Wednesday, February 28, 2007

Εντός σου θα κατοικώ


Εκεί που σε άφησα, εκεί θα σε βρω
Με την εκθαμβωτική γύμνια
Να μού κόβει την ανάσα
Με το σπέρμα και τον ιδρώτα
Να βάφουν τα σεντόνια πορφυρά
Με τον πόθο
Και την μέθη να καίγονται
Σε φλογισμένη σάρκα
Εκεί που σε φίλησα
Εκεί που σού δάγκωσα τα χείλη
Και έσφιξα μέσ’ τα χέρια μου
Τους αλαβάστρινους μηρούς
Εκεί θα σε αφήσω να λιώνεις
Με στεναγμούς και βογγητά
Και λιγωμένη ηδονή
Από οργασμούς εαρινούς
Και ψιθυρίσματα εωθινά

Στόμα με στόμα

Πνοή με πνοή

Σάρκα με σάρκα

Εκεί κι οι δύο θα κυλιστούμε

Κορμιά μπλεγμένα

Σε κρεβάτια εραστών αμαρτωλών

Που όπως εμείς

Το ασίγαστο πάθος τους

Έχουν βυθίσει βαθιά

Ο ένας στο σώμα του άλλου

Εκεί θα σε ανταμώσω

Μέσα στο σώμα σου

Μέσα στο σώμα μου

Μέσα στο είναι σου

Μέσα στο είναι μου

Εντός σου πια θα κατοικώ

Κι ας γίνει το δικό μου το κορμί

Ο άμβωνάς σου

Ο βυθός σου

Η ζωή σου

Ο θάνατός σου

Και η λαχτάρα σου

Lucy 2007

Sunday, February 25, 2007

21o Yπόγειο – Το Λεωφορείο



Βγήκα έξω σέρνοντας τα βήματα.
Στα αυτιά μου κλωθογύριζε η βαθιά και απειλητική φωνή.
«Να είστε…να είστε…να είστε…21ο υπόγειο…21ο …υπόγειο…21ο υπόγειο…να είστε…να είστε…να είστε…να είστε στο….21ο.…δέκα και δεκανέα ακριβώς…να είστε…ακριβώς…να είστε….»

«Τα κλειδιά σας! Τα λεφτά σας!»
Ο ψιλικατζής ούρλιαζε στο κατόπι μου, προσπαθώντας να με προλάβει.
«Σταθείτε!»
Άκουσα πίσω μου την λαχανιασμένη του ανάσα και ποδοβολητό, σαν να με ακολουθούσε αγέλη από άγρια ζώα. Σχεδόν συγχρόνως ένιωσα ένα παγωμένο χέρι, να με αρπάζει από το μπράτσο και να μού βάζει κάποια μεταλλικά αντικείμενα στη χούφτα. Ήταν τα κλειδιά μου και μερικά κέρματα. Τα έσφιξα μέσα στο χέρι μου και σήκωσα τα μάτια στον ανθρωπάκο να τον ευχαριστήσω, αλλά αυτό που είδα, έκανε το αίμα μου να παγώσει.
Το πρόσωπό του ήταν μπλαβί και τα μάτια του κατακόκκινα και πετούσαν φλόγες. Τα μαλλιά του κατάμαυρα και κολλημένα στο πρόσωπο και στο λαιμό του έσταζαν νερά. Για ένα δευτερόλεπτο συναντήθηκαν οι ματιές μας.
«Ευτυχώς που σάς πρόλαβα. Δεν μπορώ να τρέχω, λαχανιάζω», είπε εκείνος τραβώντας αλλού τη ματιά του.
«Ευχαριστώ», ψέλλισα εγώ και όσο τρομοκρατημένη και ακινητοποιημένη κι αν ήμουν, άκουγα μια προσταγή μέσα στο μυαλό μου, «τρέξε!»
Άρχισα να τρέχω, νιώθοντας δυο φλογισμένα μάτια καρφωμένα στη πλάτη μου. Μπήκα σαν σίφουνας στο κτίριο κι άρχισα να ανεβαίνω την παλιά ξύλινη σκάλα, που έτριζε κάτω από τις φρενιασμένες πατημασιές μου.
Με χέρια που έτρεμαν, έβαλα το κλειδί στην κλειδαριά και άνοιξα την πόρτα μετά από μερικά δευτερόλεπτα, που μού φάνηκαν αιώνας. Την έκλεισα πίσω μου με ορμή, διπλοκλείδωσα και κουλουριάστηκα στον καναπέ, έχοντας όλα τα φώτα αναμμένα.
Κρύωνα πολύ και τα δόντια μου χτυπούσαν.
Προσπαθούσα να ηρεμήσω, να βγάλω από το μυαλό μου, όσα φριχτά και ακατανόητα συνέβαιναν, αλλά μάταια. Οι δείκτες του μυαλού μου, σαν καλοκουρδισμένο ρολόι, είχαν κολλήσει στα πρόσφατα συμβάντα.
Έκλεισα τα μάτια προσπαθώντας να διώξω μακριά τη φωνή στο τηλέφωνο, την εικόνα του παράξενου ανθρώπου, τα μάτια πάνω στο μπλαβιασμένο πρόσωπο, όταν το τηλέφωνο άρχισε πάλι να κουδουνίζει δαιμονισμένα.
«Όχιιιι!» Ούρλιαξα, και η φωνή μου μού φάνηκε ξένη.
Χίμηξα έξαλλη προς το τηλέφωνο και με μανία τράβηξα το καλώδιο, ξεριζώνοντας το από τον τοίχο. Άρχισα να ανακατεύω σαν τρελλή τα πράγματα μου για να βρω το σακίδιό μου. Το βρήκα πεταμένο, πίσω από τον καναπέ, έριξα μέσα δυο –τρία πράγματα, φόρεσα το παλιό μου μαύρο άνορακ, γιατί η πρωινή ψύχρα με διαπερνούσε σαν ατσάλινες βελόνες και βγήκα. Είχα πάρει την απόφασή μου. Δεν θα έμενα ούτε ένα δευτερόλεπτο παραπάνω σ’ αυτό το σπίτι. Δεν είχα νερό, δεν είχα τηλέφωνο - το είχα καταστρέψει μόνη μου - η γειτονιά ήταν αλλόκοτη! Το νοίκι του σπιτιού, βέβαια, ήταν πολύ χαμηλό, αλλά άρχισα να σκέφτομαι σοβαρά να το ξενοικιάσω! Θα πήγαινα να μείνω στου Μάρκου για μερικές μέρες, μέχρι να αποφασίσω, τι θα κάνω.
Είχε αρχίσει να ξημερώνει. Ένα χλωμό φως, μωβ – χρυσό, άρχισε να βάφει τα κτίρια και τους δρόμους. Η συγκοινωνία μόλις είχε αρχίσει και μερικοί νυσταγμένοι, πρωινοί διαβάτες έσερναν τα βήματά τους στο πεζοδρόμιο. Κάνα – δύο κατηφείς τύποι προσπαθούσαν να βάλουν μπρος τις σακαράκες τους για να πάνε στις δουλειές τους. Άρχισα να νοιώθω ζεστασιά και ασφάλεια.
Κατευθύνθηκα προς τη στάση. Έπρεπε να περάσω μπροστά από το ψιλικατζίδικο της γωνίας. Ανατρίχιασα στην ιδέα, αλλά θα περνούσα πολύ γρήγορα και δεν θα κοιτούσα μέσα. Καθώς πλησίαζα στο μαγαζάκι και ετοιμαζόμουν να γυρίσω αλλού το κεφάλι και να επιταχύνω, είδα τον ιδιοκτήτη σκυμμένο, να ξεκλειδώνει τα ρολά και να τα ανεβάζει. Μόλις με είδε σταμάτησε και περίμενε να φτάσω δίπλα του. Ήταν χαμογελαστός, φρέσκος – φρέσκος και φαινόταν ξεκούραστος μετά από έναν καλόν ύπνο!

«Καλή σας μέρα! Πρωινή σάς βλέπω! Νερό θα πάρετε σήμερα; Από στιγμή σε στιγμή περιμένω το φορτηγό με τις παραγγελίες. Κωλογειτονιά! Όλα τα σπίτια έχουν σκουριασμένο νερό!»

Τα μηνίγγια μου άρχισαν να χτυπούν δυνατά και να με πονάνε. Δεν μπορούσα να σκεφτώ. Άρχισα να τρέχω πάλι.
Έφτασα στη στάση. Ευτυχώς εκείνη τη στιγμή περνούσε το λεωφορείο. Άνοιξε η μπροστινή πόρτα και όρμησα μέσα, ασθμαίνοντας. Μύριζε μούχλα. Υπήρχε άλλος ένας επιβάτης στα πίσω καθίσματα, σκυφτός. Μάλλον θα κοιμόταν.
Χτύπησα το εισιτήριό μου και κάθισα στο μονό κάθισμα, πίσω από τον οδηγό.
Η πόλη ξυπνούσε σιγά – σιγά και το λεωφορείο κυλούσε αθόρυβα στους ακόμα έρημους και νωθρούς δρόμους.
Πολύ παράξενο, όμως. Στις στάσεις δεν υπήρχε καθόλου κόσμος.
Μα τι στο καλό! Σκέφτηκα. Δεν είναι Κυριακή σήμερα. Δεν πάνε στις δουλειές τους οι άνθρωποι, ή μήπως είναι πολύ πρωί ακόμα;
Κάτι τέτοιες «βάρβαρες» ώρες σπάνια κυκλοφορούσα έξω. Συνήθως ξυπνούσα μετά τις δέκα. Το λεωφορείο συνέχιζε να αργοκυλάει στους νοτισμένους από την πρωινή πάχνη και υγρασία δρόμους. Ο πίσω επιβάτης μάλλον είχε κατέβει, γιατί ήμουν μόνη πια μέσα στο λεωφορείο.
Ένιωσα μια διαπεραστική ψύχρα να με περονιάζει.
Μετά από λίγα λεπτά έφτασα επιτέλους στη στάση μου. Αισθάνθηκα ανακούφιση και ηρεμία. Χτύπησα το κουδούνι και στάθηκα στην μπροστινή πόρτα, περιμένοντας να σταματήσει ο οδηγός και να μού ανοίξει να κατέβω.
Μόλις φτάσαμε, η φωνή του άντρα στο τιμόνι, βαριά, έφτασε στα αυτιά μου:
«Ορίστε, η στάση σας.»
Γύρισα το κεφάλι για να τον ευχαριστήσω. Κοκάλωσα.
Τα μάτια του ήταν κόκκινα σαν αναμμένα κάρβουνα, πάνω σε ένα μελανό πρόσωπο και τα μαλλιά του έσταζαν νερά.
Η πόρτα άνοιξε εκείνη τη στιγμή κι εγώ παρά λίγο να πέσω κάτω, τόσο πανικόβλητη πήδησα στο δρόμο!
Πριν κλείσει η πόρτα, άκουσα το γέλιο του. Σαρδόνιο και μακάβριο έφτασε στ’ αυτιά μου.
Σαν απόκοσμη ηχώ από έναν υπόγειο και ανεξερεύνητο κόσμο.

Χαααα ….χαααα….χααααα…..!!!

Με την καρδιά μου να χτυπάει βίαια μέσα στο στήθος μου έβγαλα το εισιτήριο από την τσέπη μου να το πετάξω, όταν τα μάτια μου καρφώθηκαν σε λίγες λέξεις που ήταν χαραγμένες πάνω του με μωβ μελάνι:

«21ο υπόγειο. 10:19 ακριβώς»

To be continued…

Lucy 2007

Sunday, February 18, 2007

David Bowie - He Fell...

To Video Clip

The Man Who Fell To Earth

με τον David Bowie

μεταφέρθηκε

EΔΩ

Placido Domingo

To Video Clip με τον
Placid Domingo
μεταφέρθηκε

EΔΩ

Mick Jagger - THE LiPS



O Mick JaGGER ( ThE LIpS )

( Τι Χείλια , Θεέ μου!!! )

στην ταινία του

Nicolas Roeg

PERFORMANCE



Saturday, February 17, 2007

Strip Tease


Ανταποκρινόμενη στην πρόσκληση της φίλης Κατερίνας,
είπα κι εγώ να γίνω κομματάκι πιο σαφής, όσον αφορά στο τι εστί Lucyluce.
Τώρα, το «πιο σαφής» είναι σχήμα λόγου, γιατί αν με ρωτούσε κανείς ευθέως
«τι μέρος του λόγου είμαι», θα απαντούσα:
«Σάμπως ξέρω κι εγώ;»
Επίρρημα, ας πούμε, ή επιθετικός προσδιορισμός, ακόμα και τριτόκλιτο ουσιαστικό!

Εντάξει, ας σοβαρευτώ. Ξέρω πολύ καλά δύο πράγματα για μένα. Ότι είμαι γεμάτη ελαττώματα κι ότι τρελλαίνομαι για σοκολάτα!
Κι όταν λέμε ελαττώματα δεν εννοούμε, ότι είμαι πολύ ευαίσθητη! Χα, χα!
Εννοούμε, ότι είμαι πολύ σπάταλη (πολύ μεγάλο ελάττωμα, πιστέψτε με!), δεν ξεσκονίζω ποτέ, ή σχεδόν ποτέ, αλλά θέλω τα πράγματά μου σε απόλυτη τάξη ( ! ) και να μη μού τα ανακατεύει κανείς, έχω εκρήξεις θυμού, αλλά μου περνάει αμέσως και σχεδόν ποτέ δεν κρατάω κακία, απεχθάνομαι τους υστερόβουλους ανθρώπους και τούς το δείχνω, δεν είμαι ιδιαίτερα κοινωνική, με την έννοια, ότι δεν κάνω εύκολα φιλίες, είμαι μυστικοπαθής, κάποια πράγματα τα κρατάω μόνον για τον εαυτό μου (αυτό ήταν το μεγαλύτερο παράπονο της καλύτερης μου φίλης από το σχολείο!), είμαι επιρρεπής στο να με τραβούν όλοι οι losers, οι απλοί, χαρούμενοι και clean cut τύποι με αφήνουν παγερά αδιάφορη, (πράγμα βέβαια, που μόνο προβλήματα μού δημιουργεί), είμαι μυγιάγγιχτη και παρεξηγησιάρα, όπως με λέει και κάποιος φίλος μου. Παρ’ όλο που η ιδεολογία μου είναι αριστερή, (και δεν το εννοώ κομματικά), απεχθάνομαι τον συγχρωτισμό και τις επαφές με ανθρώπους που δεν ανταποκρίνονται στην αισθητική μου. Οι φίλοι μου με βρίζουν σνομπ! Σιχαίνομαι τις βωμολοχίες και τους άνευ λόγου βωμολοχούντες, σιχαίνομαι τους φαφλατάδες και είμαι πολύ απαίσια στο να προσποιούμαι, ότι κάποιον τον πάω, ενώ δεν…
Δηλαδή είμαι φριχτή στις κοινωνικές συμβάσεις.
Μερικές φορές φέρομαι ψυχρά κι άλλοτε είμαι τόσο θερμή, που ο άλλος τρομάζει!
Το αγαπημένο μου φαγητό είναι οι φακές και οι σαλάτες και φυσικά πεθαίνω για μουσική και ΣΙΝΕΜΑ!!!
Είμαι ξενύχτισσα με αποτέλεσμα την επόμενη μέρα να πίνω τους καφέδες τον ένα πίσω από τον άλλον και είμαι φοβερά ανοργάνωτη. Εμείς γι’ αλλού κινήσαμε κι αλλού η ζωή μας πάει, ένα πράμα!
Είμαι υπεδραστήρια, πράγμα που κουράζει, όσους με κάνουν παρέα σε καθημερινή βάση, γιατί εκεί, που όλοι τα έχουν φτύσει, εγώ συνεχίζω, σαν μπαταρία μακράς διαρκείας… χα χα χα!
Πάρτε με για συνοδηγό, δεν κοιμάμαι ποτέ, είμαι η καλύτερη παρέα για τον οδηγό, να μη τον αφήσω να κοιμηθεί στο τιμόνι!
Σαν οδηγό μη με πάρετε, γιατί θα σάς κάνω να τα κάνετε πάνω σας από τον φόβο!
Όταν όμως εγώ κοιμάμαι, γίνομαι έξαλλη όταν με ξυπνούν, ειδικά απότομα.
Το πρωί – πρωί μη μού μιλάτε!
«Μη του μιλάτε του παιδιού αφήστε το να κλάψει»… ωχ, όχι αυτό πάει αλλού!
Εντάξει, αφήστε το να ξυπνήσει πρώτα!
Είναι καλύτερο να με ταΐζει κανείς, παρά να με ντύνει! Δεν τρώω πολύ, μερικές φορές το ξεχνάω κιόλας, αλλά είμαι shopping maniac! Αν δω κάτι και το θέλω, ο κόσμος να χαλάσει – λέει η μητέρα μου – θα το πάρω! Αίσχος κύριε πρόεδρε! Κάποιος να την (με) μαζέψει, επιτέλους!
Η πιστωτική μου είναι μονίμως σε υπέρβαση! Βοήθειααααα!!! Είμαι ψάρι!!! Χα, χα! Αυτό ήταν σχόλιο, που έγραψα σε φιλικό μπλογκ, αφήστε που είναι και ταινία!
Βοήθειααααα!!! Somebody, stoooop meeee!!!

Έτσι που λέτε! Η Lucyluce των ελαττωμάτων!
Ε, θα μού πείτε, «Πώς! δεν μπορεί, θα έχεις κι εσύ τις καλές πλευρές σου!»

Πώς καλέ, «σαν παιδιά κι εμείς» έχουμε τα προτερηματάκια μας, αλλά αφήνουμε να τα ανακαλύψετε…

Πάντως πιστεύω, ότι το πιο σημαντικό μου προτερημο-ελάττωμα, είναι να μην παίρνω τον εαυτόν μου στα σοβαρά!
Και να μη μένω σπίτιιιιιιιι !!

Ας καλέσω με τη σειρά μου σε αποκαλυπτήρια τους προσφιλείς μου bloggers:

s.frang

par-i-saktos

lupa

Estrella

Νίκο-Πρέζα TV

Thrass

Μιχαήλ Λ.

Sea Confused

Υπάρχουν κι άλλοι, αρκετοί, που θα ήθελα να τούς διαβάσω αποκαλυπτόμενους,
αλλά νομίζω, ακολουθώντας τον ρυθμό αυτής της έμπνευσης, μοιραία, θα
έρθει και η σειρά τους!

(H lupa και η sea confused έχουν ήδη προβεί σε αποκαλύψεις...
έτσι προσκαλώ τον

Pan Within,

κι ελπίζω να δεχτεί.)

Wednesday, February 14, 2007

21o Yπόγειο - Το νερό



Don't dream. It's OveR
by the
Crowded HouSe



(συνέχεια)

Τι διάολο ήταν αυτό το μήνυμα; Ποιος το είχε στείλει; Ήταν τα ίδια λόγια, που μού είχαν πει στο τηλέφωνο τα ξημερώματα.

Την προηγούμενη νύχτα, είχα αποκοιμηθεί πάνω στον καναπέ, με το λαμπατέρ αναμμένο και το βιβλίο ακουμπισμένο, ανοιχτό πάνω στο στομάχι μου. Μάλλον θα με βάραινε, γιατί μέσα στον εφιάλτη μου, έβλεπα ένα χέρι να μού πιέζει το στήθος και να μη με αφήνει να αναπνεύσω.

Το ντρρρριιιιιιιινννν του τηλεφώνου ήχησε σαν σειρήνα συναγερμού κατά τις τεσσερισήμισι, όταν τα μάτια στροβιλίζονταν δαιμονισμένα στην κατάσταση της βαθιάς ύπνωσης. Πετάχτηκα αλαφιασμένη, το βιβλίο έπεσε στο πάτωμα, άπλωσα το χέρι στο ημίφως να πιάσω το ακουστικό, έσπρωξα ένα μπουκάλι εμφιαλωμένο νερό και το έχυσα στο πάτωμα.

Shit! Δεν θα είχα νερό να πιω, θα κοράκιαζα μέχρι να ξημερώσει.

Το τηλέφωνο συνέχιζε να κουδουνίζει μέσα στα μηνίγγια μου, σαν να τρόχιζαν μαχαίρια… Μέσα στον πανικό, έχωνα τα χέρια ανάμεσα στα μαξιλάρια, κάτω από τους σωρούς χαρτιού και ρούχων με μοναδική επιθυμία να το βρω και να το κάνω να σταματήσει. Το βρήκα τελικά, κάτω από το μαξιλάρι μου.
Το έφερα στ’ αυτί μου και είπα ξεψυχισμένα:
«Εμπρός;»
Μια αντρική φωνή, βραχνή και υπόκωφη απάντησε από την άλλη άκρη του σύρματος: «Να είστε στο 21ο υπόγειο σήμερα το βράδυ στις 10: 19 ακριβώς.»

«Τι; Ποιος είναι; Ποιο υπόγειο; Λάθος πήρατε…»

Πριν προλάβω να τελειώσω τη φράση μου η γραμμή είχε κλείσει και άκουγα μόνο το ρυθμικό …του …του…του… Πετάχτηκα επάνω!
Είχα ξυπνήσει για τα καλά! Άρπαξα το μπουκάλι και ήπια τις λίγες σταγόνες, που είχαν απομείνει.
Άρχισα να βηματίζω πάνω – κάτω στο δωμάτιο. Σκόνταφτα σε όλη τη σαβούρα, που είχε μαζευτεί. Στο μυαλό μου είχε καρφωθεί η φράση «21ο υπόγειο».
Σε ποιόν ανήκε η φωνή και τι εννοούσε; Νερό! Ήθελα νερό σαν τρελλή! Διψούσα πολύ και έπρεπε να πιω νερό! Και μετά να ηρεμήσω και να σκεφτώ τη φωνή και τα λόγια που είπε!
Πήγα στη κουζίνα κι άνοιξα τη βρύση. Το νερό άρχισε να τρέχει σκούρο καφετί, ενώ η πίεση στις σωληνώσεις έκανε το σπίτι να τραντάζεται μέσα στη σιωπή της νύχτας. Τα υδραυλικά του σπιτιού ήταν παμπάλαια και σκουριασμένα. Κι εγώ διψούσα πολύ! Απελπιστικά! Έπρεπε να πιω οπωσδήποτε νερό!
Θα έβγαινα έξω, να αγοράσω ένα μπουκάλι. Δίχως άλλο!
Άρχισα να ψάχνω τα ρούχα μου. Βρήκα το τζιν μου κουβαριασμένο στο πάτωμα και τις μπότες πεταμένες στην είσοδο. Τα φόρεσα βιαστικά. Το τυρκουάζ μακό, που ήδη φορούσα ήταν μια χαρά. Χιλιοτσαλακωμένο σίγουρα, αλλά ποιος νοιαζόταν τώρα για λεπτομέρειες;
Βρήκα κάτι κέρματα στο τσίγκινο κουτί από μπισκότα, που διακοσμούσε το τραπεζάκι με το σπασμένο πόδι, τα άρπαξα, μαζί με τα κλειδιά και κατέβηκα τρέχοντας τη σκάλα, χτυπώντας πίσω μου τη πόρτα.
Βγήκα στο δρόμο! Η νύχτα ήταν διαυγής και φεγγαρόλουστη.
Για καλή μου τύχη το ψιλικατζίδικο στη γωνία ήταν ανοιχτό.
Έτρεξα και μπήκα.
«Ω! πολύ πρωινή σας βλέπω! Τι θέλετε;» είπε μαχμουρλίδικα ο ιδιοκτήτης.
«Πέντε μπουκάλια νερό! Γρήγορα!»
«Α! κατάλαβα, πάτε εκδρομή!»
«Όχι, διψάω!»
Με κοίταξε με κάτι μάτια γουρλωμένα, κάτι πήγε να πει, αλλά το βλοσυρό μου ύφος τού έκοψε τη φόρα.
«Το νερό! Γρήγορα!»
«Μάλιστα, αμέσως!»
Έβαζε τα μπουκάλια στην πλαστική σακούλα, όταν κουδούνισε το τηλέφωνο.

Ντρρρριιιιιιννννννν, ντρρρριιιννννν, νντττρρρρριιινννν.


«Μια στιγμή, παρακαλώ. Να το σηκώσω», είπε.

Η υπομονή μου είχε αρχίσει να εξαντλείται και τα νεύρα μου να παίζουν…

«Εμπρός; …ποιάν;…μια στιγμή να ρωτήσω…», μουρμούρισε με αποσβολωμένο ύφος.
«Μήπως σας λένε Νάντια;» με ρωτούσε, αλλά κοίταζε σαν χαμένος το ακουστικό.
«Ναι, Νάντια…» είπα εγώ με μισή φωνή..
«Για σας είναι.»

Πήρα το τηλέφωνο με χέρι που έτρεμε.
«Εμπρός! Εμπρός! Λέγετε!» είπα τσαντισμένη για να κρύψω τον φόβο μου.
«Να είστε στο 21ο υπόγειο, σήμερα το βράδυ, στις δέκα και δεκαεννέα ακριβώς.»

«Ποιός διάολος είστε, ποιός…;;»

Αλλά η γραμμή είχε ήδη κλείσει … του…του…του…

Μού έπεσαν κλειδιά και κέρματα από τα χέρια και κύλησαν στο πάτωμα.
Ήμουν ωχρή σαν το πανί. Έκανα μεταβολή σαν νευρόσπαστο και προχώρησα προς την έξοδο, με το μυαλό εντελώς κενό.


«Πού πάτε; Το νερό σας!»

Η φωνή του ψιλικατζή έμοιαζε να έρχεται από το υπερπέραν…


To be continued…

Lucy 2007

Monday, February 12, 2007

21ο Υπόγειο - Το Γράμμα


Έδωσα μια κλωτσιά στην πόρτα και την έκανα να τρανταχτεί και να ανοίξει διάπλατα.
Ψαχουλεύοντας στα δεξιά μου, βρήκα τον διακόπτη και τον πίεσα. Η ασθενική η λάμπα, που άναψε, έριξε ένα άρρωστο,
υποτονικό φως στο άθλιο δωμάτιο.
Απόλυτη ακαταστασία και χάος επικρατούσε στον χώρο.
Αποτσίγαρα, εφημερίδες και άδεια κουτιά μπύρας ήταν σκορπισμένα παντού.
Το βλέμμα μου έπεσε πάνω σε έναν φάκελλο πράσινο, πεταμένο στο πάτωμα.
Έσκυψα και τον σήκωσα. Με εκνευρισμό, που δεν μπορούσα να εξηγήσω τον έσκισα και τράβηξα από μέσα το χαρτί. Έγραφε με δυσδιάκριτους χαρακτήρες:
"Παρακαλούμε να κατεβείτε στο 21ο υπόγειο στις 10:19 ακριβώς. Ούτε λεπτό νωρίτερα ή αργότερα"
Τον πέταξα στο τραπέζι και σωριάστηκα στην ξεχαρβαλωμένη δερμάτινη πολυθρόνα.

Το be continued...

Lucy 2007

Sunday, February 11, 2007

Πισότε - Το χαμίνι του Σάο Πάολο

Pixote, a Lei do Mais Fraco (1980)

Pixote: The law of the Weakest

Μια ταινία του Hector Babenco
(Γεννήθηκε στις 7 Φεβρουαρίου 1946 στο Buenos Aires, Argentina)




Ο Έκτωρ Μπαμπένκο,
Αργεντινός σκηνοθέτης, από τους οξυδερκέστερους και πιο ευαισθητοποιημένους
του σύγχρονου κινηματογράφου, με σκληρή, ωμή και άγρια ρεαλιστική γραφή,
καταγράφει την προδεδικασμένη τροχιά θανάτου των φτωχόπαιδων στην Βραζιλία,
σε αυτήν την χώρα, των εξωφρενικών αντιθέσεων!
Της αποθέωσης και θεοποίησης της μπάλας, του Ρονάλντο και του Ροναλντίνιο,
(αυτοί ξέφυγαν νωρίς), των πανάκριβων τουριστικών θέρετρων και της απόλυτης και
σαπισμένης χλιδής,
εκεί όπου ολόκληρος ο λαός, μόλις τελειώσει η φιέστα του καρναβαλιού, ετοιμάζεται για το επόμενο, δουλεύοντας σκληρά και αποταμίευοντας για το φανταχτερό κοστούμι
του ερχόμενου παγανιστικού, ερωτικού παροξυσμού,

και από την άλλη πλευρά, την χώρα των παραγκουπόλεων και της πιο φριχτής εξαθλίωσης.

Στις φαβέλλες, μέσα στη λάσπη, γεννιούνται και πεθαίνουν μικρά διαμάντα.
Τα παιδιά!
Με όνειρα ή χωρίς όνειρα, συνήθως όμως, μόνο με εφιάλτες.

Βαδίζουν σε ένα ατέλειωτο τούνελ, στην άκρη του oποίου υπάρχει κάποιο αμυδρό φως, αγωνιούν να το φτάσουν, να βγούν στο πολυπόθητο φως, αλλά στην τρεχάλα και την αγωνία να αγγίξουν το φως,
σπάνια προσέχουν όλες τις παγίδες που είναι στημένες κατά μήκος της σκοτεινής σήραγγας.
Πεθαίνουν με την απορία στα μάτια.
Δεν ήταν αρκετά γρήγορα αυτά τα παιδιά;
Τόσο πηχτό ήταν το σκοτάδι, που τα κατάπιε;
Ναι, το σκοτάδι ήταν πηχτό και κατάμαυρο, αλλά
δεν ήταν το σκοτάδι της σήραγγας αυτό!
Ήταν το σκοτάδι από τις κατάμαυρες ψυχές των ενηλίκων,
της εξουσίας και των βολεμένων, σκουληκιασμένων, νεκροζώντανων ζόμπι,
που διψάνε μόνιμα για φρέσκες, τρυφερές ψυχές.

Ο Έκτωρ Μπαμπένκο υπογράφει μια ταινία (1980), τόσο τραγικά επίκαιρη ακόμα!
Μια ταινία ΜΠΟΥΝΙΑ στο στομάχι και στα σπλάχνα κατ' ευθείαν!
Κι αν τη δείτε κάπου, κάποτε και συνεχίσετε να ζείτε χωρίς τύψεις και εφιάλτες,
όπως είπε και ο Μπορίς Βιάν,
ΘΑ ΦΤΥΣΩ ΣΤΟΥΣ ΤΑΦΟΥΣ ΣΑΣ!!

Η ταινία είναι βασισμένη στο βιβλίο του José Louzeiro,
Infância dos Mortos, (Childhood of the Dead)

με πρωταγωνιστή τον Fernando Ramos da Silva, ο οποίος υποδυόταν τον Pixote και ο οποίος, όπως και το χαμίνι, που ενσάρκωσε,
είχε τραγικό θάνατο, δολοφονημένος κάπου χωμένος στις ζοφερές σκιές,
στις φαβέλες σε ηλικία 19 ετών.
Η φτώχεια, η εξαθλίωση, η εγκατάλειψη από θεούς και δαίμονες, των μικρών αυτών χαμινιών τα καταδικάζει στο πιο φριχτό σκοτάδι!
Και στο θάνατο!
Με τον άδικο θάνατο τους εξαγνίζονται, καθαίρονται και από κάπου εκεί ψηλά, ρίχνουν πέτρες, παίζοντας το παιχνίδι, που δεν πρόλαβαν να χαρούν, ταράζοντας τα λιμνάζοντα, βαλτώδη ύδατα των σαπισμένων ονείρων σας.

Lucy 2007

Στο mp3 o σπαραγμός,
αλλά και ο ερωτικός παροξυσμός για την χαρά της ζωής,
από μοναδικούς καλλιτέχνες του Capo Verde και της Λατινικής Αμερικής.

Drown In My LOVE




WaItiNg
FOR yoU to DroWN in My LOVE...

H I M
It's All TEARS



Friday, February 9, 2007

Πόσα δίνεις;

Ψιλόβρεχε και οι δρόμοι γλιστρούσαν.
Δεν έκανε κρύο, μόνο μια διαολεμένη υγρασία, που του τρύπαγε τα κόκαλα και έκανε το παλιό τραύμα στο πόδι να τον σφάζει στον πόνο. Κάταγμα μηνίσκου.
Το είχε πάθει σε ηλικία 16 ετών, όταν έπαιζε μπάσκετ στην ομάδα εφήβων της πόλης του, στην Λευκορωσία. Αναγκάστηκε να σταματήσει να παίζει μπάσκετ, παρ’ όλο που πίστευε, ότι αυτό ήταν η ζωή του και ο μοναδικός σκοπός του.
Αυτό τον έκανε ευτυχισμένο και η Ελίνα, μια μικρή 14χρονη Πολωνέζα, που είχε έρθει στη γειτονιά με την οικογένειά της. Ο πατέρας της ήταν δάσκαλος και είχε μετατεθεί στην Λευκορωσία, στο δημοτικό σχολείο που φοιτούσαν τα παιδιά των Πολωνών μεταναστών.

Με την Ελίνα πήγαιναν στο ίδιο σχολείο, αλλά σε διαφορετική τάξη. Την συναντούσε στα διαλείμματα και πάντα πήγαινε κοντά της και έπιανε κουβέντα. Διστακτικά στην αρχή, πιο ξεθαρρεμένα αργότερα. Τού άρεσε γιατί ήταν ντροπαλή και κοκκίνιζε, όποτε της μιλούσε. Σήκωνε δειλά το βλέμμα της και μόλις που τον κοίταζε.
Είχε μεγάλα, γαλάζια, ολόφωτα μάτια η Ελίνα. Αλλά πάντα μελαγχολικά. Μια σκιά θαρρείς τα διαπερνούσε και δεν τα άφηνε να λάμψουν. Και το χαμόγελό της ήταν μισό.
Σχεδόν χαμόγελο. Σχεδόν παράπονο.
Όταν την κοίταζε, έτσι μόνη και λεπτή σαν κλαράκι έτοιμο να το πάρει ο άνεμος, μια ασυνήθιστη τρυφερότητα τον έπνιγε. Δεν ήξερε τι να κάνει με αυτό το συναίσθημα.
Έτσι πήγαινε κοντά και της έπιανε κουβέντα. Την ρωτούσε χίλια δυό πράγματα κι εκείνη του απαντούσε με μισόλογα. Τίποτα ξεκάθαρο. Τόσον καιρό μιλούσαν και ένοιωθε, ότι δεν ήξερε τίποτα για κείνη. Κι αυτό τον έτρωγε.
Όταν τελείωνε το μάθημα το απομεσήμερο, την περίμενε στο προαύλιο κι έφευγαν μαζί. Της κρατούσε μάλιστα και την τσάντα με τα βιβλία, που ήταν τόσο φορτωμένη, ώστε το λεπτό κοριτσάκι δεινοπαθούσε να την σηκώσει.
«Τι τα θες όλα τα βιβλία μαζί σου;» την ρώταγε, αλλά αυτή μόνο χαμογελούσε αμυδρά και δεν απαντούσε.
Συνόδευε την μικρή του φίλη μέχρι το σπίτι της και την παρακολουθούσε να περνάει την σιδερένια καγκελόπορτα και να χάνεται στον μικρό κήπο. Δεν έφευγε όμως, έμενε εκεί και περίμενε η Ελίνα να φτάσει στον πρώτο όροφο, που ήταν η κρεβατοκάμαρά της και να πάει στο παράθυρο, να ανοίξει την κουρτίνα και να του γνέψει με το κεφάλι, στέλνοντάς του ένα αχνό χαμόγελο. Τότε αισθανόταν ήσυχος και έφευγε με τη σκέψη γεμάτη από το θλιμμένο της προσωπάκι.
Έφτανε σπίτι, πέταγε τα βιβλία πάνω στο κρεβάτι και πήγαινε κατ’ ευθείαν στο μπάνιο. Έπλενε βιαστικά τα χέρια του και έριχνε μπόλικο νερό στο πρόσωπό του. Σκουπιζόταν με το λευκό προσόψι, που η μάνα του είχε πάντα καθαρό και μοσχομυριστό κρεμασμένο στο γαντζάκι πίσω από την πόρτα του μπάνιου και πήγαινε στην κουζίνα.

«Καλώς τον λεβέντη μου», έλεγε η μάνα του. «Έλα, κάτσε να φας» και του έβαζε ζεστή σούπα από βοδινό με μπόλικα χορταρικά και ένα βραστό αυγό στη μέση του πιάτου. Φάε αγόρι μου, πρέπει να είσαι γερός για να παίζεις καλά. Ο Νικολάι λέει, ότι εσένα ο δρόμος σου τραβάει ψηλά. Έχεις μεγάλο ταλέντο, λέει. Μακάρι, παιδί μου, μακάρι να πάς ψηλά, να ξεφύγεις από τούτη τη μιζέρια.»
Της μάνας της έφευγε καμιά φορά ένα δάκρυ, κι όταν ο γιός της την μάλωνε γι’ αυτό, τού απαντούσε: «Από χαρά είναι παιδάκι μου, που έχω ένα λεβέντη γιόκα σαν εσένα.»

Εκείνος τις περισσότερες φορές σηκωνόταν, άφηνε το φαΐ και πήγαινε κοντά στη μάνα. «Έλα μη κλαίς, ούτε από λύπη, ούτε από χαρά. Θα δεις, θα γίνω σπουδαίος μπασκετμπολίστας και θα φύγουμε από’ δω. Θα ζούμε όμορφα, μάνα. Θα έχεις ό,τι θέλεις» και της έπαιρνε τα δουλεμένα χέρια της, τα τραχιά από τις ξένες δουλειές και τα φιλούσε.
«Έλα μάνα μου. Δεν θέλω να κλαίς.»

Έριχνε μια πεταχτή ματιά στα μαθήματα της επόμενης μέρας, έλυνε και καμιά άσκηση φυσικής, που ήταν το αγαπημένο του μάθημα, ενώ η μάνα μάζευε το τραπέζι, συγύριζε και σιγοτραγουδούσε.
Μετά έβαζε τα αθλητικά του παπούτσια, που τα φύλαγε σαν τα μάτια του - δούλευε όλο το προηγούμενο καλοκαίρι σαν αχθοφόρος στον σταθμό των τραίνων για να τα αγοράσει – μάρκα ακριβή, απρόσιτη για το πενιχρό βαλάντιο, που έβγαζε η μάνα με τα ξενοπλυσίματα, κι έτρεχε στο γηπεδάκι για προπόνηση.
Ο προπονητής του τον θεωρούσε μεγάλο ταλέντο και φρόντιζε να τον ενθαρρύνει και να τον εμψυχώνει. Ήταν σίγουρος, ότι το μέλλον του ήταν ελπιδοφόρο. Όταν έκανε προπόνηση ή όταν αγωνιζόταν με την ομάδα, δεν υπήρχε τίποτα άλλο για κείνον. Τα ξέχναγε όλα! Και την μάνα και την Ελίνα και το σχολείο. Ήταν επικεντρωμένος στο εισιτήριό του για μια όμορφη ζωή. Για ένα φωτεινό μέλλον!

Ήξερε, ότι αυτό το δώρο τού το είχε δώσει ένας άγνωστος θεός, ένας θεός που κατά τα άλλα τούς είχε ξεχάσει. Αλλά τού έδωσε αυτό το εισιτήριο κλείνοντάς του συνωμοτικά το μάτι. Σαν να τού έδωσε ένα εισιτήριο για μια λουξ θέση στην υπερταχεία που έφτανε από την νότιοδυτική Ευρώπη, και να τού ψιθύρισε: «Να, τώρα μπορείς να ταξιδέψεις κι εσύ με ακριβές βαλίτσες και να έχεις πολλά ζευγάρια όμορφα, αθλητικά παπούτσια.»

Ναι, αυτό ήταν το δικό του εισιτήριο για όσα φανταζόταν, ότι υπάρχουν κάπου μακριά, κάπου κοντά.

Μετά την προπόνηση, συνήθως γύριζε αμέσως στο σπίτι. Ξάπλωνε στο κρεβάτι ανάσκελα και κάρφωνε το βλέμμα στο ξύλινο ταβάνι. Τα παλιά λουστραρισμένα δοκάρια έμοιαζαν με τραίνα που τον έπαιρναν μακριά, κάπου σε μια χώρα της Ευρώπης, όπου τον περίμενε μια μεγάλη ομάδα για να γίνει το αστέρι της. Έβλεπε χρώματα και σχήματα στο παλιό ξύλινο ταβάνι και τα γαλάζια μάτια της Ελίνας. Και τα δακρυσμένα μάτια της μάνας. Και τις έπαιρνε και τις δύο από το χέρι και τις έβγαζε βόλτα στα Ιλίσια Πεδία. Είχε ακούσει τον προπονητή του να μιλάει για το Παρίσι και ονειρευόταν να κάνει βόλτα στις όχθες του Σηκουάνα κρατώντας την Ελίνα από την λεπτή της μέση. Ονειρευόταν με τα μάτια ανοιχτά κι έτσι τις πιο πολλές φορές τον έπαιρνε ο ύπνος.

Δεν ξέρει πόσα χρόνια πέρασαν από τότε, που έσπασε το πόδι του.
Συντριπτικό κάταγμα, είπαν οι γιατροί. Η μάνα δεν μπορούσε να τα βγάλει πέρα. Δούλευε μέρα - νύχτα, την τσάκωνε πολλές φορές να κλαίει κρυφά, αλλά ποτέ μπροστά του.
«Θα γίνεις γρήγορα καλά και θα ξαναπαίξεις. Το ταλέντο σου δεν χάνεται, γιόκα μου» του έλεγε η μάνα και προσπαθούσε να φανεί δυνατή, να γίνει από σίδερο, λες και είχε όλη τη δύναμη του κόσμου μέσα στο λιγνό, σκυφτό κορμί της. Του έφτιαχνε τις αγαπημένες του σούπες από βοδινό με αυγό, τού τραγούδαγε, τον κανάκευε και τον εμψύχωνε.
Ο προπονητής του, ο Νικολάι, στην αρχή τον επισκεπτόταν κάθε μέρα, αργότερα αραίωσε, είχε και τις υποχρεώσεις του. Η ομάδα κάλυψε κάποια από τα έξοδα του νοσοκομείου και της εγχείρησης, αλλά η θεραπεία τραβούσε σε μάκρος, ήταν επίπονη και η φυσιοθεραπεία πανάκριβη.
Η μάνα σιγομουρμούριζε μερικές φορές, μόνη της τα βράδια στο σκοτάδι της κουζίνας. Παραπονιόταν για την ιατρική περίθαλψη και την ακρίβεια. Δεν μπορούσε να τα φέρει βόλτα. Κι εκείνος έμενε ξύπνιος από τους πόνους και την άκουγε και του ράγιζε η καρδιά. Έχασε και την τάξη, δεν μπόρεσε να δώσει εξετάσεις και έπρεπε να την επαναλάβει.
Η Ελίνα ερχόταν και τον έβλεπε συχνά.
Καθόταν δίπλα του και τον ρώταγε με τα αθώα μάτια της και τη λεπτή φωνούλα της, αν πονούσε. Αυτός έλεγε πάντα πώς όχι, δεν πόναγε καθόλου. Και η μικρή Ελίνα του διηγιόταν τότε, πως το σκυλάκι της πίσω στην πόλη της την Κρακοβία είχε σπάσει το μπροστινό του ποδαράκι και πως έγινε γρήγορα καλά.
«Κι εσύ θα γίνεις γρήγορα καλά» του έλεγε και τι παράξενο, ξαφνικά μίλαγε πολύ και του ιστορούσε διάφορα πράγματα από την ζωή της στην Πολωνία. Εκείνος την άκουγε μαγεμένος, αλλά κάπου - κάπου το μυαλό του χανόταν μέσα στα τραίνα και τον θόρυβο των σταθμών και φοβόταν, πως είχε χάσει το εισιτήριό του… πως το είχε χάσει οριστικά.
Και τότε πώς θα μπορούσε να πάει τη μάνα και την μικρή Ελίνα εκείνο το όμορφο ταξίδι στο Παρίσι;
Η θεραπεία κράτησε πολύ καιρό, τα έξοδα τούς γονάτισαν και μόλις έγινε καλά έπρεπε να δουλέψει.
Η μάνα μια μέρα γύρισε πίσω στο σπίτι με τα μάτια της να λάμπουν. Θα έφευγε μετανάστρια για Ελλάδα με την ανιψιά της.
«Μάνα, όχι, θα δουλέψουμε εδώ, θα ξαναπροπονηθώ, θα γυρίσω στο μπάσκετ!» της έλεγε ο γιός της, αλλά η μάνα είχε πάρει ήδη την απόφασή της και δεν την σταματούσε τίποτα. «Εδώ δεν έχουμε μέλλον παιδάκι μου», του είπε.

Πήραν το τραίνο, αλλά όχι σε λουξ θέση. Όχι με ακριβές δερμάτινες βαλίτσες και χωρίς ακριβά αθλητικά παπούτσια και ρούχα. Με τα λίγα φτωχικά πραγματάκια τους μια μουντή Νοεμβριάτικη μέρα με ομίχλη και υγρασία πήραν το τραίνο για νότια Ευρώπη. Για Ελλάδα.
Θα δούλευαν εκεί.
Είχε δουλειές, τους είχαν πει και τα λεφτά ήταν καλά.

Έφευγε από τη μικρή του πόλη και άφηνε πίσω του την αγαπημένη του ομάδα, το σχολείο, την Ελίνα. Μα πιο πολύ τον πόναγε, που έφευγε χωρίς το εισιτήριό του… αυτό που τού είχε υποσχεθεί εκείνος ο Θεός, που για λίγο, για τόσο δα λίγο είχε γίνει φίλος και σύμμαχός του. Εκείνος ο Θεός που τού είχε κλείσει συνωμοτικά το μάτι και τού είχε πει: «Μπαγάσα, το κέρδισες το εισιτήριό σου με την αξία σου, είναι δικό σου τώρα. Πάρτο!»

Ψιλόβρεχε και η υγρασία του τρυπούσε τα κόκαλα. Το γόνατο του τον πέθαινε.
Σκατά από μεροκάματο και σήμερα.
Έχωσε τα χέρια στις τσέπες του μπουφάν και ψαχούλεψε. Βρήκε κάτι ψιλά. Θα τον έφταναν να πιεί έναν καφέ, ίσως να φάει κι ένα τοστ. Έσπρωξε με τον ώμο την πόρτα της καφετέριας στην Αχαρνών και μπήκε μέσα. Κάπνα και μπόχα τον πήραν από τα μούτρα. Προχώρησε στο βάθος κι έκατσε σε μια σκοτεινή γωνιά.
Η σερβιτόρα, μια Τσέχα ξανθομάλλα τον πλησίασε και τού είπε με σπασμένα ελληνικά. «Τι θα πάρει ο όμορφος;»
«Καφέ», σχεδόν έφτυσε μέσα από τα δόντια του. Έπινε τον καφέ του αργά και κάπνιζε το βαρύ άφιλτρο. Είχε κλειστά τα μάτια και άκουγε τους θορύβους του μαγαζιού και την αναμετάδοση της τηλεόρασης. Eurobasket! Τζάμπολ, τρίποντο, βήματα…
Ήθελε να κλάψει. Δεν θυμόταν από πότε είχε να κλάψει.
Κάθε Κυριακή, που έβλεπε τη μάνα, όταν έπαιρνε το ρεπό της, χωνόταν στην αγκαλιά της κι έλεγε: «Κάνε υπομονή μάνα, θα βρώ κάτι. Θα βρω καλή δουλειά» και ήθελε να κλάψει, αλλά δεν μπορούσε. Ήθελα να θυμηθεί τα γαλάζια μάτια της Ελίνας, αλλά ούτε αυτό το μπορούσε.
Σκατά, όλα ήταν σκατά! Να μπορούσε τουλάχιστον να κλάψει!

«Φίλε μπορώ να κάτσω;», μια αντρική φωνή με καθαρή ελληνική προφορά τον τράβηξε από τις σκέψεις του. Σήκωσε τα μάτια και κοίταξε τον άντρα. Γύρο στα πενήντα, καλοστεκούμενος, καλοντυμένος, με καθαρό πρόσωπο, θλιμμένο βλέμμα.
Το είχε η μοίρα του, όλοι οι άνθρωποι που τον πλησίαζαν, να έχουν το παράπονο στη ματιά. «Κάτσε», είπε ψυχρά. «Τι πίνεις;» ρώτησε ο έλληνας. «Καφέ» είπε αυτός. «Να παραγγείλω να μας φέρουν δύο κονιάκ;» «και δεν παραγγέλνεις;» μιλούσε χωρίς να κοιτάζει τον άγνωστο.

Έπιναν τα κονιάκ, όταν ο έλληνας τού πέταξε: «Θέλεις να μού κάνεις παρέα απόψε;» Σήκωσε το βλέμμα, τον κοίταξε, τον ζύγιασε, «πόσα δίνεις;» είπε κοφτά. Ο άλλος έβγαλε από την τσέπη του δερμάτινου μπουφάν του τρία πενηντάρικα και του τα έχωσε στη χούφτα με τρόπο. «Αυτά δίνω για όλη τη νύχτα» είπε. Εκείνος τα κοίταξε καλά – καλά, έφτυσε στο πάτωμα και είπε μόνο «εντάξει».
«Πάμε;» είπε ο έλληνας. «Πάμε», απάντησε αυτός.
Μόλις βγήκαν στον καθαρό αέρα και στην βροχή, που είχε δυναμώσει πολύ, ο έλληνας τον ρώτησε:
«Πώς σε λένε παλικάρι;»

«Αλεξέι, με λένε… Αλεξέι…»

© Lucy 2007

Tuesday, February 6, 2007

Oι Μικροί μου Συγγραφείς



(Ο Τίτλος είναι έκφραση αγάπης και τρυφερότητας, αγαπητοί μου!
Και φυσικά θαυμασμού!)


Με διασκεδάζει αφάνταστα αυτή η θύελλα στα ράφια της βιβλιοθήκης μου.
Όταν το σπίτι είναι ήρεμο και σιωπηλό, μικροί χαριτωμένοι συγγραφείς ξετρυπώνουν από τους τίτλους των βιβλίων και αρχίζουν να συνομιλούν αγνοώντας επιδεικτικά την παρουσία μου.
Σκαρώνουν νέες ιστορίες, πλάθουν πρόσωπα, ήρωες και αντί-ήρωες, πλέκουν φοβερά σενάρια και ανταλλάσσουν φλεγματικές κακίες όπως:
«Αγαπητέ μου, αν ποτέ έγραφα όπως εσείς, απλά δεν θα άντεχα την μίζερη ζωή μου ούτε για ένα δευτερόλεπτο παραπάνω.»
«Μα αγαπητέ μου, ασφαλώς! Αν ποτέ γράφατε όπως εγώ θα αυτοκτονούσατε, γιατί θα συνειδητοποιούσατε, ότι το να με αντιγράφετε συνεχώς είναι κάτι που σας εκθέτει ανεπανόρθωτα! Ελπίζω τουλάχιστον, να σάς έχει απομείνει η χάρις της αυτογνωσίας!»

Οι μικροί, χαριτωμένοι συγγραφείς μουτρωμένοι, καμώνονται τους πειραγμένους και γυρίζουν με γινάτι ο ένας την πλάτη του στον άλλον, ωστόσο με την άκρη των ματιών θέλουν να αποτυπώσουν κάθε κίνηση του ανταγωνιστή και να την χρησιμοποιήσουν αργότερα χαιρέκακα εναντίον του.
Η μεγαλύτερη απόλαυση, αυτές τις παράξενες ώρες που ζωντανεύει η βιβλιοθήκη μου και διασταυρώνονται τα πυρά των κλασσικών με τους μοντέρνους, των ποιητών με τους πεζογράφους, των ρομαντικών με τους ρεαλιστές, είναι, όταν με το ζόρι τραβούν από τις κιτρινισμένες σελίδες των βιβλίων τους, τους χαρακτήρες, που έχουν δημιουργήσει και τους στήνουν σε παράταξη μπροστά στα μάτια του αντιπάλου συγγραφέα, ενώ αυτοί γκρινιάζουν απρόθυμοι να υποστούν όλην αυτήν την ταλαιπωρία!.
«Μα κοιτάξτε, πείτε μου ειλικρινά αγαπητέ μου, έχετε ποτέ συναντήσει πιο σύνθετο και πολύπλοκο ήρωα από τον κύριο Χίθκλιφ;»
«Μα τι λέτε τώρα, φίλε μου; Ξεχνάτε τον Κιάουε μου; Ικανός για το πιο υπέροχο και συγχρόνως για το πιο τρομακτικό έργο!»
«Θα διαφωνήσω και με τους δύο σας», πετάχτηκε ως συνήθως από το επάνω ράφι, ζωηρός ο συγγραφέας των αρχών του 1900. «Ο Τέρλες μου έχει ήδη καθιερωθεί σαν ο πλέον σύνθετος και ενδιαφέρων ήρωας της λογοτεχνίας. Δεν έχω να προσθέσω τίποτα άλλο!» και με μια περιφρονητική κίνηση έκλεισε πίσω του το πορτάκι του τελευταίου ραφιού της βιβλιοθήκης κάνοντας το κρύσταλλο να τρίξει.
«Μα γιατί αποχωρείτε; Μείνετε να το συζητήσουμε, εγώ θα επιχειρηματολογήσω για την δική μου Υβέτ!»
Φώναξε με την καθαρή γαλλική προφορά του ο συγγραφέας που γεννήθηκε στον πύργο του Μιρομενίλ στον Σηκουάνα. «Εγώ, φτωχοί μου αδαείς, γνώρισα τον θάνατο από κοντά με την απόπειρα αυτοκτονίας μου και το σκοτάδι του ψυχιατρείου. Δεν νομίζετε, ότι η ηρωίδα μου έχει τόσα να πει, όσα όλα τα συγγραφικά πονήματα όλων σας μαζί;»
Και χωρίς άλλη κουβέντα κλείστηκε με ορμή στις φθαρμένες σελίδες του βιβλίου του. Μάταια οι άλλοι συγγραφείς προσπάθησαν να του αποσπάσουν οποιαδήποτε κουβέντα. Πεισματωμένος παρέμεινε στην σιωπή του και μάλιστα τράβηξε το βιβλίο του βαθιά στο ράφι, ώστε να είναι σχεδόν αθέατο.

«Ας είναι κύριοι», μίλησε ο Ρόμπερτ Μούζιλ, ξεμυτίζοντας από τις σελίδες του. «Αύριο θα σας παρουσιάσω εκτενώς τον νεαρό Τέρλες μου. Ελπίζω τότε όλοι να καταπιείτε την γλώσσα σας!»

Οι συγγραφείς χαμογέλασαν με νόημα, χασμουρήθηκαν και ομολόγησαν, ότι η ώρα ήταν περασμένη. Είχαν ήδη κουραστεί και ένας καλός ύπνος θα τους αναζωογονούσε. Στο κάτω - κάτω, είχαν όλη την αιωνιότητα μπροστά τους για να ανταλλάσσουν τις χαριτωμένες λογομαχίες τους.
«Θεέ μου, τι κούραση!», είπε ο Ρόμπερτ Λούις Στήβενσον. Χρειάζομαι ένα ποτό. Και μια καλή παρέα! Μήπως είστε εύκαιρος, αγαπητέ μου Έρνεστ, να πίναμε μαζί ένα ποτήρι ρούμι; Ευχαρίστως σας φιλοξενώ στο σπιτικό μου. Λίγο ξεθωριασμένο φυσικά, αλλά τι στο καλό! Αναγνωρισμένο και καθώς λένε αριστουργηματικής κατασκευής!»


Άναψα το λαμπατέρ πάνω στο γραφείο και άνοιξα τα πορτάκια της βιβλιοθήκης. Ένα βιαστικό φφρρρσσστττττ ακούστηκε και μερικά βιβλία κινήθηκαν βιαστικά στα τελευταία ράφια, χώθηκαν όσο πιο βαθιά μπορούσαν και προσπάθησαν να μείνουν αθέατα από το βλέμμα μου και μακριά από την έκταση του χεριού μου.
Σίγουρα δεν ήθελαν να εκτεθούν στό φως της λάμπας, ούτε να αντέξουν το ξεφύλλισμα και κατόπιν την εγκατάλειψή τους πάνω στο ξύλο του γραφείου με τις σελίδες ανοικτές.
Έκανε και ψύχρα…
Είχαν βολευτεί στο σκοτάδι και προσπαθούσαν να πάρουν έναν υπνάκο.

Αύριο, που η βιβλιοθήκη θα ερήμωνε πάλι και το σπίτι θα ήταν άδειο και σιωπηλό, οι συγγραφείς θα ζωντάνευαν, σύμφωνα με την προσφιλή τους συνήθεια και θα άρχιζαν την ανταλλαγή χαριτωμένων φλεγματικών μικροκακιών, κρυφοθαυμάζοντας κατά βάθος ο ένας τον άλλον και ευχόμενοι να ήταν αυτοί που είχαν πλάσει όλους αυτούς τους θαυμαστούς ήρωες…
Άπλωσα το χέρι στο τελευταίο ράφι και τυχαία έπιασα το βιβλίο «Γκασπάρ, Μελχιόρ και Βαλτάσαρ», ένα από τα αγαπημένα μου αναγνώσματα!
Ένα αριστούργημα!
Καθώς άρχισα να το ξεφυλλίζω για να πάω στη σελίδα 127, εκεί δηλαδή που είχα σταματήσει το προηγούμενο βράδυ, ένα ανεπαίσθητο φφφρρρσσστττ ακούστηκε και η φωνή του Μισέλ Τουρνιέ μού ψιθύρισε σιγανά εις άπταιστην γαλλικήν:
«Με σεβασμό, αγαπητή μου…με σεβασμό και τρυφεράδα, παρακαλώ.»
«Μείνετε ήσυχος αγαπητέ μου Τουρνιέ, με σεβασμό, φυσικά! Με όλον τον σεβασμό, που σάς αξίζει!»

© Lucy 2007

Σημ: Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα
ΤΟ ΑΡΘΡΟ στο φύλλο της 11/2/2007

Κινέζικο Bασανιστήριο









Ταπ ταπ ταπ ταπ…

Ταπ ταπ ταπ ταπ…

Η βρύση του μπάνιου στάζει. Μέσα στο απόλυτο σκοτάδι και στην τρομαχτική σιωπή του σπιτιού

Ταπ ταπ ταπ ταπ

Ο ήχος από τις σταγόνες ακούγεται σαν πολυβόλο στην αρχή και ύστερα σαν φρικιαστική ηχώ του μυαλού μου

Ταπ ταπ ταπ ταπ

Οι σταγόνες χτυπούν στα τοιχώματα του κρανίου μου και εκτοξεύονται πολλαπλασιασμένες σε εκατοντάδες ντεσιμπέλ

Ταπ ταπ ταπ ταπ

Είμαι ξαπλωμένη μέσα στην μπανιέρα και οι σταγόνες πέφτουν στο μέτωπό μου

Ταπ ταπ ταπ ταπ

Μού τρυπούν το δέρμα και σφηνώνονται βαθιά στους σκοτεινούς λαβυρίνθους
Τα μάτια μου πονάνε

Ταπ ταπ ταπ ταπ

Νομίζω ότι θα εκραγεί το κεφάλι μου

Ταπ ταπ ταπ ταπ

Εστιάζω το πονεμένο βλέμμα στην σταγόνα, που πέφτει ανελέητη

Ταπ ταπ ταπ ταπ

Την βλέπω

Ταπ ταπ ταπ ταπ

Μια μικρή διάφανη κουκίδα που όλο μεγαλώνει λαμπυρίζοντας στο σκοτάδι

Ταπ ταπ ταπ ταπ

Πέφτει με τρομακτική δύναμη στο μέτωπό μου κάνοντας εκκωφαντικό θόρυβο

Ταπ ταπ ταπ ταπ

Μια τόσο δα μικρή διαφανής σταγόνα υγρού

Πέφτει σαν ριπή πολυβόλου και ρημάζει τα τύμπανα με το ωστικό της κύμα

Ταπ ταπ ταπ ταπ

Εξαντλεί όλα τα αποθέματα αντίστασης

Ταπ ταπ ταπ ταπ

Να ομολογήσω. Ναι!

Όχι άλλο μαρτύριο!

Ταπ ταπ ταπ ταπ

Να δηλώσω ένοχη, να παραδεχτώ ό,τι θέλεις, μόνο να σταματήσει η σταγόνα

Ταπ ταπ ταπ ταπ

Νε ξεριζώσω τη μπανιέρα από το πάτωμα

Ταπ ταπ ταπ ταπ

Να καταστρέψω τις σωληνώσεις να ξεχυθεί όλο το νερό, να πάψει η σταγόνα να πυροβολεί

Ταπ ταπ ταπ ταπ

Να γκρεμίσω το σπίτι και τα θεμέλια και να σκάψω με τα νύχια, να ματώσω τα χέρια μου
Μόνο να σταματήσει η σταγόνα

Ταπ ταπ ταπ ταπ

Να πάψει το μικρό διάφανο υγρό να πέφτει στο κεφάλι μου και να πολλαπλασιάζεται σαν βόμβα μεγατόνων
μέσα στα μηνίγγια μου


Ταπ ταπ ταπ ταπ

ΟΧΙ! ΦΤΑΝΕΙ!

Πάρτε τη σταγόνα

Πάρτε τη σταγόνα

ΠΑΡΤΕ ΜΑΚΡΙΑ ΤΗ ΣΤΑΓΟΝΑΑΑΑΑΑ
ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑ

Ταπ ταπ ταπ ταπ

Πάρτε μακριά τη σταγ…………………………………………

Ταπ ταπ ταπ ταπ

Ταπ ταπ ταπ ταπ

Ταπ ταπ ταπ ταπ

Ταπ ταπ ταπ ταπ

© Lucy 2007





Σε μια άλλη διάσταση…

Ένωσα τις χούφτες κάτω από την κρήνη που έτρεχε το παγωμένο, γάργαρο νερό και το μάζεψα με προσοχή, να μη γλιστρήσει και χαθεί μέσα απ’ τα χέρια μου. Έφερα τις χούφτες στα χείλη και ήπια το καθάριο κρύσταλλο. Δροσέρεψα και ξεδίψασα, σβήστηκε η φλόγα μέσα μου, προσωρινά μόνο, αλλά για την ώρα αυτό αρκούσε. Ένιωσα την ρευστή ευτυχία να κυλάει στο στόμα, να λύνει τον λάρυγγα και να ημερεύει τον οισοφάγο. Απαλή και ήμερη χαλαρότητα με διαπέρασε. Τα μέλη μου ζεστάθηκαν με την προσμονή....

© Lucy 2007




Monday, February 5, 2007

By The Book









Περιχαρακώνω τα όρια

γδέρνω τα λόγια

πάνω στο δέρμα

τρυπάω την πληγή

το αίμα έχει στερέψει

το κοπίδι σμιλεύει το ξύλο

χαράζει τα ψηφία της φθοράς

ανατριχιάζει η μέρα

προσμένει η νύχτα

οι φλέβες σου

γαλάζιες

οι βολβοί μου

μενεξελί

κι η ορατότητα μπροστά μας

αυτό το ανθρακί

το μολυβένιο

της καταχνιάς και της βροχής

το μούχρωμα της ψυχής μας

λύγισε

από το βάρος

των λέξεων

και των λεπίδων

γέρνω στα σχοινιά

γκρεμίζεσαι στο λατομείο

των ονείρων

σκοτώνω την εποχή

της αθωότητας

πίσσα και χαλίκια

αιχμηρά

Πίσσα

σαν αίμα

σαν καταραμένο αίμα

σαν ζωή

σαν θάνατος

Lucy 2007





Πόρπη σε Εσθήτα









Στα φύλλα που παρασύρει

ο άνεμος

τρίζει η σπατάλη

του χρόνου μου

διπλοκουμπωμένη

σαν πόρπη


σε εσθήτα

ηδονική

που πρόκειται

στα μάρμαρα να σωριαστεί

και την αλαβάστρινη

γύμνια

να αποκαλύψει

Lucy 2007





Friday, February 2, 2007

Comments enabled...

O Blogger διόρθωσε το πρόβλημα,
τα σχόλια λειτουργούν μια χαρά,

everything is back to normal...

Of course Normal
is Not the case Here!!!
Kisses

Thursday, February 1, 2007

Comments disabled...

Μού έστειλαν e-mails 3-4 φίλοι για να με πληροφορήσουν,
ότι δεν μπορούν να μού αφήσουν σχόλια στο blog.
Το έλεγξα κι εγώ και πράγματι τα σχόλια δεν ανοίγουν.

Ειλικρινά δεν ξέρω τι συμβαίνει...

Θα το κοιτάξω το θέμα, μήπως βγάλω κάποια άκρη, αλλά
με μια ματιά που έριξα στις ρυθμίσεις, όλα φαίνονται εντάξει.
Θα περιμένω μέχρι αύριο κι αν δεν διορθωθεί το πρόβλημα,
μάλλον θα χρειαστεί να κάνω κάποιες αλλαγές.

Σάς φιλώ στις μουρίτσες!
:-)))

Το Παραμύθι της Βελανιδιάς






Ήσουν στο όνειρό μου εχτές.

Περπατούσαμε μαζί. Κάτω από πυκνά δέντρα. Βαθύσκιωτα πλατάνια.
Κατρακυλούσαμε σε πλαγιές σαν μικρά παιδιά και παίζαμε, γελούσαμε, τρέχαμε, κυνηγιόμαστε. Βουτούσαμε σε ποτάμια και χανόμαστε σε σπηλιές, να εξερευνήσουμε τα άδυτα των ξωτικών.
΄Εκοψες ένα γαλάζιο λουλούδι, και το στερέωσες στα μαλλιά μου. Μια μπλε καμπανούλα, θαρρώ πως ήταν. Έβγαζε έναν πολύ γλυκό και μελωδικό ήχο, μας χάιδευε τ’ αυτιά.
Μού έσφιξες το χέρι και συνεχίσαμε να περπατάμε στο δάσος. Θαρρώ πως ήταν στοιχειωμένο. Οι κορμοί των δέντρων έγερναν και μας χάιδευαν τα μαλλιά, τα δροσερά φύλλα μας φιλούσαν τρυφερά στα χείλη και τα πουλιά μας μιλούσαν με ανθρώπινη λαλιά.

Μια γέρικη βελανιδιά με απλωμένες ρίζες, που ξεπηδούσαν από το χώμα γεμάτες ζωή και δύναμη, μάς προσέφερε φιλοξενία στον δροσερό της ίσκιο κι έσταξε λόγια σοφίας και γνώσης με μορφή γλυκιάς πάχνης πάνω στα μέτωπά μας.



Αποκοιμηθήκαμε κάτω από τον βαρύ της ίσκιο, κουρασμένοι από τον δρόμο.

Και ονειρευτήκαμε σύννεφα μολυβιά, που αναδεύονταν
από σφοδρούς δυτικούς ανέμους.

«Μα αυτό είναι όνειρο μέσα σε ένα άλλο όνειρο» ψέλλισα.
«Δώσε μου ένα σημάδι, ποιό όνειρο είναι το αληθινό και ποιό το ψεύτικο. Δώσε μου ένα σημάδι, ποιόν δρόμο να ακολουθήσω».
«Και τα δύο όνειρα είναι αληθινά και συγχρόνως ψεύτικα», μουρμούρισε η σοφή βελανιδιά.
«Ακολούθησε τον δρόμο της πέτρας».

Οι πέτρες μου…πάντα αναφέρομαι στις πέτρες μου. Πάντα φυτεύομαι βαθιά μέσα τους. Όλα μου τα γραπτά είναι από πέτρα.

«Ποια πέτρα εννοείς, βελανιδιά σοφή;»

«Μόνη σου θα καταλάβεις», το θρόισμα του καταπράσινου φυλλώματος του γέρικου δέντρου έμοιαζε τραγούδι μεθυστικό και τα κλαδιά του
έγερναν και λικνίζονταν με τις πνοές του αγέρα.

Άνοιξα τα μάτια. Θαρρώ πως ξύπνησα από βαθύ λήθαργο.
Εσύ γερμένος πλάι μου, κοιμόσουν ελαφρά και η ανάσα σου ανασήκωνε απαλά το στέρνο σου και το στόμα σου μισάνοιχτο άφηνε τον ανασασμό σου να εναρμονίζεται με τον άνεμο. Άπλωσα το χέρι και σε άγγιξα τρυφερά, ήθελα να σε ξυπνήσω, να πάρουμε μαζί τον δρόμο πάλι.

Όμως η βελανιδιά έγειρε το άγριο κλωνάρι της πάνω στο χέρι μου και το τράβηξε μακριά.

«Όχι, μόνη σου θα βαδίσεις από δω και πέρα,
μόνη σου και μη φοβηθείς».

Με μιάς σχίστηκε ο γέρικος κορμός και μπροστά μου ανοίχτηκε μια δίοδος, σκοτεινή και ανήλιαγη. Στα έγκατα οδηγούσε η πύλη, στα βάθη του σοφού δέντρου. Έπρεπε να το διαβώ το άνοιγμα αυτό το αλλόκοτο, στου δέντρου τον κορμό, ή να το παρακάμψω;
Να το αγνοήσω, να σε ξυπνήσω και να σε πάρω αγκαλιά, πλάι στο ποτάμι το γάργαρο και στα τρεχούμενα νερά μαζί να παίξουμε και να χαρούμε;

Πέτρα ή ποτάμι;
Πύλη ή όχθη και λουλούδια και τραγουδίσματα πουλιών;

«Διστάζεις; Αν με διαβείς τα μυστικά μου όλα θα μάθεις, με τις ρίζες μου θα τραφείς και τους χυμούς μου θα μεταλάβεις. Πίσω δεν θα θες να γυρίσεις, γι’ αυτό σκέψου καλά και μετά να αποφασίσεις», όλα τα φύλλα και τα κλαδιά και οι ρίζες της βελανιδιάς μου τραγουδούσαν.
Πλανευτικό τραγούδι, σαν από σειρήνων χείλη. Με βύθιζε σε σκότη και σε ονειρώξεις ο ήχος αυτός.
Τι πλάνεμα, τι πλάνη!

Τα κλωνάρια της έγιναν αγκαλιές, άγριες, τραχιές, και μέσα στην πύλη με σπρώχναν. Δεν πρόλαβα να αντιδράσω, εκτός από ένα τελευταίο με των δαχτύλων μου άγγιγμα στα κοιμισμένα βλέφαρά σου κι ένα θλιμμένο «αντίο», που σού ψιθύρισα σαν άλλαζες πλευρό, καλύτερα στο μαλακό χώμα να βολευτείς και στη βαθιά σκιά να συνεχίζεις να ονειρεύεσαι.
Σκληρό το φως του ήλιου στα ματοκλάδια σαν πέφτει, τα όνειρα παγώνει. Σαν τα βαριά βελούδινα στόρια, που τραβιούνται από τα παράθυρα, το φως του ηλιάτορα να αφήσουν στα νυχτερινά τα δώματα να παρεισφρήσει και την εγρήγορση στα κοιμισμένα μέλη να απλώσει, σαν μυρωδάτη κρέμα που ενυδατώνει κι ανακουφίζει τους διψασμένους ιστούς, ή σαν ολόδροσο νερό που χύνεται στο σώμα, που όλη τη νύχτα έχει χάσει τα ζωτικά υγρά του, και το ζωντανεύει.

Πέτρα ας είναι λοιπόν, σκοτάδι και πέτρα και πύλη, που πρέπει να διαβώ.

Σε άγγιξα μια τελευταία φορά με το βλέμμα, καθώς ανυποψίαστος μέσα στο όνειρο χαμογελούσες, από αγγέλους συντροφευμένος και διστακτικά πλησίασα στο σχίσιμο, στου δέντρου τον κορμό.
«Θα την διαβώ την πύλη» είπα στην βελανιδιά, ενώ καυτά δάκρυα αυλάκωναν το πρόσωπό μου.
«Μόνη θα την διαβώ. Δείξε μου το δρόμο».
«Μπροστά σου ανοίγεται ο δρόμος», είπε το φύλλωμα του δέντρου, θροΐζοντας άγρια παρασυρμένο από δυνατό και παγωμένο άνεμο.
«Εδώ είναι η σκάλα, που πρέπει να κατέβεις» είπε πάλι κι έκλεισε με ορμή πίσω μου τη σχισμάδα του κορμού.
Άγριο σκοτάδι με περιέβαλε…

Lucy 2007

(συνεχίζεται)