Tuesday, November 9, 2010

Ο κ. Γοδεφρίδος κι εγώ IIΙ

Isolde and Tristan the Harper
by
Edmund Blair Leighton
~English painter~
(21 September 1853—1 September 1922)



Tristan Sharing the Love Potion with Isolde
by
John Duncan
(Scottish Symbolist Painter, 1866-1945)
Oil on canvas, 1912



Με τον κ. Γοδεφρίδο κάναμε μεγάλες και συναρπαστικές συζητήσεις, συνήθως πάνω από δυο αχνιστά φλυτζάνια, το περιεχόμενο των οποίων ήταν καυτό τσάι, που μοσχοβολούσε εξωτικά φρούτα και βανίλια, ερεθίζοντας τα ρουθούνια μας και κάνοντας τη σκέψη μας ζωηρή και τα λόγια μας να ρέουν παιχνιδίζοντας ανάλαφρα...
Αγαπημένο μας θέμα οι τραγικοί έρωτες της μυθολογίας και της ιστορίας και ο τρόπος που είχαν καταγραφεί στις αγαπημένες όπερες του κ. Γοδεφρίδου.

Ο κ. Γοδεφρίδος ήταν κατά βάθος μια ευαίσθητη και ρομαντική φύση. 
Τον συγκινούσαν οι ρομαντικοί έρωτες,  τον συνέπαιρναν τα μεγάλα και αδιέξοδα πάθη και λάτρευε, φυσικά,  τα μελοδράματα του κλασσικού μουσικού ρεπερτορίου!

Κάποιες φορές τον είχα δει - ή μήπως ήταν της φαντασίας μου; - να διαβάζει, βυθισμένος σε βαθιά περισυλλογή, κάποια παλιά, κιτρινισμένα γράμματα,  που τα κρατούσε φυλαγμένα σε ένα βαρύ, αριστοτεχνικά σκαλισμένο, ξύλινο κουτί με στιλπνή χρυσαφένια κλειδαριά... 
Κάποιος παλιός έρωτας, ίσως; Τα γράμματα μια παντρεμένης κυρίας, πιθανόν, που ενώ φλογιζόταν από πάθος για τον κ. Γοδεφρίδο,  στις επιστολές της διακριτικά απέκρουε τον έρωτά του και τού μιλούσε για αγνά, πλατωνικά αισθήματα, που θα τούς ένωναν για πάντα; 
Ή μήπως διάβαζε τα μικρά, ρομαντικά, κομψά και γεμάτα λυρισμό ποιήματα, που τού έγραφε η παιδική του φίλη και τα κρατούσε ακόμα κλειδωμένα σαν θησαυρό στο λεπτοδουλεμένο, ξύλινο κουτί του, αφού αυτή ήταν ο μεγάλος και ανεκπλήρωτος πόθος της ζωής του;
Η φαντασία μου κάλπαζε, βεβαίως,  και δεν θα μπορούσε να συμβαίνει αλλιώς, μια και ο κ. Γοδεφρίδος ήταν το πλέον κατάλληλο άτομο για να εμπνεύσει τέτοιες οργιάζουσες σκέψεις.
Σήμερα το απομεσήμερο, μετά από ένα λιτό, αλλά απολαυστικό γεύμα, που αποτελείτο από πέστροφα στη σχάρα, σαλάτα από άγρια χόρτα, μήλο και ρόδι, που συνοδεύσαμε ιδανικά με λευκό, φρουτώδες κρασί, ο κ. Γοδεφρίδος πρότεινε να πιούμε τον καφέ μας στην βιβλιοθήκη.
"Μα, ναι! Περίφημη ιδέα", αναφώνησα χαμογελώντας. "Θα μάς συντροφεύει και η γλυκιά φωτιά του τζακιού!" πρόσθεσα ζωηρά...
"Ω, μα την αλήθεια! Δεν ήξερα πόσο πολύ σάς αρέσει η φωτιά, αγαπητή μου", μουρμούρισε ο κ. Γοδεφρίδος.
Η βιβλιοθήκη ήταν το αγαπημένο μου δωμάτιο. Βεβαίως και του κ. Γοδεφρίδου, δεν το συζητώ...
Περάσαμε στο μεγάλο δωμάτιο με τα πάμπολλα βιβλία, τα οποία ήταν τοποθετημένα σε απόλυτη θεματολογική και αρχειακή τάξη πάνω στα δρύινα ράφια, που κάλυπταν τους τρεις από τους τέσερεις τοίχους του δωματίου.
Πολύτιμα πορσελάνινα μπιμπελό, και μπρούτζινα, βαριά λαμπατέρ Βικτοριανής αισθητικής κοσμούσαν διακριτικά το επιβλητικό δωμάτιο. 
Η μυρωδιά του χαρτιού με συνεπήρε. Μέσα σ' αυτόν το χώρο, με τη συντροφιά κάποιου βιβλίου, έκανα τα πιο απίστευτα ταξίδια. Ταξίδια μοναδικής ομορφιάς και μαγείας, σε κόσμους ανεξερεύνητους, επικίνδυνους - αυτό το επέλεγα με μεγάλη ικανοποίηση - και παραμυθένιους.

Σταθήκαμε  μπροστά στο μαρμάρινο  τζάκι, με το λαξευμένο γείσο, που εκτεινόταν σε μια γλυπτή προμετωπίδα. Η παράσταση που απεικονιζόταν, μού δημιούργησε μια γλυκιά μελαγχολία.  Ένα ζευγάρι ερωτευμένων ξάπλωνε νωχελικά στις όχθες ενός ποταμού, κάτω από ψηλά δέντρα. Ο νέος άντρας αγκάλιαζε τρυφερά την κοπέλα, που χάιδευε με το γυμνό της χέρι τη δροσερή βλάστηση δίπλα της. Στο βάθος κάποιες άλλες φιγούρες είχαν στήσει κυκλικό χορό, ενώ κάποια βαριά σύννεφα προμήνυαν, ότι από στιγμή σε στιγμή θα ξεσπάσει καταιγίδα.  Οι ρόδινες και υπογάλαζες λάμψεις του μαρμάρου έκαναν αυτήν την παράσταση, πάνω από το τζάκι, να μοιάζει τόσο ζωντανή, που ήδη έβλεπα  τους δυο ανέμελους εραστές να πετάγονται απότομα από τη μεσημεριάτικη ραστώνη τους, και γελώντας δυνατά, να τρέχουν να βρουν καταφύγιο από την μπόρα, που είχε ήδη ξεσπάσει...
Άκουγα, μάλιστα και τον ρυθμικό ήχο από τις δυνατές σταγόνες της βροχής, καθώς και τα πνιχτά γελάκια της παρέας στο φόντο της παράστασης, καθώς έτρεχαν κι αυτοί βιαστικοί και μουσκεμένοι μέχρι το κόκκαλο.
Όσες φορές καθόμουν μπροστά στο παλιό μαρμάρινο τζάκι, με την ολοκόκκινη φωτιά του να τριζοβολά και να μού φλογίζει τα μάγουλα, κάρφωνα το βλέμμα στην σαγηνευτική, γλυπτή παράσταση κι ονειρευόμουν το ποτάμι με τα κρυστάλλινα, κελαρυστά νερά, τον γοητευτικό άντρα με την τρυφερή αγκαλιά, τα ψηλά δέντρα και τα απαλά θροΐσματα  τους. 
Πάντα έβαζα τον εαυτό μου σ' αυτήν την παράσταση και το πιο αγαπημένο μου σημείο ήταν όταν ξέσπαγε η νεροποντή και εγώ με τον καλό μου, εντελώς μουσκεμένοι, ανταλλάσσαμε παθιασμένα φιλιά κάτω από τα μαύρα, βαριά σύννεφα με το νερό να κυλάει από τα μαλλιά και τα ρούχα μας...

Με τον κ. Γοδεφρίδο καθίσαμε σε δυο βαθιές, αναπαυτικές, βελούδινες πολυθρόνας στο χρώμα του ρουμπινιού και σε λίγο η κ. Βέμπερ, μια ηλικιωμένη, ψιλόλιγνη γυναίκα, με ευγενικά χαρακτηριστικά, μάς σέρβιρε τον καφέ, με βουτήματα φρέσκου βουτύρου και σοκολάτας.
Απολάμβανα τον φρεσκοκομμένο, μυρωδάτο καφέ μου, μασουλώντας ένα γευστικότατο μπισκότο βουτύρου, όταν ο κ. Γοδεφρίδος σηκώθηκε και κατευθύνθηκε προς ένα ράφι, φορτωμένο βιβλία και ντοσιέ. Ψαχούλεψε για λίγο κι επέστρεψε κοντά μου μ' ένα θριαμβευτικό χαμόγελο, κρατώντας ένα παλιό χάρτινο φάκελλο.
Βυθίστηκε στην πολυθρόνα του, ρούφηξε μια γουλιά από τον καφέ του, έχοντας ταυτόχρονα το βλέμμα προσηλωμένο επάνω στον φάκελλο, μετά με κοίταξε αινιγματικά και με ένα αμυδρό χαμόγελο μού έτεινε τον φάκελλο.
Τον πήρα διστακτικά στα χέρια μου κι άρχισα να τον περιεργάζομαι, αμήχανα και με κάποια αβεβαιότητα,
μη μπορώντας να φανταστώ τι κρυβόταν μέσα και για ποιο λόγο μού τον έδωσε ο κ. Γοδεφρίδος.
"Εμπρός, λοιπόν! Ανοίξτε τον, αγαπητή μου", με παρότρυνε χαρούμενα ο συνομιλητής μου.
"Να...να...;" ,μουρμούρισα διστακτικά.
"Μα και βέβαια! Ελάτε, λοιπόν!", ζωήρεψε τον τόνο του ο κ. Γοδεφρίδος.
"Βέβαια, αφού το θέλετε...", είπα και άρχισα να λύνω τα μεταξωτά κορδελάκια, που κρατούσαν το φάκελλο ερμητικά κλεισμένο...
Όση ώρα κράτησε η διαδικασία αποκάλυψης του περιεχομένου η φαντασία μου κάλπαζε και η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά! Μια περίεργη συγκίνηση ξεφύτρωσε, ενετλώς απρόσκλητη.
Τι να περιείχε ο φάκελλος;
Κάποιο συμβόλαιο της οικογένειας;
Κάποιο κιτρινισμένο γράμμα από μια παλιά αγάπη του κ Γοδεφρίδου, που ήθελε να το μοιραστεί μαζί μου και να βυθιστεί στις αναμνήσεις;
Μέσα σε μια μόνο στιγμή, το άνοιγμα αυτού του φακέλλου έγινε μια σιωπηλή και σπάνια ιεροτελεστία.
Η διαδικασία κράτησε ένα-δύο λεπτά, που μού φάνηκαν αιώνες.
Μήπως δεν ήθελα, κατά βάθος να ανοίξω τον φάκελλο;
Κι αν ξεπηδούσε από μέσα ένα ερωτικό δράμα του κ. Γοδεφρίδου;
Το ήθελα, άραγε, αυτό;
Μα, ακόμα κι αν αυτό συνέβαινε, πού ήταν το κακό; 
Εγώ δεν ήμουν λάτρις της λογοτεχνικής διάστασης της πραγματικότητας;
Εγώ δεν ήμουν, που έδινα ποιητικές διαστάσεις ακόμα και στα πιο τετριμμένα πράγματα;
Τώρα, λοιπόν, γιατί δίσταζα;
Έκλεισα σφιχτά τα μάτια και πολύ αργά άνοιξα το ντοσιέ, ενώ ο κ. Γοδεφρίδος μουρμούριζε κάτι γεμάτος κέφι και ζωηράδα.
"Μα, ελάτε, τώρα! Κάνετε σαν παιδί! Ανοίξτε τα μάτια και κοιτάξτε!", έλεγε με τη γάργαρη φωνή του.
Τελικά το αποφάσισα. Άνοιξα τα μάτια και κοίταξα.
Και ιδού! Το πολύτιμο περιεχόμενο βρισκόταν μπροστά μου, στα χέρια μου!
Ένα παλιό χειρόγραφο, ξεφτισμένο στις άκρες, πολυκαιρισμένο, με τα χνάρια του χρόνου να έχουν αφήσει ανεξίτηλους λεκέδες επάνω στον αρμονικό γραφικό χαρακτήρα.
Σήκωσα το βλέμμα και κοίταξα τον κ. Γοδεφρίδο, που με παρατηρούσε προσεκτικά με μάτια που έλαμπαν και ένα πλατύ χαμόγελο θριάμβου!
"Λοιπόν, διαβάστε το! Διαβάστε τον τίτλο!", είπε ανυπόμονα.
Χάιδεψα απαλά το παλιό χειρόγραφο και γυρίζοντας την πρώτη σελίδα διάβασα:
"Tristan"
του
Gottfried von Straßburg.

Δεν πίστευα αυτό που έβλεπα... 
Ήταν δυνατόν;
Κάποιο αόρατο χέρι είχε απλώσει μια ασημένια αχλή στο δωμάτιο. Νόμιζα, ότι ζούσα σε ένα παραμύθι.
Κι όμως, ήταν εκεί στα χέρια μου, το κρατούσα...
"Ω! Μα την αλήθεια! Καταπληκτικό! Ένα τέλειο αντίγραφο! Μα πού το βρήκατε; Φαντάζομαι ότι είναι πολύ σπάνιο, σχεδόν όσο το πρωτότυπο!", αναφώνησα ενθουσιασμένη, καθώς γύριζα με ευλάβεια τις σελίδες του χειρογράφου!
"Πανέμορφο, μαγικό, υπέροχο, απίστευτο", έλεγα συνεπαρμένη...

Ο κ. Γοδεφρίδος σηκώθηκε από την πολυθρόνα του και ήλθε κοντά μου. Στάθηκε στο πλάι μου και κι έσκυψε το πρόσωπο του κοντά στο αυτί μου ψιθυρίζοντας αργά, σχεδόν τελετουργικά τις λέξεις:
"Αγαπητή μου είναι το πρωτότυπο και είναι δικό σας! Είναι το δώρο μου για τα γενέθλιά σας! Έχετε γενέθλια αύριο! Μήπως το ξεχάσατε;"
Τα χέρια μου έτρεμαν από συγκίνηση1 Κρατούσα στα χέρια μου το πρωτότυπο χειρόγραφο του ρομαντικού μεσαιωνικού έργου "Τριστάνος" του Gottfried von Straßburg!
Τι ευτυχία, τι απρόσμενη ευτυχία!
Πετούσα από τη χαρά μου, χόρευα στα σύννεφα, έτρεχα στην όχθη του ποταμού μου, κυλιόμουν στην δροσερή χλόη του.
Ζούσα στην υπέροχη γλυπτή παράσταση, παρέα με τον κ. Γοδεφρίδο, που κρατούσε ένα πολύτιμο κλειδί και μού άνοιγε ένα ξεχασμένο σεντούκι γεμάτο θησαυρούς!

"Αλλά...",  άρχισα να αναρωτιέμαι ξαφνικά...

Μα πώς βρέθηκε στην κατοχή του κ. Γοδεφρίδου κάτι τόσο πολύτιμο και σπάνιο;  
Αλλά ίσως...   Γοδεφρίδος, Gottfried... Είχαν το ίδιο όνομα...
Μα πώς...;
Πριν προλάβω να αρθρώσω λέξη, να κάνω κάποια ερώτηση, ακόμα συνεπαρμένη από το μοναδικό έργο που κρατούσα στα χέρια μου και με συγκεχυμένες σκέψεις, που στριμώχνονταν μέσα στο μυαλό μου, προσπαθώντας να μπουν σε κάποια σειρά, ο κ. Γοδεφρίδος διάλεξε ένα δίσκο και την επόμενη στιγμή, οι μαγικές νότες του Richard Wagner από την όπερα Tristan und Isolde, σε libretto βασισμένο στο ρομάντζο "Tristan" του Gottfried von Straßburg, πλημμύρισαν το δωμάτιο...

Συνεχίζεται...

Κάτια Ξ.
Νοέμβριος 2010

Χειρόγραφο από το ρομαντικό αριστούργημα
"Tristan" 
του  
Gottfried von Straßburg

Tuesday, November 2, 2010

Μεταφυσική Προοπτική

Πίνακας
του
Rosso Fiorentino
(Giovanni Battista di Jacopo)
Italian painter
(Born March 8, 1494, Florence, Italy-
died Nov. 14, 1540, Fontainebleau, France)

Musician Angel


Ανοίγω τα παράθυρα
να βάλω μέσα στο σπίτι
αυτό το φως που γλυκοπαίζει άρπα
κάθε ξημέρωμα
με μεταξένια δάχτυλα.
Τραβώ και τις βαριές κουρτίνες
τις φορτωμένες σκόνη κι αναμνήσεις.

Θέλω να αγγίξω τα βαθυπράσινα φύλλα της οξιάς
που όλο και σαλεύει στον θλιμμένο κήπο
όλο και γέρνει τα βράδια κουρασμένη
θροΐζοντας μελαγχολικά
στο χάιδεμα του ανέμου.

Μα η ανέμη σκοτεινού παραμυθιού
τυλίγει δίχτυα και ιστούς
γύρο απ' τον κήπο

Χαράζει χνάρια ζοφερά ο χρόνος
στο πέτρινο της λήθης μονοπάτι
οι δείκτες του παλιού ρολογιού
ακινητοποιημένοι
σε κάποια διφορούμενη μεταφυσική προοπτική
και το βιολί ξεκούρδιστο πλάι στα εφιαλτικά τοπία
του αγαπημένου μου σουρεαλιστικού πίνακα
που ξεχύνεται τις νύχτες στις ενύπνιες μεταλλάξεις μου.

Ο κήπος μου!
Γέμισε αγάλματα, λαβύρινθους, στοές!
Και οι κουρτίνες μένουν ερμητικά κλεισμένες
όσο  αρνούνται τα παράθυρα 
να παίξουν με το φως.

Κάτια Ξ.
Οκτώβριος 2010