από πότε είχε να κλάψει.
Κάθε Κυριακή, που έβλεπε τη μάνα, όταν έπαιρνε το ρεπό της, χωνόταν στην αγκαλιά της κι έλεγε: «Κάνε υπομονή μάνα, θα βρώ κάτι. Θα βρω καλή δουλειά» και ήθελε να κλάψει, αλλά δεν μπορούσε. Ήθελα να θυμηθεί τα γαλάζια μάτια της Ελίνας, αλλά ούτε αυτό το μπορούσε.
Σκατά, όλα ήταν σκατά! Να μπορούσε τουλάχιστον να κλάψει!

«Φίλε μπορώ να κάτσω;», μια αντρική φωνή με καθαρή ελληνική προφορά τον τράβηξε από τις σκέψεις του. Σήκωσε τα μάτια και κοίταξε τον άντρα. Γύρο στα πενήντα, καλοστεκούμενος, καλοντυμένος, με καθαρό πρόσωπο, θλιμμένο βλέμμα.
Το είχε η μοίρα του, όλοι οι άνθρωποι που τον πλησίαζαν, να έχουν το παράπονο στη ματιά. «Κάτσε», είπε ψυχρά. «Τι πίνεις;» ρώτησε ο έλληνας. «Καφέ» είπε αυτός. «Να παραγγείλω να μας φέρουν δύο κονιάκ;» «και δεν παραγγέλνεις;» μιλούσε χωρίς να κοιτάζει τον άγνωστο.

Έπιναν τα κονιάκ, όταν ο έλληνας τού πέταξε: «Θέλεις να μού κάνεις παρέα απόψε;» Σήκωσε το βλέμμα, τον κοίταξε, τον ζύγιασε, «πόσα δίνεις;» είπε κοφτά. Ο άλλος έβγαλε από την τσέπη του δερμάτινου μπουφάν του τρία πενηντάρικα και του τα έχωσε στη χούφτα με τρόπο. «Αυτά δίνω για όλη τη νύχτα» είπε. Εκείνος τα κοίταξε καλά – καλά, έφτυσε στο πάτωμα και είπε μόνο «εντάξει».
«Πάμε;» είπε ο έλληνας. «Πάμε», απάντησε αυτός.
Μόλις βγήκαν στον καθαρό αέρα και στην βροχή, που είχε δυναμώσει πολύ, ο έλληνας τον ρώτησε:
«Πώς σε λένε παλικάρι;»

«Αλεξέι, με λένε… Αλεξέι…»

© Lucy 2007

16 comments:

Natalia said...

Πολύ δυνατό..
Ανατρίχιασα!

Νάσαι καλά...

lucy of wild flowers said...

Κι εσύ να είσαι καλά,
Ναταλία μου!
Σ' ευχαριστώ πολύ!
καλό απόγευμα!
:-))

"Δημήτριος ο Ταξιδευτής" said...

kalispera kapou konta kai kapou makria auti einai i alithia!!
eklapsa den peirazei ..e!

par1saktos said...

πολυ συγκινητικο ρε συ λουση... πολυ.... ειναι τοσοι πολλοι αυτοι οι Αλεξεϊ που καποτε ειχαν ονειρα και ελπιδες και που τωρα κυκλοφορουν σκυθρωποι και βρωμικοι στους δρομους της Αθηνας αναζητωντας τι αραγε; Και ειναι τοσοι αυτοι που τους βλεπουν με μισο ματι και υποτιμητικο βλεμμα μην μπορωντας ή καλυτερα μην προσπαθωντας να μπουν καν στον κοπο να αναρωτηθουν τι ιστορια κρυβει ο καθενας πισω του, τι ονειρα κι ελπιδες, τι πονους κι απογοητευσεις...

καιρο ειχα να ερθω απο εδω...
μου ελειψε η παρεα σου λουση..θα τα ξαναπουμε..

lucy of wild flowers said...

@Δημήτριε,

ίσως είχες κι εσύ ανάγκη να κλάψεις...καθόλου δεν πειράζει!

Φιλιά!

lucy of wild flowers said...

@παρεισακτούλη,
κι εμένα μού έλειψες!

Έτσι ακριβώς είναι!
Πόσα κατεστραμμένα όνειρα κουβαλάνε οι άνθρωποι,
από όποια χώρα κι αν προέρχονται!
Πόσες χαμένες ψυχές κυκλοφορούν εκεί έξω...
Φιλιά!

par1saktos said...

τι εγινε βρε, το ξενυχταμε? :) δεν περιμεν α τοση γρηγορη απαντηση..
η ιστορια σου μου εφερε στο νου ολους αυτους που εβλεπα τοσα χρονια στην Αθηνα, με τα μαρζωμενα τους προσωπα, τα τραχια τους χερια, το σκοτεινο τους παρελθον. Τι ιστοριες εχουν να πουν ολοι αυτοι, βιβλια ολοκληρα θα γεμιζαν! Και ηρθαν στην ελλαδα που ακουγαν οτι εχει δουλειες και ο κοσμος ειναι φιλοξενος, και δεν βρηκαν ουτε το ενα ουτε το αλλο...

lucy of wild flowers said...

Πριν λίγο γύρισα.
Είχα πάει στο θέατρο badminton
για την "Λίμνη των Κύκνων" του Matthew Bourne!
Πολύ ωραία παράσταση!
Θα γράψω λίγα λόγια γι' αυτήν αύριο!
Εσύ πώς περνάς εκεί;
Ο καιρός τι λέει;
Χειμώνας ήρθε;
Μπαααα, ε;;

par1saktos said...

χειμωνας για τα καλα..κανει πολυ κρυο...Σε πολλα μερη της αγγλιας χιονιζει αλλα οχι εδω που βρισκομαι εγω. Εγω ξενυχταω με εργασιες, καφεδες και τσιγαρα. Παρεα με καλη μουσικη και το σφυριγμα του αερα απο εξω, η μελαγχολικη αγγλια πολυ με φτιαχνει! :)

lucy of wild flowers said...

Αχ, αχ! Σταμάτα!
Σε ζηλεύω! Πώ, πω! Φαντάζομαι το σκηνικό! Ο αέρας να σφυρίζει, να βλέπεις από το παράθυρο τις στέγες των παλιών σπιτιών-πάντα υπάρχουν εκεί παλιά σπίτια-και να φαντάζεσαι όλα τα θρίλερ που έχεις δει!
Τέλεια;;;
Ουουυυυυυ....

par1saktos said...

καπως ετσι ειναι. Εδω που ειναι το πανεπηστιμιο βεβαια (λιγο εξω απο την πολη) δεν βλεπεις πολλα σπιτια, αλλα μπροστα μου απλωνεται μια καταπρασινη πεδιαδα η οποια οταν σκοτεινιαζει το βραδακι με τον αερα να φυσαει και να σφυριζει απο το παραθυρο σου φερνει πολυ σε σκηνικο απο θρλιερ. Αν εχει και ομιχλη (οταν εχει ομιχλη δεν αστειευται, δεν βλεπεις τιποτα) και τα φωτα των δρομων φαινονται αχνιστα και θαμπα, τοτε νιθωεις πρωταγωνιστης σε ταινια τρομου!
Μετα βεβαια γυρνας το κεφαλι προς το γραφειο οπου το λαπτοπ σου σου χαμογελαει και σε φωναζει να συνεχισεις να δουλευεις γιατι αλλιως το μαστερ θα το δεις μονο στο ονειρο σου! Παντω η ατμοσφαιρα με κανει πολυ παραγωγικο!! χεχεχε!

lucy of wild flowers said...

Χαίρομαι πολύ, που ζεις αυτήν την ατμόσφαιρα και μού την μεταδίδεις, για να θυμηθώ κι εγώ την αγαπημένη μου γηραιά Αλβιόνα!
Καλή μελέτη σού εύχομαι, κι όση περισσότερη δημιουργικότητα-παραγωγικότητα γίνεται!

Α, θυμήθηκα, ότι εγώ έβλεπα τα κεραμίδια διπλανού - παλιού πάντα - σπιτιού, χορταρισμένα από την υγρασία,
δλδ καταπράσινα!
Ναι, ναι! Πράσινα κεραμίδια με λειχήνες! Φοβερό!

Λοιπόν να σε αφήσω στην μελέτη σου!
Να ρίξω κι εγώ κάνα υπνάκι, η ξενύχτισα!
Καλό διάβασμα!
Φιλιά!

Μιχαήλ Angel said...

Δάκρυσα, ρίγησα, ένοιωσα κρύο νερό να κυλάει στην πλάτη μου, ανέβηκε κόμπος στο λαιμό...υπέροχο και με ψυχή. Μάκια γλυκό μου.

Lupa said...

Αει, στο καλό..
Με γέμισες αναστεναγμούς που δεν φτάνουν ως το στόμα μου, να βγουν, να με λυτρώσουν..

lucy of wild flowers said...

Καλησπέρα, Λύκαινά μου!

Αχ, και δεν μπορεί
ούτε να κλάψει...

Σε νοιώθω απόλυτα, καλή μου!
:-)

lucy of wild flowers said...

@Μιχαήλ μου,
ευχαριστώ πολύ για το
"με ψυχή"!
Φιλί!