Thursday, February 1, 2007

Το Παραμύθι της Βελανιδιάς






Ήσουν στο όνειρό μου εχτές.

Περπατούσαμε μαζί. Κάτω από πυκνά δέντρα. Βαθύσκιωτα πλατάνια.
Κατρακυλούσαμε σε πλαγιές σαν μικρά παιδιά και παίζαμε, γελούσαμε, τρέχαμε, κυνηγιόμαστε. Βουτούσαμε σε ποτάμια και χανόμαστε σε σπηλιές, να εξερευνήσουμε τα άδυτα των ξωτικών.
΄Εκοψες ένα γαλάζιο λουλούδι, και το στερέωσες στα μαλλιά μου. Μια μπλε καμπανούλα, θαρρώ πως ήταν. Έβγαζε έναν πολύ γλυκό και μελωδικό ήχο, μας χάιδευε τ’ αυτιά.
Μού έσφιξες το χέρι και συνεχίσαμε να περπατάμε στο δάσος. Θαρρώ πως ήταν στοιχειωμένο. Οι κορμοί των δέντρων έγερναν και μας χάιδευαν τα μαλλιά, τα δροσερά φύλλα μας φιλούσαν τρυφερά στα χείλη και τα πουλιά μας μιλούσαν με ανθρώπινη λαλιά.

Μια γέρικη βελανιδιά με απλωμένες ρίζες, που ξεπηδούσαν από το χώμα γεμάτες ζωή και δύναμη, μάς προσέφερε φιλοξενία στον δροσερό της ίσκιο κι έσταξε λόγια σοφίας και γνώσης με μορφή γλυκιάς πάχνης πάνω στα μέτωπά μας.



Αποκοιμηθήκαμε κάτω από τον βαρύ της ίσκιο, κουρασμένοι από τον δρόμο.

Και ονειρευτήκαμε σύννεφα μολυβιά, που αναδεύονταν
από σφοδρούς δυτικούς ανέμους.

«Μα αυτό είναι όνειρο μέσα σε ένα άλλο όνειρο» ψέλλισα.
«Δώσε μου ένα σημάδι, ποιό όνειρο είναι το αληθινό και ποιό το ψεύτικο. Δώσε μου ένα σημάδι, ποιόν δρόμο να ακολουθήσω».
«Και τα δύο όνειρα είναι αληθινά και συγχρόνως ψεύτικα», μουρμούρισε η σοφή βελανιδιά.
«Ακολούθησε τον δρόμο της πέτρας».

Οι πέτρες μου…πάντα αναφέρομαι στις πέτρες μου. Πάντα φυτεύομαι βαθιά μέσα τους. Όλα μου τα γραπτά είναι από πέτρα.

«Ποια πέτρα εννοείς, βελανιδιά σοφή;»

«Μόνη σου θα καταλάβεις», το θρόισμα του καταπράσινου φυλλώματος του γέρικου δέντρου έμοιαζε τραγούδι μεθυστικό και τα κλαδιά του
έγερναν και λικνίζονταν με τις πνοές του αγέρα.

Άνοιξα τα μάτια. Θαρρώ πως ξύπνησα από βαθύ λήθαργο.
Εσύ γερμένος πλάι μου, κοιμόσουν ελαφρά και η ανάσα σου ανασήκωνε απαλά το στέρνο σου και το στόμα σου μισάνοιχτο άφηνε τον ανασασμό σου να εναρμονίζεται με τον άνεμο. Άπλωσα το χέρι και σε άγγιξα τρυφερά, ήθελα να σε ξυπνήσω, να πάρουμε μαζί τον δρόμο πάλι.

Όμως η βελανιδιά έγειρε το άγριο κλωνάρι της πάνω στο χέρι μου και το τράβηξε μακριά.

«Όχι, μόνη σου θα βαδίσεις από δω και πέρα,
μόνη σου και μη φοβηθείς».

Με μιάς σχίστηκε ο γέρικος κορμός και μπροστά μου ανοίχτηκε μια δίοδος, σκοτεινή και ανήλιαγη. Στα έγκατα οδηγούσε η πύλη, στα βάθη του σοφού δέντρου. Έπρεπε να το διαβώ το άνοιγμα αυτό το αλλόκοτο, στου δέντρου τον κορμό, ή να το παρακάμψω;
Να το αγνοήσω, να σε ξυπνήσω και να σε πάρω αγκαλιά, πλάι στο ποτάμι το γάργαρο και στα τρεχούμενα νερά μαζί να παίξουμε και να χαρούμε;

Πέτρα ή ποτάμι;
Πύλη ή όχθη και λουλούδια και τραγουδίσματα πουλιών;

«Διστάζεις; Αν με διαβείς τα μυστικά μου όλα θα μάθεις, με τις ρίζες μου θα τραφείς και τους χυμούς μου θα μεταλάβεις. Πίσω δεν θα θες να γυρίσεις, γι’ αυτό σκέψου καλά και μετά να αποφασίσεις», όλα τα φύλλα και τα κλαδιά και οι ρίζες της βελανιδιάς μου τραγουδούσαν.
Πλανευτικό τραγούδι, σαν από σειρήνων χείλη. Με βύθιζε σε σκότη και σε ονειρώξεις ο ήχος αυτός.
Τι πλάνεμα, τι πλάνη!

Τα κλωνάρια της έγιναν αγκαλιές, άγριες, τραχιές, και μέσα στην πύλη με σπρώχναν. Δεν πρόλαβα να αντιδράσω, εκτός από ένα τελευταίο με των δαχτύλων μου άγγιγμα στα κοιμισμένα βλέφαρά σου κι ένα θλιμμένο «αντίο», που σού ψιθύρισα σαν άλλαζες πλευρό, καλύτερα στο μαλακό χώμα να βολευτείς και στη βαθιά σκιά να συνεχίζεις να ονειρεύεσαι.
Σκληρό το φως του ήλιου στα ματοκλάδια σαν πέφτει, τα όνειρα παγώνει. Σαν τα βαριά βελούδινα στόρια, που τραβιούνται από τα παράθυρα, το φως του ηλιάτορα να αφήσουν στα νυχτερινά τα δώματα να παρεισφρήσει και την εγρήγορση στα κοιμισμένα μέλη να απλώσει, σαν μυρωδάτη κρέμα που ενυδατώνει κι ανακουφίζει τους διψασμένους ιστούς, ή σαν ολόδροσο νερό που χύνεται στο σώμα, που όλη τη νύχτα έχει χάσει τα ζωτικά υγρά του, και το ζωντανεύει.

Πέτρα ας είναι λοιπόν, σκοτάδι και πέτρα και πύλη, που πρέπει να διαβώ.

Σε άγγιξα μια τελευταία φορά με το βλέμμα, καθώς ανυποψίαστος μέσα στο όνειρο χαμογελούσες, από αγγέλους συντροφευμένος και διστακτικά πλησίασα στο σχίσιμο, στου δέντρου τον κορμό.
«Θα την διαβώ την πύλη» είπα στην βελανιδιά, ενώ καυτά δάκρυα αυλάκωναν το πρόσωπό μου.
«Μόνη θα την διαβώ. Δείξε μου το δρόμο».
«Μπροστά σου ανοίγεται ο δρόμος», είπε το φύλλωμα του δέντρου, θροΐζοντας άγρια παρασυρμένο από δυνατό και παγωμένο άνεμο.
«Εδώ είναι η σκάλα, που πρέπει να κατέβεις» είπε πάλι κι έκλεισε με ορμή πίσω μου τη σχισμάδα του κορμού.
Άγριο σκοτάδι με περιέβαλε…

Lucy 2007

(συνεχίζεται)



6 comments:

"Δημήτριος ο Ταξιδευτής" said...

ti tha ginei pote tha doume vivlio!!
thelw NA GRAPSEIS PARAMYTHIA GIA ENILIKOUS ANILIKOUS...

lucy of wild flowers said...

Δημήτριε,

μόλις υπάρχουν νεώτερα θα σε ενημερώσω!
:-))

Φιλιά!

virtual said...

Αυτό βασικά είναι ένα precious piece for us!Και όχι of us!!Ο Μ Ο Ρ Φ Ο!
bravissimo!!

lucy of wild flowers said...

Σ' ευχαριστώ,
αγαπημένε φίλε!
Θα στείλω e-mail
σήμερα, ήμουν στην πίεση αυτές τις μέρες.
Φιλιά!

Lupa said...

Είχα ξαναέρθει και προσπαθήσει για σχόλιο αλλά, εισ μάτην.
Μικρό διαμαντάκι το κειμενό σου... ξανά!

lucy of wild flowers said...

Λύκαινά μου,

ναι, είχα προβληματάκια
με τον blogger και τα σχόλια.

Σ' ευχαριστώ πολύ, καλή μου φίλη!
Φιλιά!