Friday, July 28, 2006

This is not...

necessarily a
summer music collection.

Είχα υποσχεθεί πριν από αρκετό καιρό στον φίλο stormrider, να φτιάξω την καλοκαιρινή μουσική μου συλλογή. Το καθυστέρησα αρκετά όμως. Τελικά την έφτιαξα. Κάλλιο αργά παρά ποτέ!
Λοιπόν, storm, αντί να γράψω τα κομμάτια της συλλογής σαν σχόλιο στο blog σου, κάνω ένα post sto δικό μου! LOL
Από την καλοκαιρινή - και όχι μόνο - συλλογή, δεν είναι δυνατόν να λείπει η σειρά Café Del Mar! Όλη!


Mε έμφαση στα πιο αγαπημένα μου albums της σειράς:


Café Del Mar Ιbiza volumen dos...(2o) compiled by José Padilla
Café Del Mar volumen cinco.........(5o) compiled by José Padilla
Café Del Mar volumen seis..........(6o) compiled by José Padilla
Café Del Mar volumen siete.........(7o) compiled by Bruno
Café Del Mar volumen ocho..........(8o) compiled by Luke Νeville
and Ben Cherril

Από το 8ο album την τελειότητα πλησιάζουν τα: Utopia by Goldfrapp
Kαι το Sunrise by Αfterlife.

Μια και βρισκόμαστε σε μέρη ονειρικά και σε lounge καταστάσεις,
πάμε στην εξαιρετική ethnic σειρά Putumayo
και στο Cape Verde (Πράσινο Ακρωτήρι).
Από το καταπληκτικό αυτό album διαλέγω τα:
Chico Malandro από τους Ana Firmino and Tito Paris,
Cabo Verde Manda Mantenha από Cesaria Evora και
Pays sol από την Nana Matias.
Από την ίδια σειρά Putumayo, εξαιρετικό είναι το album Cairo to Casablanca.

Θα σας ξαφνιάσει ευχάριστα το Υa Rayah, από τον Rachid Taha,
θα σας ξετρελάνει το Κi Kounti, από τον Khaled,
και θα σας καθηλώσει με τον αισθησιασμό του το Through the Veil
από τους Jamshied Sharifi and Hassan Hakmoun.

Ένα ατέλειωτο πάρτι είναι και το album Afro Latino, της ίδιας σειράς.
Mε καταπληκτικές ακουστικές κιθάρες, την πλέον αισθησιακή γλώσσα του κόσμου, τα Portuguese, το album αυτό είναι για ατέλειωτες νύχτες έρωτα και ρομάντζας.
Παρ’ όλα αυτά, κι επειδή όλοι αυτοί οι λαοί είναι βασανισμένοι, δεν λείπει και μια δόση γλυκειάς μελαγχολίας από το υπέροχο αυτό cd.
Ακούστε το 1ο κομμάτι του album, το Me Vuelvo Guajiro και θα καταλάβετε
τι σημαίνει σπαραχτική ερμηνεία, δύναμη, χαρά της ζωής,
αλλά και καταπληκτικό πιάνο και έγχορδα!
Σας το συνιστώ ανεπιφύλακτα!
Από την λίστα αυτή δεν είναι δυνατόν να λείπει ο υπέροχος κουβανός Ibrahim Ferrer, που άφησε τον μάταιο τούτο κόσμο σχετικά πρόσφατα, αφού γνώρισε την δόξα και γύρισε σχεδόν όλον τον κόσμο, μετά την παγκόσμια επιτυχία της ταινίας που σκηνοθέτησε ο Wim Wenders, BUENA VISTA SOCIAL CLUB!!!


Είχα την μεγάλη τύχη να δω τους αειθαλείς κουβανούς,
που έχουν τη μουσική μέσα στα κύτταρά τους, στο Λυκαβηττό
πριν από μερικά χρόνια.
Αξέχαστη εμπειρία!
Άλλη μια αξέχαστη εμπειρία ήταν πριν επίσης 4-5 ή κάτι τέτοιο,
χρόνια μια βραδιά με πανσέληνο στην αμμουδιά της Πειραϊκής,
όπου ένας μικρόσωμος αεικίνητος τραγουδοποιός
έδινε συναυλία τραγουδώντας Me gustas tu.
Φυσικά πρόκειται για τον Manu Chao,
που η επιτυχία του δεν είχε συνέχεια, αλλά εγώ πάντα τον περιλαμβάνω στην καλοκαιρινή μου διάθεση, σε ανάμνηση εκείνης της συναυλίας,
που βουτούσαμε στη θάλασσα υπό τους ήχους της κιθάρας του
με τρελό κέφι!
Manu Chao λοιπόν και Proxima Estacion Esperanza αλλά και το δεύτερό του cd, Gladestino.
Θα συνεχίσω επιγραμματικά, γιατί δεν θα τελειώσω ούτε αύριο!



Στην συλλογή περιλαμβάνονται επίσης:

Το album του Khaled Elle ne peut pas vivre sans lui.

Το album της Omme Kolsoum The Classics.
Πρόκειται για την Αιγύπτια τραγουδίστρια, που λατρεύεται στην Αίγυπτο, αλλά και σε όλες τις αραβικές χώρες σαν θεά! Οι Αιγύπτιοι θαυμαστές της περίμεναν στην ουρά στο καμαρίνι της για να της φιλήσουν το χέρι!
She deserved it, all the way!

Θα περιλάβω ακόμα τα albums Café Atlantico και Best of, της αγαπημένης φωνής
Cesaria Evora, της ξυπόλητης τραγουδίστριας!

Πάμε σε πιο mainstream καταστάσεις τώρα!

Τhe Killing Moon, από το album Ocean Rain by The Echo and the Bunnymen.
Mε τη φωνή και τους στίχους του Ian McCulloch, του ωραιότερου ερμαφρόδιτου άγγλου τραγουδιστή EVER!
Τα Undenied, Morning Air και Elysium από τους Portishead και το ομώνυμο album τους. Όλο το cd, πάντως είναι άπαιχτο!
This Mortal Coil και τα κομμάτια Song to the Siren και Another day (Φανταστικά!) , από το album It’ll End in Tears.
Αν δεν έχετε ακούσει, συνιστώ και το Filigree and Shadow, ένα
Album για μυημένα αυτιά, από το ίδιο group! Ένα από τα καλύτερα albums της αγγλικής σκηνής! Με τα καταπληκτικά κομμάτια Jeweller και I Want to Live!



Πάμε Massive Attack και το κομμάτι Teardrop.
Ένα κομμάτι μοναδικό σε σύλληψη, σαν σταγόνα-δάκρυ σε συνεχή ροή,
που σού τρυπάει το μυαλό!

Πάμε και ένα soundtrack; Από τα πολλά που θα μπορούσα να διαλέξω,
επιλέγω το:

EYES WIDE SHUT και τα κομμάτια Masked Ball (Jocelyn Pook)
και Baby Did a Bad Bad Thing (Chris Isaac).

Μike Oldfield τώρα και
Monnlight Shadow, Shadow on the Wall, Islands και Tubular Bells.

The Alan Parsons Project τώρα!
Alan Parsons, ένα από τα πιο λαμπρά μυαλά της μουσικής, συνεργάστηκε στενά με τους Pink Floyd και επηρέασε την μουσική τους!
Ακούστε το mammagamma από το album Eye In The Sky, και θα καταλάβετε!
Από το ίδιο album στην καλοκαιρινή μου συλλογή περιλαμβάνονται τα
Eye In The Sky, Gemini, Silence And I.

Λέω να την κλείσω εδώ τη λίστα, αλλά μπααα, τι λέω;
Θα αφήσω απ’ έξω τον αγαπημένο μου Bryan Ferry;
Και να θέλω, μού είναι αδύνατον.


Λοιπόν, όταν πρόκειται για το B. Ferry, τον δανδή της Λονδρέζικης ροκ
σκηνής, το να ξεχωρίσω κομμάτια από τα albums του, μού είναι πολύ δύσκολο.
Ξεκινώ με το Avalon, που έκανε με τους Roxy Music.
Κομμάτια; Μα όλα φυσικά, με εξέχον το
While My heart is Still Beating!
Πάμε στο album Béte Noir με top επιλογές τα:
Limbo, The Right Stuff, Béte Noir.
Last but not least τα albums Frantic και το As Time Goes By,
μία νοσταλγική συλλογή από παλιά τραγούδια,
φόρος τιμής σε εποχές αλλοτινές!
Η συλλογή αυτή που κυκλοφόρησε το 1999 και η συγκεκριμένη ερμηνεία του υπέροχου Bryan Ferry, είναι πιστεύω το σημείο αναφοράς του Antony (and the Johnsons).
Η ερμηνεία του Antony πλησιάζει πολύ σ’ αυτήν του Ferry, who is THE REAL THING !!!
Φυσικά έχει (ο Antony) τελικά αναπτύξει το δικό του στυλ, στο οποίο είναι σπαραχτικός.


Πριν τελειώσω θέλω να συμπεριλάβω στην συλλογή αυτήν (εκτός από ένα σωρό κομμάτια ακόμα!)
ένα κομμάτι, που προσωπικά μού αρέσει πολύ!
Είναι το κομμάτι Life in Mono
των Mono.
Θα μπορούσα να συμπεριλάβω ακόμα και
Και
Και
Και…


Pick of the last moment: 31/07/2006 23:40

Επειδή κάποια υπέροχα κομμάτια αναφέρθηκαν στα σχόλια αυτού του post,
τα περιλαμβάνω στην καλοκαιρινή συλλογή:
Από το album One Second των Yello τα κομμάτια:
Τhe Rhythm Divine, La Ηabanera και Moon On Ice.
Από το album του Marc Almond and la Magia το κομμάτι:
Something's Gotten Hold of my Heart.
Το album από Marc and the Mambas (Almond and Fetus)
Torment and Toreros ΟΛΟ!!
Από το album The Whole Of The Moon των Waterboys
το εξαιρετικό The Pan Within.
Από το album Thief των Tangerine Dream τα εκπληκτικά κομμάτια:
Dr. Destructo, Diamond Diary, Burning Bar και Beach Scene

και



από το album Tales of Mystery and Imagination Edgar Alan Poe
του Alan Parsons Project το κομμάτι
The tell-tale Heart. Φανταστικό!
Μπορείτε να το ακούσετε νύχτα σκοτεινή, χωρίς φεγγάρι
σε ερημική παραλία, κοιτάζοντας τα άστρα
και το κύμα να γλείφει τα πόδια σας!
Καλή ακροαση!

Thursday, July 27, 2006

" Όπου κι αν πάω...



..η Ελλάδα με πληγώνει".

Γιώργος Σεφέρης


Αθήνα:
Μια πόλη γεμάτη σκουπίδια στα πεζοδρόμια του κέντρου.
Μια πόλη με τερατούργήματα αρχιτεκτονικής, απρόσωπα και γκρίζα.
Μια πόλη με πράσινο σε επικίνδυνη έλλειψη.
Με κυκλοφοριακή σχιζοφρένεια.
Με χαοτική αντίληψη περί παρκαρίσματος και προτεραιότητας στους δρόμους.
Με ανθρώπους γκρίζους και σκυθρωπούς, όπως τα κτίρια.
Που σε σπρώχνουν, σε ποδοπατούν, στριμώχνονται και βρίζουν σε ημερήσια βάση.
Που οδηγούν με τρελές ταχύτητες μέσα στην πόλη,
μοστράροντας τη λαμαρίνα και έχοντας την ηχορύπανση της cd-σιέρας
στη διαπασών.
Που ξεφωνίζουν στους δημόσιους χώρους και σε καρφώνουν με αδιάκριτο βλέμμα.
(Στο εξωτερικό κάτι τέτοιο θεωρείται μεγάλη αγένεια).

Μεγαλουπόλεις της Ελλάδας:
Στο μεγαλύτερο ποσοστό τους είναι πόλεις απίστευτης αισθητικής αθλιότητας,
γεμάτες κακοτεχνίες δόμησης και απουσία ρυμοτομίας.

Ελλάδα σε χρόνο αντίστροφο.
Ελλάδα με απουσία προοπτικής.
Ελλάδα των εξαθλιωμένων μικροσυμφερόντων.
Ελλάδα που χάνει το τραίνο της Ευρώπης και ρέπει ολοένα και περισσότερο προς την ανατολή και τον τρίτο κόσμο.
Ελλάδα του αραλικιού και της αποχαύνωσης.
Ελλάδα του ρουσφετιού και της ρεμούλας.
Ελλάδα της μίζας και της διαπλοκής.
Ελλάδα της αδιαφάνειας και των υδροκέφαλων τερατουπόλεων.
Ελλάδα των άθλιων οδικών δικτύων.
Ελλάδα της απομύζησης του πενιχρού εισοδήματος των εργαζομένων.

(Στην Ευρώπη δεν πληρώνεις διόδια, είναι ΑΥΤΟΝΟΗΤΟ ότι το κράτος είναι ΥΠΟΧΡΕΩΜΕΝΟ να παρέχει ασφαλές και σύγχρονο οδικό δίκτυο στους φορολογούμενους πολίτες).

Ελλάδα της συνεχούς λιτότητας εις βάρος των εργαζομένων,
για να χοντραίνουν τα πορτοφόλια των πλουτοκρατών.
Ελλάδα της κάκιστης τηλεόρασης, που όμως σού αξίζει,
γιατί είναι το ίδιο σου το πρόσωπο,
σε παραμορφωτική αντανάκλαση.


Ελλάδα που μάς θυμάσαι λίγο πριν την διεξαγωγή εκλογών
και ζητάς την ψήφο μας.

"Ελλάδα αν θες ν' αλλάξω γνώμη..."
Πρέπει, όχι να μάθεις ν'αγαπάς,
αλλά να γίνεις ΚΡΑΤΟΣ,
ξέρεις...φιλικό στο χρήστη...;

Loreley Lucy 2006

Σύγχρονες Μήδειες

0aalice11.jpg




Με αφορμή την σημερινή ανατριχιαστική είδηση της ανήλεης κακοποίησης 7χρονου αγοριού από την ίδια την μητέρα και πιθανόν τον πατέρα του, (έχει αρχίσει να γίνεται μάστιγα πλέον το φαινόμενο κακοποίησης ανηλίκων από τους ίδιους τους γονείς!) παραθέτω αυτό το κείμενο, που είχα γράψει πέρυσι σε forum της otenet, μετά από την παράσταση Ο Κύκλος με την Κιμωλία, του Bertolt Brecht,
σε σκηνοθεσία Κώστα Τσιάνου και με πρωταγωνίστρια τη Λυδία Κονιόρδου.


Μπορεί ένας κύκλος από κιμωλία να ορίσει, να αποφασίσει αν το παιδί ανήκει στην μάνα που το γέννησε, αλλά το εγκατέλειψε, το ξέχασε σαν ένα άχρηστο δέμα πίσω της, ή αν ανήκει στην μάνα που το περιέθαλψε, το προστάτευσε με την ζωή της και το μεγάλωσε;

Μπορεί ένας δικαστής να αψηφήσει τους φυσικούς νόμους και τους δεσμούς αίματος, που ενώνουν την φυσική μάνα με το παιδί της και να πράξει σύμφωνα με τους νόμους της καρδιάς; Μπορεί να ενεργήσει σύμφωνα με το άγραφο δίκαιο, που παρακάμπτει το αυστηρό και στενόμυαλο μερικές φορές γράμμα του νόμου; Ο δικαστής Αζντάκ, του Μπέρτολτ Μπρεχτ μπορεί!
Φτιάχνοντας στο πάτωμα έναν κύκλο από κιμωλία! Η φυσική μάνα, εν όψει άτακτης φυγής από το αρχοντικό της, νοιάζεται μόνο για τα πλουμίδια και τα ψιμύθια που θα πάρει μαζί της. Να μην της λείψουν της αρχόντισσας οι φορεσιές εκείνες, που θα της δώσουν σαφή διάκριση από τους παρακατιανούς «δούλους»! Μαζεύει τα βελούδα, τα μεταξωτά και τα σεντέφια σε μπαούλα, αλλά ξεχνάει το βλαστάρι της. Μήπως το έβλεπε και ποτέ;

Οι «δούλες» το μεγάλωναν, το ντάντευαν και το κανάκευαν. Μέσα στον πανικό και τον τρόμο της επερχόμενης σφαγής, υπηρέτρια του αρχοντικού πέφτει πάνω στο μωρό, τον Μιχαήλ. Δεν βαστάει η καρδιά της να το αφήσει εκεί το αγγελούδι, έρμαιο στα χέρια των σφαγέων εκδικητών, Το παίρνει μαζί της, με κίνδυνο της ζωής της, γιατί οι σφαγείς το ψάχνουν το αρχοντόπουλο, να το ξεκάνουν κι αυτό, όπως κι ολόκληρη τη γενιά του. Περνάει δια πυρός και σιδήρου. Το κρατάει το παιδί με πολλές θυσίες και το μεγαλώνει.

Γίνεται το παιδί 7-8 χρονών. Αλλάζουν τα πράγματα κι ο σφαγέας άρχοντας ανατρέπεται. Ξεμυτάει η πραγματική μάνα και βγαίνει προς αναζήτηση του τέκνου της, γιατί χωρίς αυτό, παράδες δεν έχει.
Όλα τα κληρονομεί ο Μιχαήλ.
Διεκδικεί το παιδί "της" μέσω του νόμου.

Και νάτοι λοιπόν όλοι ενώπιον του δικαστή Αζντάκ.

Ο δικαστής είναι άνθρωπος με νου και παρρησία, είναι "σοφός", σαν άλλος Σολομών. Άλλωστε στην γνωστή ιστορία με τον Σολομώντα βασίζεται το έργο του Μπρεχτ.
Βάζει ο δικαστής το παιδί μέσα στον κύκλο από κιμωλία και τις δυό μανάδες στα πλάγια. Πρέπει αυτές να τραβήξουν το παιδί και η πιο δυνατή, αυτή που θα το τραβήξει προς τη μεριά της, θα το κερδίσει. Διελκυστίνδα με τρόπαιο το παιδί δηλαδή! Η φυσική μάνα τρέμει, φοβάται! «Δεν έχω τη δύναμη αυτηνής» λέει, «δεν είναι δίκαιο, θα χάσω»!
Αρχίζουν να τραβούν τον μικρό Μιχαήλ από τα χεράκια. Η φυσική μάνα τον τραβάει προς το μέρος της, η άλλη δεν μπορεί, τον αφήνει. Το βλέπει αυτό ο δικαστής και λέει να γίνει το ίδιο και μια δεύτερη φορά. Ξανά τραβούν, ξανά τον αφήνει η υπηρέτρια. Τον κερδίζει η μάνα, που θριαμβολογεί.
«Μα καλά, κοπέλα, μου, γιατί δεν τραβάς, δεν το θέλεις το παιδί;»
«Πώς, το θέλω, πάρα πολύ το θέλω, αλλά, εγώ το μεγάλωσα, δεν μού πάει η καρδιά να του βγάλω το χέρι»!
«Πάρε κοπέλα μου το παιδί ΣΟΥ και φύγε»!

Αυτή κοντολογίς είναι η υπόθεση της παράστασης «Ο κύκλος με την κιμωλία» του Μπέρτολτ Μπρεχτ, που είδα χτες, και παρά την αψιμύθιαστη αφήγησή μου, η παράσταση είναι γεμάτη χαρά, χρώματα, υπέροχα τραγούδια, και χιούμορ. Οι ηθοποιοί του Εθνικού θεάτρου είναι υποδειγματικοί και οι ερμηνείες πολύ καλές.
(Βέβαια μού έμεινε η πικρή διαπίστωση, πως αν αγαπάς κάποιον τόσο πολύ, προκειμένου να τον πονέσεις, τον αφήνεις να φύγει).
Lucy 2005

Wednesday, July 26, 2006

Lebanon



Κανείς δεν γνωρίζει κανένα
και ο μεταλλαχθείς προσποιείται
ότι στον ύπνο του γνωρίζει
τις αποστάσεις της σιωπής
καθώς μέσα στο κενοτάφιο
της αδιαπέραστης ματαιότητας
η ειμαρμένη κείται
χωρίς να έχει ολοκληρώσει
την διήγηση έργων τρανών

Κανείς δεν αποτιμάται από κανένα
Μόνο η βίαιη όψη του μύθου
από την κοφτερή ματιά
της πρακτικής παθολογίας
και οι τομές της ζώσης αβύσσου
από τον εξασκημένο οφθαλμό
του ιατρού θανάτου

Κανείς δεν ορίζει κανένα
τελικά
Τι βολικό!

Μόνο οι εξ ορισμού επιφανείς
ορίζουν
τις μεθόδους του ενταφιασμού
του Ετεοκλή και του Πολυνείκη
και των λοιπών ηττημένων
της τυραννίας

2006 © Loreley Lucy

Σοδειά



Η σοδειά μου για τον Αύγουστο.
Τα βιβλία που αγόρασα, τριγυρνώντας κάμποσες ώρες
σε κεντρικά βιβλιοπωλεία της πόλης.
Θα τα πάρω μαζί μου ταξιδάκι σε ήρεμο νησί.
Και φυσικά δεν θα τα διαβάσω στην παραλία!
Άκου διάβασμα στην παραλία!
Πλάι στη θάλασσα θέλω να ηρεμώ
να βυθίζομαι στην απόλαυση των αισθήσεων, στα καυτά χάδια του ήλιου,
στην δροσιά των κυμάτων και να ακούω μόνο παφλασμούς, να μη διαβάζω,
να μη σκέπτομαι να αδειάσει το μυαλό από κάθε σκέψη, από κάθε έγνοια,
ειδικά από ό,τι έχει σχέση με την τσιμεντούπολη,
αυτό το ανοσιούργημα, αυτό το υδροκέφαλο τέρας,
που έχουν δημιουργήσει!

Δεν θέλω ούτε μουσική.
Μόνο τους φυσικούς ήχους!
Δεν υπάρχει πιο γλυκό τραγούδι πιο θαυμάσια αρμονία, από αυτήν που δημιουργούν οι ήχοι της φύσης!
Ο προστάτης μου άγγελος, βέβαια, θα με πασαλείβει γαλάκτωμα
με υψηλό δείκτη προστασίας, πράγμα που απεχθάνομαι, αλλά οφείλω να τού είμαι κι ευγνώμων, που με προσέχει!
Μα δεν βαριέσαι, ας γίνω σαν αστακός, ας ξεροψηθώ και λίγο, μια χαρά είναι, και το τσουρούφλισμα χρειάζεται μια φορά το χρόνο! Οπότε λέω να το αφήσω το γαλάκτωμα στο σπίτι!
Εκεί κατά το σούρουπο, που ο απογευματινός καφές συνοδεύεται με τάβλι
για τον γλυκό μου, εγώ που σιχαίνομαι το τάβλι, ακόμα και σαν θεατής, θα παίρνω το βιβλίο μου
και θα πηγαίνω στον μόλο.
Θα κάθομαι στην άκρη του, πλάι στο κύμα και θα απολαμβάνω το διάβασμά μου,
συντροφιά με την δροσιά και την αύρα του πελάγους.
Συντροφιά με τις ευωδιές, που φέρνει το ιώδιο,
παρέα με το αεράκι που θα χαϊδεύει το ηλιοκαμένο δέρμα μου,
με τα αρώματα της φύσης, με το ατέλειωτο μπλε της θάλασσας...
Υπέροχες αισθήσεις καλοκαιρινές, μοναδικές!

Κι όταν το Χειμώνα, ξανανοίγω τα βιβλία, που διάβασα στον μόλο,
θα μού χαρίζουν πολύτιμα δώρα, την ευωδιά και την αρμύρα,
θα τις νοιώθω στα χείλη και στο δέρμα μου,
θα με γεμίζουν ιώδιο θαλασσινό,
θα με ταξιδεύουν πάλι σε ήρεμο και ήμερο νησί,
σε τοπία βουτηγμένα
σε ήλιο και σε πελαγίσια αύρα.

Now playing
Losing My religion
by REM

Monday, July 24, 2006

Κούρος



Στις κρήνες τις ρωμαϊκές
μεσ' τα δημόσια τα λουτρά
την κόμη σου την ούλη
την αρχαϊκή
τη λούζεις σε γάργαρα
τρεχούμενα νερά.
Οι βόστρυχοί σου λαμπυρίζουν
κι άρωμα ηδονικό αναδίνουν.

Στα δάχτυλά μου τιθασσεύω
τις μπούκλες τις χρυσόξανθες
που μ' έκσταση και δέος
αγγίζουν
την εκθαμβωτική σου
φωτεινότητα από αλάβαστρο
φτιαγμένη,
Κούρε, που αναπαύεις
τους μύες σου τους τορνευτούς
σε κρύσταλλο καθάριο
νερό πηγής.

Απλώνεις, Κούρε, το χέρι
το νευρώδες
και με αναθυμιάσεις
ιαματικές του νου
με κυριεύεις
σ' αγγίγματα, αγάλματα
αμάγαλμα
της μορφής σου
της ατόφιας.

Κούρε μου, σκύβω
το χέρι σου κρατώ
το φίλημά σου
παίρνω.

Στης ωραιότητάς σου
τους λαβύρινθους
εγκλώβισέ με
κι άσε με
το μίτο μου
δια παντός
να χάσω.

Μέσα στις κρήνες τις ρωμαϊκές
μέσα στα μάρμαρα της αγοράς
στα λαξευτά σου μάτια
στους μύες τους λαχταριστούς.

Loreley Lucy © 14/7/2006

Σημ. Η φωτογραφία τραβήχτηκε
στις 15/07/06 στις 09:59 πμ
στην Vicenza
Το ρολόι της φωτογραφίας
πάει λίγο πίσω

Thursday, July 20, 2006

Βαλπουργία



Κλωθογυρίζοντας του θέρους τις ανέμες
μεταξωτά τα νήματα σε ντελικάτα δάχτυλα
λιναριού κόμποι σε βρεγμένα χείλια
σαλιωμένη ρόκα με ακίδες που τρυπούν
σιωπές σε ανήλιαγες κάμαρες
με αψίδες χαμηλωμένες να χαϊδεύουν
και να γητεύουν τις μοίρες
η Κλωθώ σιγομουρμουρίζει
και η Λάχεσις λαγοκοιμάται
η Άτροπος υφαίνει
και η Βαλπουργιανή επιβλέπει
τα έργα τα συντελεσθέντα
σε υψιπύργια σιωπηλά
δεμένοι σε πλεξούδες χρυσαφιές
είναι οι κρίνοι του κήπου σου
του μυστικού
με ατραπούς του Μέλανα Δρυμού
και φθόγγους πνιγμένους
και σε ήχους πλάγιους παιγμένους
κλωθωγυρίζω
και γυρίζω
πλέκω και περιπλέκω
τα νήματά σου στην καρδιά μου
την ηδονή σου
στο κορμί μου
σε μυστικά περάσματα
και σε φιλήματα
γίνομαι η Λάχεσις
και η Κλωθώ
και η Άτροπός σου
και σε τυλίγω
σε ιστό της
Βαλπουργίας
μαγικό

Loreley Lucy © 2006

Σημ.Η Φωτογραφία τραβήχτηκε
στις 10/7/06 15:42μμ
στο Lindau

Πλαγιοκοπώντας



Πλαγιοκοπώντας και σφυροκοπώντας
υποδαυλίζοντας και ερωτοτροπώντας
σε δανείζομαι για να επανέλθω
κύμα πράσινο και αφρίζον
η μανία του μαινόμενου
και η ήττα του ηττημένου
η αλλοφροσύνη του δημιουργού
και η φραγή του λησμονημένου
τα χιλιόμετρα της καταδίωξης
μετρούν αντίστροφα
ΠΑΝΤΑ
ξεγελώντας και γελώντας
καταφεύγοντας και ορμώντας
χαρακώνοντας και ακροπατώντας
σβήνοντας και λαθροκοιτώντας
τα λόγια σου
και τα μηδενικά σου
δεν μετρούν
ΤΩΡΑ ΠΙΑ
νικώντας σε και ξεχνώντας σε
αφήνοντάς σε στο άπειρο
διερωτώμενη αν τάχα
κάποτε υπήρξες
ΥΠΗΡΞΕΣ;
Νικώντας σε στο risk
νικώντας σε με ιερή συμμαχία
απορρυθμιζόμενη και επαναφορτιζόμενη
διερωτώμενη πάλι:
Άραγε υπήρξες
ΠΟΤΕ;

Unfaithfully yours
Loreley

© Lucy 2006

Wednesday, July 19, 2006

Ταξιδεύοντας

Στον Ρήνο,
στα μεσαιωνικά χωριά
και στα κάστρα του




Μια χαρούμενη παρέα παιδιών...





Η Lorelei στο χωριό St.Goarshausen am Rhein

(στον Ρήνο)

Μεσαιωνικές Πόλεις

Innsbruck






και Heidelberg


Tuesday, July 18, 2006

Μια φωτογραφία σου...


ήρθε και σε μένα...
μια φωτογραφία σου
απ' τα ξένα

Απ' αυτές που κρεμάνε
οι φοιτητές
στην καρδιά τους

CHE GUEVARA


Από τον
par-i-saktos
Ένα υπέροχο Post!

Oberammergau

Pictures Of An Exhibition

Μεσαιωνική Σαγήνη και Gothic Αισθητική στο Πανέμορφο Tyrolô
Οι φωτογραφίες μιλούν καλύτερα μόνες τους



Oberammergau : Άποψη του μεσαιωνικού χωριού



Oberammergau : Άγαλμα από το κοιμητήριο του χωριού



Innsbruck : Ερωτεύσιμη και ερωτική πόλη
(άποψη του ιστορικού κέντρου)

Thursday, July 6, 2006

Λησμονιά


Δεν ξέχασα τα ματωμένα μάτια σου
Ορμούν μέσα τη λογική μου
και την κατασπαράσσουν
καθώς η νύχτα κλωθογυρίζει
την ανέμη της
και γνέφει σε λινάρι αόρατο
τη μιλιά μου.

Θα σ' αγαπώ
κι ας έκανες να διαβείς
αυτά τα σκαλοπάτια
δέκα αιώνες
κι ας έστερξες να φέρεις
νερό λησμονιάς
αντί για νέκταρ.

Θα σε μισώ
κι ας είπε ο άνεμος
το μυστικό σου σε βαθύ μωβ
θα σε κρατώ
όσο μπορώ

κι άλλο

και ακόμα

και θα σού διώχνω
τις μορφές που σε κοιμίζουν
σε πεδιάδες της οργής
και σε ρουμάνια
απάτητα

Θα σε κρατώ

2006 © Lucy

Puppets


Red blooded
Still bleeding

Kissing you
Missing you

The Winter has come
Falling into
Forlorn breasts

A stoic
Has just sprung out of
A fragmented immortality
To touch
Your dreams
To share
Your delight
To comfort
Your pain.

Do not long for
What is lost

For
It is lost
For ever.

2006 © Lucy

LIFO

Ερώτηση (ρητορική) του κ. Χ. Χωμενίδη στο σημερινό LIFO :
"Γιατί δεν τραβάει ο Γιωργάκης;"
Κατ' αρχήν εσείς είστε ο Χρηστάκης;

Δεύτερον, πριν εντρυφήσω στο άρθρο σας,
απαντώ συνοπτικά: Να τραβήξει;
Πού; Στο ελλαδιστάν;
Στην Ελλάδα ελλήνων oρθοδόξων;
Όχι Χριστιανών παρακαλώ, γιατί πας μη ορθόδοξος,
βάρβαρος, τουτέστιν στην πυρά!

Επίσης σημειώνει ο κ. Χωμενίδης:
"Ανακατεύει διαρκώς την κομματική τράπουλα
-παρουσιάζει σαν άσους μέσα από το μανίκι του-
καινούργια πρόσωπα, που ξεχνιούνται μέσα σε ένα εξάμηνο".

Εμ, κ. Χωμενίδη, δεν είναι σαν τα καμάρια της ΝΔ
που μένουν αξέχαστα με τις τόσες γκάφες τους!

Κατά τα άλλα, ωραίο το free press, μαζί σας!

Dummies



Gazing at me
you were

Empty hearted
Lost item
In crowded airports
Not to be found
Broken voice
In ambiguous desire

I still repulse you
In anxiety
Nihil
Zero destination
Null memories

You only recall
Shades of elemental
Whispers
I only recall
Shadows of hanged bodies

Semantic is
Your interpratation
of my psyche
No longer

Escape with me
You don't

I escape on my own
All alone

2006 © Lucy

Now playing
Precious
by Depeche Mode

Wednesday, July 5, 2006

Dadaism


Γιατί δεν γελάς
στη θύμηση
μιας κραυγής;
Οι ντανταϊστές
το ξέρουνε:
ανάμεσά μας
βρίσκονται
τα κουρδιστήρια

2005 © Lucy

Παρακμιακό


Κόλακες με δαιμονικές
αναθυμιάσεις
θυσιασμένου αρνιού
γλείφουν τα ξόανα
που ακόμα στέκουν
εκεί που τά 'στησαν
οι αρχαίοι θεοί.

2004 © Lucy

Tuesday, July 4, 2006

Ασάλευτοι Βυθοί


Υπνοβατείς ανάμεσα
σε νεκρά κύτταρα
φυτρωμένα στην τύχη
χωρίς αιτία
για την παράλογη υπόστασή τους.
Διονυσιακά σαρκοβόρα φυτά
σε ασάλευτους βυθούς
που κομματιάζονται
μεθοδικά στα σκοτάδια

2005 © Lucy


Now playing
Turn your lights down
by BOB
and
Lauryn Hill

Ακτίνες Χ


Μεταμορφωμένη μαζικότητα
στη βαθειά κοιλότητα
του σφραγίσματος
τροχός οδοντογιατρού
ακονίζει αργά το σμάλτο
ακτίνες Χ τρυπάνε ρουφώντας
τα τρυφερά στήθια π' άγγιζα χτες.
Ματωμένο κύμα, αρμυρό
στην άκρη των χειλιών σου
και το κορμί σου ανύπαρκτο
χτες ήταν εκεί
σήμερα πέθανε
ΠΕΘΑΝΕ
Βαριά η ανάσα της μέγγενης
χειρουργικά εργαλεία
σε τραπέζι ΧΑΣΑΠΗ
γλυκές σάρκες στάζουν αίμα
κι ο ήχος ηλεκτρονικής μουσικής
κι η φλόγα ηλεκτρονικής σιωπής
και η κραυγή σου ηλεκτρονική
χτες ήταν εκεί
τώρα πέθανε
ΠΕΘΑΝΕ

2004 © Lucy

Monday, July 3, 2006

Orlando Furioso

By
Ludovico Ariosto
(1474 - 1533)

Extracts




Page from 1565 edition of Orlando Furioso by Francesco Franceschi.


(Some useful details about the Poem
have been added at the bottom of the post)

XIII
The affrighted damsel turns her palfrey round,
And shakes the floating bridle in the wind;
Nor in her panic seeks to choose her ground,
Nor open grove prefers to thicket blind.
But reckless, pale and trembling, and astound,
Leaves to her horse the devious way to find.
He up and down the forest bore the dame,
Till to a sylvan river's bank he came.

XIV
Here stood the fierce Ferrau in grisly plight,
Begrimed with dust, and bathed with sweat and blood
Who lately had withdrawn him from the fight,
To rest and drink at that refreshing flood:
But there had tarried in his own despite,
Since bending from the bank, in hasty mood,
He dropped his helmet in the crystal tide,
And vainly to regain the treasure tried.

XV
Thither at speed she drives, and evermore
In her wild panic utters fearful cries;
And at the voice, upleaping on the shore,
The Saracen her lovely visage spies.
And, pale as is her cheek, and troubled sore,
Arriving, quickly to the warrior's eyes
(Though many days no news of her had shown)
The beautiful Angelica is known.

XVI
Courteous, and haply gifted with a breast
As warm as either of the cousins two;
As bold, as if his brows in steel were dressed,
The succour which she sought he lent, and drew
His faulchion, and against Rinaldo pressed,
Who saw with little fear the champion true.
Not only each to each was known by sight,
But each had proved in arms his foeman's might.

XVII
Thus, as they are, on foot the warriors vie
In cruel strife, and blade to blade oppose;
No marvel plate or brittle mail should fly,
When anvils had not stood the deafening blows.
It now behoves the palfrey swift to ply
His feet; for while the knights in combat close,
Him vexed to utmost speed, with goading spurs,
By waste or wood the frighted damsel stirs.

XVIII
After the two had struggled long to throw
Each other in the strife, and vainly still;
Since neither valiant warrior was below
His opposite in force and knightly skill:
The first to parley with his Spanish foe
Was the good master of Albano's hill
(As one within whose raging breast was pent
A reckless fire which struggled for a vent).

XIX
"Thou think'st," he said, "to injure me alone,
But know thou wilt thyself as much molest:
For if we fight because yon rising sun
This raging heat has kindled in thy breast.
What were thy gain, and what the guerdon won,
Though I should yield my life, or stoop my crest;
If she shall never be thy glorious meed,
Who flies, while vainly we in battle bleed?

XX
"Then how much better, since our stake's the same,
Thou, loving like myself, should'st mount and stay
To wait this battle's end, the lovely dame,
Before she fly yet further on her way.
The lady taken, we repeat our claim
With naked faulchion to that peerless prey:
Else by long toil I see not what we gain
But simple loss and unrequited pain."

XXI
The peer's proposal pleased the paynim well.
And so their hot contention was foregone;
And such fair truce replaced that discord fell,
So mutual wrongs forgot and mischief done;
That for departure seated in his sell,
On foot the Spaniard left not Aymon's son;
But him to mount his courser's crupper prayed;
And both united chased the royal maid.

XXII
Oh! goodly truth in cavaliers of old!
Rivals they were, to different faith were bred.
Not yet the weary warriors' wounds were cold --
Still smarting from those strokes so fell and dread.
Yet they together ride by waste and wold,
And, unsuspecting, devious dingle thread.
Them, while four spurs infest his foaming sides,
Their courser brings to where the way divides.

XXIII
And now the warlike pair at fault, for they
Knew not by which she might her palfrey goad,
(Since both, without distinction, there survey
The recent print of hoofs on either road),
Commit the chase to fortune. By this way
The paynim pricked, by that Rinaldo strode.
But fierce Ferrau, bewildered in the wood,
Found himself once again where late he stood.

XXIV
Beside the water, where he stoop'd to drink,
And dropt the knightly helmet, -- to his cost,
Sunk in the stream; and since he could not think
Her to retrieve, who late his hopes had crossed.
He, where the treasure fell, descends the brink
Of that swift stream, and seeks the morion lost.
But the casque lies so bedded in the sands,
'Twill ask no light endeavour at his hands.

XXV
A bough he severs from a neighbouring tree,
And shreds and shapes the branch into a pole:
With this he sounds the stream, and anxiously
Fathoms, and rakes, and ransacks shelf and hole.
While angered sore at heart, and restless, he
So lingered, where the troubled waters roll,
Breast-high, from the mid river rose upright,
The apparition of an angry knight.


Ruggiero Rescuing Angelica by Jean Auguste Dominique Ingres

XXVI
Armed at all points he was, except his head,
And in his better hand a helmet bore:
The very casque, which in the river's bed
Ferrau sought vainly, toiling long and sore.
Upon the Spanish knight he frowned, and said:
"Thou traitor to thy word, thou perjured Moor,
Why grieve the goodly helmet to resign,
Which, due to me long since, is justly mine?

XXVII
"Remember, pagan, when thine arm laid low
The brother of Angelica. That knight
Am I; -- thy word was plighted then to throw
After my other arms his helmet bright.
If Fortune now compel thee to forego
The prize, and do my will in thy despite,
Grieve not at this, but rather grieve that thou
Art found a perjured traitor to thy vow.

XXVIII
"But if thou seek'st a helmet, be thy task
To win and wear it more to thy renown.
A noble prize were good Orlando's casque;
Rinaldo's such, or yet a fairer crown;
Almontes', or Mambrino's iron masque:
Make one of these, by force of arms, thine own.
And this good helm will fitly be bestowed
Where (such thy promise) it has long been owed."

XXIX
Bristled the paynim's every hair at view
Of that grim shade, uprising from the tide,
And vanished was his fresh and healthful hue,
While on his lips the half-formed accents died.
Next hearing Argalia, whom he slew,
(So was the warrior hight) that stream beside,
Thus his unknightly breach of promise blame,
He burned all over, flushed with rage and shame.

XXX
Nor having time his falsehood to excuse,
And knowing well how true the phantom's lore,
Stood speechless; such remorse the words infuse.
Then by Lanfusa's life the warrior swore,
Never in fight, or foray would he use
Helmet but that which good Orlando bore
From Aspramont, where bold Almontes paid
His life a forfeit to the Christian blade.

XXXI
And this new vow discharged more faithfully
Than the vain promise which was whilom plight;
And from the stream departing heavily,
Was many days sore vexed and grieved in sprite;
And still intent to seek Orlando, he
Roved wheresoe'er he hoped to find the knight.
A different lot befel Rinaldo; who
Had chanced another pathway to pursue.

XXXII
For far the warrior fared not, ere he spied,
Bounding across the path, his gallant steed,
And, "Stay, Bayardo mine," Rinaldo cried,
"Too cruel care the loss of thee does breed."
The horse for this returned not to his side,
Deaf to his prayer, but flew with better speed.
Furious, in chase of him, Rinaldo hies.
But follow we Angelica, who flies.

XXXIII
Through dreary woods and dark the damsel fled,
By rude unharboured heath and savage height,
While every leaf or spray that rustled, bred
(Of oak, or elm, or beech), such new affright,
She here and there her foaming palfrey sped
By strange and crooked paths with furious flight;
And at each shadow, seen in valley blind,
Or mountain, feared Rinaldo was behind.

XXXIV
As a young roe or fawn of fallow deer,
Who, mid the shelter of its native glade,
Has seen a hungry pard or tiger tear
The bosom of its bleeding dam, dismayed,
Bounds, through the forest green in ceaseless fear
Of the destroying beast, from shade to shade,
And at each sapling touched, amid its pangs,
Believes itself between the monster's fangs,

XXXV
One day and night, and half the following day,
The damsel wanders wide, nor whither knows;
Then enters a deep wood, whose branches play,
Moved lightly by the freshening breeze which blows.
Through this two clear and murmuring rivers stray:
Upon their banks a fresher herbage grows;
While the twin streams their passage slowly clear,
Make music with the stones, and please the ear.

XXXVI
Weening removed the way by which she wends,
A thousand miles from loathed Rinaldo's beat,
To rest herself a while the maid intends,
Wearied with that long flight and summer's heat.
She from her saddle 'mid spring flowers descends
And takes the bridle from her courser fleet.
And loose along the river lets him pass,
Roving the banks in search of lusty grass.

XXXVII
Behold! at hand a thicket she surveys
Gay with the flowering thorn and vermeil rose:
The tuft reflected in the stream which strays
Beside it, overshadowing oaks enclose.
Hollow within, and safe from vulgar gaze,
It seemed a place constructed for repose;
With bows so interwoven, that the light
Pierced not the tangled screen, far less the sight.

XXXVIII
Within soft moss and herbage form a bed;
And to delay and rest the traveller woo.
'Twas there her limbs the weary damsel spread,
Her eye-balls bathed in slumber's balmy dew.
But little time had eased her drooping head,
Ere, as she weened, a courser's tramp she knew.
Softly she rises, and the river near,
Armed cap-a-pie, beholds a cavalier.

XXXIX
If friend or foe, she nothing comprehends,
(So hope and fear her doubting bosom tear)
And that adventure's issue mute attends,
Nor even with a sigh disturbs the air.
The cavalier upon the bank descends;
And sits so motionless, so lost in care,
(His visage propt upon his arm) to sight
Changed into senseless stone appeared the knight.


Orlando Furioso is an epic poem
written by Ludovico Ariosto
in 1516.
It was a "gionta",
a continuation of
Matteo Maria Boiardo
's
Orlando Innamorato
, but it remains quite distant
from the other work in that it does not preserve
the humanistic concepts of
knight errantry
.
Entering the Cinquecento, the
16th century, it contains instead only an appearance
of those themes,
at an only superficial level.
A work of its time,
the Orlando shows more clearly the so-called
"culture of the contradiction",
which was also in Erasmus
and in François Rabelais.

Hegel
later considered that the work's many allegories
and metaphors demonstrate
the fallacy of human senses
and judgement, rather than simply to put aside
the myth of chivalry.
Orlando Furioso begins with an account of the defeat
of Duke Namo in Charlemagne's war.
Angelica escapes to meet Rinaldo
searching for his horse, Bayardo.
Angelica evades Rinaldo, and meets Ferrau.
Rinaldo and Ferrau fight, then make a truce
and share a horse to seek Angelica.
Ferrau seeks his helmet
and encounters the ghost of Angelica.
Angelica flees, and falls asleep in a grove
until awakened by a lamenting knight,
Sacripante
. Angelica manipulates Sacripante
and Sacripante plans to deflower her.
Angelica and the embarrassed Sacripante
share her horse
and encounter Bayardo.


Page from 1565 edition of Orlando Furioso by
Francesco Franceschi
.
In the Baroque era, the poem
was the base of many operas,
among which
Antonio Vivaldi's
opera of the
same name
and Handel's
Alcina, Ariodante
and Orlando are the most prominent.
The works of
John Milton
and
Cervantes
also make reference to the epic.
Information from Wikipedia




Francesco Franceschi
From Wikipedia, the free encyclopedia

Francesco Franceschi (d. c.1599) was a printer
in the Italian Renaissance.
His roots were in Siena,
though the bulk of his work
was done in Venice.

Franceschi was known for the high quality
of his engravings,
which were done using metal plates
rather than wooden,
a common inexpensive alternative in the period.
Evelyn Tribble describes in detail
his 1565 edition of Ludovico Ariosto's
Orlando Furioso, which was influential
for some English publishers,
and which is heavily and ornately illustrated,
including an engraving before every canto
and an engraved frame surrounding the argument.

Franceschi was also known for printing music.
According to the New Grove,
he printed the works of Gioseffo Zarlino
and several volumes of writing on music.
Two probable relatives,
Giovanni Antonio
de' Franceschi

(who worked in both Palermo and Venice)
and Giacomo Franceschi of Venice,
printed music as well.

Sunday, July 2, 2006

Να χαμογελά...



Οι κήποι εκτείνονταν μέχρι εκεί που έφτανε το μάτι.
Αμίλητοι και ακίνητοι μέσα στη σιγαλιά της νύχτας.

Μια βροχή ρυθμική στάλαζε τον καημό της πάνω στα φύλλα των θάμνων, κι αυτά έγερναν σιωπηλά και υποταγμένα λυγίζοντας από τα δροσερά δάκρυα.
Τα βήματά του έσπασαν τη βουβαμάρα της ώρας τούτης.
Αργόσυρτα, κουρασμένα.

Ανάσανε βαθειά το νοτισμένο χώμα με κείνη τη στυφή και γλυκειά μυρωδιά που σχεδόν του άφηνε μια θαμπή γεύση στο στόμα από ρίζες και αγριόχορτα.
Βρήκε μπροστά του ένα πέτρινο πεζούλι, γυάλιζε κάτω από το αμυδρό φως που σκόρπιζε το φανάρι καταμεσής του κήπου.

Σκούπισε με την παλάμη του τα νερά, που σχημάτιζαν λιμνούλα και κάθισε.
Δεν ένοιωσε αν βράχηκε, στην ουσία δεν ένοιωθε και πολλά εκτός από αυτήν την στυφόγλυκη μυρωδιά του νοτισμένου κήπου.
Έβγαλε από την τσέπη του τα τσιγάρα του και τα σπίρτα. Αν ήταν τυχερός θα μπορούσε να ανάψει, αν τα σπίρτα δεν είχαν νοτίσει δηλαδή.
Δεν ήταν τυχερός, τα σπίρτα ήταν νοτισμένα. Τα πέταξε στο πλάι, πάνω στο βρεγμένο πεζούλι, κρέμασε ένα τσιγάρο στην άκρη των χειλιών κι έμεινε να κοιτάζει τις σταγόνες της βροχής που έπεφταν μπροστά από το φανό σχηματίζοντας ορδές από φευγάτες αναλαμπές.

Προσπαθούσε να θυμηθεί τι έκανε εκεί αυτή την ώρα. Τίποτα, κενό. Θαρρείς πως είχε ξεχάσει ποιός είναι. Κι όμως θυμόταν πολύ καλά το όνομά του, πού είναι το σπίτι του, με ποιόν μίλησε τελευταία φορά. Ναι, αλήθεια, τα θυμόταν όλα αυτά, ή μήπως νόμιζε πώς τα θυμόταν;
Κοίταξε κάτω στο υγρό χώμα. Μικρά αυλάκια νερού κυλούσαν κάτω από τα παπούτσια του. Η βροχή δυνάμωνε. Έριξε μια ματιά στο ρολόι του. Τρεις και τέταρτο τα ξημερώματα. Άγρια ώρα, σκέφτηκε. Ώρα για τους τρελούς ή τα φαντάσματα, ώρα για τους δραπέτες.
Οι δραπέτες της νύχτας. Το είπε φωναχτά. Του άρεσε, που η φωνή του βραχνή και μπάσα διέκοψε την τεμπέλικη σιγή.

Το επανέλαβε αρκετές φορές, τον άκουγε μόνο η βροχή και οι φυλλωσιές και η απάντηση ερχόταν από το μουρμουρητό που έκαναν οι σταγόνες. Να δραπετεύω, σκέφτηκε. Αυτό είναι, να δραπετεύω.
Με ποιόν τρόπο και από πού;

Δεν έχει σημασία, σκέφτηκε, μη μπορώντας να δώσει σαφή απάντηση, πράγμα που τον ενόχλησε, αλλά προτίμησε να το απωθήσει κάνοντας τον αδιάφορο. Σημασία έχει που δραπετεύω και το ξέρω. Σημασία έχει που νοιώθω ελεύθερος να μιλάω, έστω κι αν μού απαντάει μόνο η βροχή.



Ανάσανε ανακουφισμένος. Άπλωσε το χέρι και χάιδεψε ένα φύλλο, που είχε πέσει στο γόνατο, πάνω στο βρεγμένο παντελόνι του.
Το πήρε στοργικά και το απίθωσε στο χώμα. Εκεί ανήκε, θα γινόταν όμορφο λίπασμα για την βλάστηση.

Η βροχή δυνάμωσε κι άλλο, τα ρυάκια νερού κάτω από τα πόδια του έγιναν πιο ορμητικά, αλλά εκείνος τα ένοιωθε σαν φιλική συντροφιά.
Τα μαλλιά του έπεφταν στο μέτωπο και το νερό αυλάκωνε το πρόσωπό του. Τα σφούγγισε και σκούπισε τα νερά.
Τι παράξενο, ένοιωθε 18 χρονών.
Δεν τον ένοιαζε που είχε βραχεί πλέον ως το κόκαλο, που τα μαλλιά του έσταζαν, το ίδιο και τα ρούχα του.

Καθώς είχε τραβήξει τα μαλλιά προς τα πίσω, με το σακάκι ξεκούμπωτο και τη γραβάτα χαλαρή, σχεδόν λυτή, έμοιαζε με δανδή του περασμένου αιώνα, που μόλις είχε φύγει από το πάρτι της ζωής του, αφού είχε πρώτα φιλήσει παθιασμένα την αγαπημένη του.
Η σκέψη αυτή τον έκανε να χαμογελάσει.
Λίγα πράγματα πια μπορούσαν να τον κάνουν να χαμογελά.
Ο δραπέτης δανδής!
Ναι, του άρεσε αυτό, θα το κρατούσε, μαζί με την βροχή, με τα βρεγμένα ρούχα, με την μυρωδιά από το νοτισμένο χώμα, με τα άχρηστα σπίρτα, με το μοναδικό φανάρι, που φώτιζε το σκοτεινό κήπο.

Ναι, είχε ένα, έστω ένα μοναδικό λόγο να χαμογελά.

Σηκώθηκε αργά, μειδιώντας κι άρχισε να σέρνει τα κουρασμένα βήματά του καθώς η νύχτα δραπέτευε.

Lucy 2006

Φυγόκεντρος


Μνήμη
Λήθη
Ανυπαρξία
Η μορφή σου
Υφαίνω τα κεντίδια μου
Περιεργάζομαι το περίγραμμά σου
Ελλοχεύω στις ονειρώξεις σου
Ζούμε μαζί στο άπειρο
Η διάσταση της χίμαιρας
Η κατάλυση της σύμπτωσης
Η εδραίωση της ειμαρμένης
Το τυχαίο της αναλαμπής σου
Δεν με αποζημιώνει
Ψάχνω βαθειά στην αιτία σου
Και ανακαλύπτω σβησμένα χνάρια από φωτιά
Το ύδωρ της μάστιγάς σου
Με περικυκλώνει
Σαν νυσταγμένο ψυχρόαιμο ερπετό
Και η θυμέλη της ζώσης βίας σου
Με καθαίρει σε ουράνιες οάσεις
Φυγοκεντρίζομαι στο άπειρο
Με τέμνουσες από τα δάκρυά σου
Να χαρακώνουν τις ρυτίδες της ψυχής
Με θέρμη και ζόφο
Ο πέλεκυς της επερχόμενης αστραπής
Εξακοντίζεται στην αυλή των Σελευκιδών
Οι σατραπείες ριγούν και σιγούν
Οι Αντίγονοι κατέρχονται μαινόμενοι.

2006 © Lucy