Wednesday, October 31, 2007
El Greco
Του Γιάννη Σμαραγδή
Πράγματι, πρόκειται για μια καθ΄όλα αξιοπρεπέστατη παραγωγή!
Με υπέροχη φωτογραφία, υποβλητικούς φωτισμούς, επιτυχημένη επιλογή χώρων, άρτια κοστούμια και υπέροχη μουσική επένδυση από τον Βαγγέλη!
Οι ερμηνείες είναι από πολύ καλές έως σχετικά καλές.
Ο Λ. Λαζόπουλος είναι μια έκπληξη, αφού ξεφεύγει εντελώς από την μανιέρα του
και η βαθιά και ραγισμένη φωνή του τον τυλίγει με την αίγλη του ερμηνευτή.
Κάποια πρόσωπα παραμένουν αδικαιολόγητα ατσαλάκωτα στο πέρασμα του χρόνου,
Λίγο περισσότερο βάσανο, λίγο περισσότερο σκάψιμο, εκεί στα μάτια, στο βλέμμα, στο μέτωπο...χρειαζόταν, και παρά λίγο θα γινόταν κάποια απογειωτική έκρηξη.
Τα πάθη και οι ανομολόγητοι πόθοι κρατούν ένα μέρος της μυθοπλασίας και την βγάζουν στο φως ή την βυθίζουν στα άδυτα της ανθρώπινης ψυχής...άλλωστε τι είναι μια ταινία χωρίς την αποτύπωση του πάθους και του πόθου;
Μα πάνω από όλα, πρωταγωνιστής της ταινίας είναι το καταπληκτικό ταλέντο του
Δομήνικου Θεοτοκόπουλου, του ζωγράφου, που επηρέασε όσο λίγοι τους μετέπειτα καλλιτέχνες και θεωρείται ο πρώτος εξπρεσιονιστής-κυβιστής, όταν δεν είχαν καν δημιουργηθεί οι σχετικές ζωγραφικές τεχνοτροπίες.
Γιαυτό απολαύστε τα έργα του, χωρίς άλλα περιττά λόγια....
Sunday, October 28, 2007
21ο Υπόγειο – Στου Μάρκου
Ξαφνικά, πριν δύο χρόνια και χωρίς καμιά προειδοποίηση από το σύμπαν, η ζωή μου ολόκληρη είχε ανατραπεί, όλος μου ο κόσμος είχε καταρρεύσει, τα πράγματα με υπερέβαιναν, είχα αναγκαστεί να φύγω από το πατρικό μου σπίτι και να ζητήσω καταφύγιο σε μια κακόφημη και φτηνή γειτονιά.
Είχα νοικιάσει μια σοφίτα στην ταράτσα μιας παλιάς πολυκατοικίας, ένα άθλια επιπλωμένο δωμάτιο με κουζίνα και μπάνιο, όπου το νερό έτρεχε γεμάτο σκουριά, μερικές φορές έμοιαζε με σάπιο αίμα και οι κατσαρίδες έκαναν σουλάτσο τις νύχτες, χουρχουρίζοντας ανατριχιαστικά ανάμεσα στις φθαρμένες ταπετσαρίες. Το είχα συνηθίσει, όμως. Στο κάτω - κάτω, ήταν δικό μου και τι διάολο! Μπορούσα να μπαινοβγαίνω ό,τι ώρα μού κάπνιζε χωρίς να δίνω λογαριασμό σε κανένα!
Το νοίκι ήταν φτηνό και μπορούσα να το πληρώνω και να τα κουτσοβγάζω πέρα με τα υπόλοιπα έξοδα, με τα λίγα λεφτά που κέρδιζα σαν freelance συντάκτρια άρθρων.
1-2 εφημερίδες και κάποια αναρχικά περιοδικά τα αγόραζαν και τα δημοσίευαν με το ψευδώνυμο, που είχα διαλέξει εγώ. “Vortex” ήταν το επαγγελματικό μου όνομα.
Το τελευταίο άρθρο, που είχα πουλήσει, σε αναρχοαυτόνομο περιοδικό μεγάλης κυκλοφορίας, με μηνιαίο τιράζ περίπου στα 65.000 φύλλα, αφορούσε σε βιασμούς ανηλίκων στην κίτρινη πτέρυγα του αναμορφωτηρίου των ανδρικών φυλακών της πόλης.
Μερικές μέρες μετά την δημοσίευσή του, με κάλεσε ο αρχισυντάκτης για να μού πει, ότι ήθελε να ερευνήσω περισσότερο και να βρω κι άλλα στοιχεία. Μού παρήγγειλε ακόμα ένα άρθρο, μάλιστα προσφέρθηκε να με προπληρώσει για την δουλειά μου. Του είπα: «Κοίτα, εγώ δουλεύω ανεξάρτητα. Είμαι freelance κι αυτό δεν πρόκειται να αλλάξει. Θα το κάνω το άρθρο, γιατί θέλω να ξεσκεπάσω κάποια βρώμικα κυκλώματα, αλλά όχι τώρα. Θέλει ζύμωμα το πράγμα, πρώτα».
Ο αρχισυντάκτης συμφώνησε. «Μόλις το έχεις έτοιμο, όμως, θα το φέρεις κατ’ ευθείαν εδώ», είπε.
«It’s a deal !», είπα κι έφυγα.
Τις τελευταίες μέρες είχα βρει κάποιες άκρες, κάμποσα άτομα, πρώην τρόφιμοι των φυλακών, είχαν δείξει διάθεση να «λαλήσουν», με το αζημίωτο βέβαια, και να αποκαλύψουν μερικά βρώμικα «φωνήεντα».
Έτσι λοιπόν δούλευα το άρθρο τις νύχτες, που είχε ησυχία στην παλιά σοφίτα, που νοίκιαζα, καπνίζοντας και πίνοντας εμφιαλωμένο νερό και μαύρους καφέδες. Τα τασάκια συνήθως ήταν γεμάτα αποτσίγαρα και το τηλέφωνο κουδούνιζε συνέχεια. Δούλευα με τα νεύρα τεντωμένα, αλλά χωρίς σταματημό. Αυτή η υπόθεση με είχε απορροφήσει πολύ και ήθελα πάση θυσία να αποκαλύψω όλη τη λέρα που μόλυνε τις αντρικές φυλακές.
Το χρονοδιάγραμμα για να τελειώσει η έρευνα και το άρθρο, ήταν καμιά δεκαριά μέρες ακόμα, αλλά τώρα, έξι και μισή το πρωί, κατεβαίνοντας από το αποτρόπαιο λεωφορείο, μετά από έναν τρομακτικό εφιάλτη, που δεν είχα ακόμη συνειδητοποιήσει αν τον ζούσα πραγματικά ή τον έπλασα με την φαντασία μου, το θεωρούσα αδύνατον να συγκεντρωθώ στη δουλειά μου.
Το μόνο που ήθελα, ήταν να βρεθώ στην θαλπωρή του σπιτιού του Μάρκου και να κοιμηθώ. Να νιώσω ασφάλεια και να κλείσω τα μάτια, ξεριζώνοντας από το νου μου τις φρικτές εικόνες των τελευταίων ωρών.
Ο Μάρκος πάντα με στήριζε στις δύσκολες φάσεις. Χωρίς να ζητάει τίποτα. Μετά τον ξαφνικό θάνατο του Νίκου στο νησί, κι όταν τα πάντα γύρο μου βυθίζονταν στο σκοτάδι, εκείνος με πήρε από το χέρι και με τράβηξε επάνω. Με έσωσε.
Έτσι και τώρα. Τον είχα ανάγκη να με σώσει ξανά. Από αυτόν τον παραλογισμό, που δεν είχε πρόσωπο. Ή μάλλον είχε. Ένα μπλαβιασμένο μούτρο με κάρβουνα για μάτια και λιγδιασμένα βρεγμένα, γλιτσιασμένα μαλλιά…
Με όλες αυτές τις ανάκατες σκέψεις, έφτασα, επί τέλους, στο κατώφλι του Μάρκου, στην Ασωμάτων. Χτύπησα το κουδούνι επίμονα. Μού άνοιξε, μετά από λίγο, την εξώπορτα και ανέβηκα αλαφιασμένη επάνω. Με περίμενε με την πόρτα του διαμερίσματος ανοιχτή και τα μαλλιά άνω - κάτω από τον ύπνο. Ήταν ξυπόλητος. Τα μάτια του ανήσυχα και γεμάτα απορία.
«Τι τρέχει, παιδί μου, τι συμβαίνει, πρωί-πρωί; Ανησύχησα!»
Έπεσα στην αγκαλιά του. Η φωνή μου είχε στεγνώσει. Ψέλλισα:
«Κράτα με, δεν θέλω τίποτα άλλο. Μόνο κράτα με»
To be continued….
Lucy 2007
Friday, October 26, 2007
21o Yπόγειο – Το Λεωφορείο
Βγήκα έξω σέρνοντας τα βήματα.
Στα αυτιά μου κλωθογύριζε η βαθιά και απειλητική φωνή.
«Να είστε…να είστε…να είστε…21ο υπόγειο…21ο …υπόγειο…21ο υπόγειο…να είστε…να είστε…να είστε…να είστε στο….21ο.…δέκα και δεκανέα ακριβώς…να είστε…ακριβώς…να είστε….»
«Τα κλειδιά σας! Τα λεφτά σας!»
Ο ψιλικατζής ούρλιαζε στο κατόπι μου, προσπαθώντας να με προλάβει.
«Σταθείτε!»
Άκουσα πίσω μου την λαχανιασμένη του ανάσα και ποδοβολητό, σαν να με ακολουθούσε αγέλη από άγρια ζώα. Σχεδόν συγχρόνως ένιωσα ένα παγωμένο χέρι, να με αρπάζει από το μπράτσο και να μού βάζει κάποια μεταλλικά αντικείμενα στη χούφτα. Ήταν τα κλειδιά μου και μερικά κέρματα. Τα έσφιξα μέσα στο χέρι μου και σήκωσα τα μάτια στον ανθρωπάκο να τον ευχαριστήσω, αλλά αυτό που είδα, έκανε το αίμα μου να παγώσει.
Το πρόσωπό του ήταν μπλαβί και τα μάτια του κατακόκκινα και πετούσαν φλόγες. Τα μαλλιά του κατάμαυρα και κολλημένα στο πρόσωπο και στο λαιμό του έσταζαν νερά. Για ένα δευτερόλεπτο συναντήθηκαν οι ματιές μας.
«Ευτυχώς που σάς πρόλαβα. Δεν μπορώ να τρέχω, λαχανιάζω», είπε εκείνος τραβώντας αλλού τη ματιά του.
«Ευχαριστώ», ψέλλισα εγώ και όσο τρομοκρατημένη και ακινητοποιημένη κι αν ήμουν, άκουγα μια προσταγή μέσα στο μυαλό μου, «τρέξε!»
Άρχισα να τρέχω, νιώθοντας δυο φλογισμένα μάτια καρφωμένα στη πλάτη μου. Μπήκα σαν σίφουνας στο κτίριο κι άρχισα να ανεβαίνω την παλιά ξύλινη σκάλα, που έτριζε κάτω από τις φρενιασμένες πατημασιές μου.
Με χέρια που έτρεμαν, έβαλα το κλειδί στην κλειδαριά και άνοιξα την πόρτα μετά από μερικά δευτερόλεπτα, που μού φάνηκαν αιώνας. Την έκλεισα πίσω μου με ορμή, διπλοκλείδωσα και κουλουριάστηκα στον καναπέ, έχοντας όλα τα φώτα αναμμένα.
Κρύωνα πολύ και τα δόντια μου χτυπούσαν.
Προσπαθούσα να ηρεμήσω, να βγάλω από το μυαλό μου, όσα φριχτά και ακατανόητα συνέβαιναν, αλλά μάταια. Οι δείκτες του μυαλού μου, σαν καλοκουρδισμένο ρολόι, είχαν κολλήσει στα πρόσφατα συμβάντα.
Έκλεισα τα μάτια προσπαθώντας να διώξω μακριά τη φωνή στο τηλέφωνο, την εικόνα του παράξενου ανθρώπου, τα μάτια πάνω στο μπλαβιασμένο πρόσωπο, όταν το τηλέφωνο άρχισε πάλι να κουδουνίζει δαιμονισμένα.
«Όχιιιι!» Ούρλιαξα, και η φωνή μου μού φάνηκε ξένη.
Χίμηξα έξαλλη προς το τηλέφωνο και με μανία τράβηξα το καλώδιο, ξεριζώνοντας το από τον τοίχο. Άρχισα να ανακατεύω σαν τρελλή τα πράγματα μου για να βρω το σακίδιό μου. Το βρήκα πεταμένο, πίσω από τον καναπέ, έριξα μέσα δυο –τρία πράγματα, φόρεσα το παλιό μου μαύρο άνορακ, γιατί η πρωινή ψύχρα με διαπερνούσε σαν ατσάλινες βελόνες και βγήκα. Είχα πάρει την απόφασή μου. Δεν θα έμενα ούτε ένα δευτερόλεπτο παραπάνω σ’ αυτό το σπίτι. Δεν είχα νερό, δεν είχα τηλέφωνο - το είχα καταστρέψει μόνη μου - η γειτονιά ήταν αλλόκοτη! Το νοίκι του σπιτιού, βέβαια, ήταν πολύ χαμηλό, αλλά άρχισα να σκέφτομαι σοβαρά να το ξενοικιάσω! Θα πήγαινα να μείνω στου Μάρκου για μερικές μέρες, μέχρι να αποφασίσω, τι θα κάνω.
Είχε αρχίσει να ξημερώνει. Ένα χλωμό φως, μωβ – χρυσό, άρχισε να βάφει τα κτίρια και τους δρόμους. Η συγκοινωνία μόλις είχε αρχίσει και μερικοί νυσταγμένοι, πρωινοί διαβάτες έσερναν τα βήματά τους στο πεζοδρόμιο. Κάνα – δύο κατηφείς τύποι προσπαθούσαν να βάλουν μπρος τις σακαράκες τους για να πάνε στις δουλειές τους. Άρχισα να νοιώθω ζεστασιά και ασφάλεια.
Κατευθύνθηκα προς τη στάση. Έπρεπε να περάσω μπροστά από το ψιλικατζίδικο της γωνίας. Ανατρίχιασα στην ιδέα, αλλά θα περνούσα πολύ γρήγορα και δεν θα κοιτούσα μέσα. Καθώς πλησίαζα στο μαγαζάκι και ετοιμαζόμουν να γυρίσω αλλού το κεφάλι και να επιταχύνω, είδα τον ιδιοκτήτη σκυμμένο, να ξεκλειδώνει τα ρολά και να τα ανεβάζει. Μόλις με είδε σταμάτησε και περίμενε να φτάσω δίπλα του. Ήταν χαμογελαστός, φρέσκος – φρέσκος και φαινόταν ξεκούραστος μετά από έναν καλόν ύπνο!
«Καλή σας μέρα! Πρωινή σάς βλέπω! Νερό θα πάρετε σήμερα; Από στιγμή σε στιγμή περιμένω το φορτηγό με τις παραγγελίες. Κωλογειτονιά! Όλα τα σπίτια έχουν σκουριασμένο νερό!»
Τα μηνίγγια μου άρχισαν να χτυπούν δυνατά και να με πονάνε. Δεν μπορούσα να σκεφτώ. Άρχισα να τρέχω πάλι.
Έφτασα στη στάση. Ευτυχώς εκείνη τη στιγμή περνούσε το λεωφορείο. Άνοιξε η μπροστινή πόρτα και όρμησα μέσα, ασθμαίνοντας. Μύριζε μούχλα. Υπήρχε άλλος ένας επιβάτης στα πίσω καθίσματα, σκυφτός. Μάλλον θα κοιμόταν.
Χτύπησα το εισιτήριό μου και κάθισα στο μονό κάθισμα, πίσω από τον οδηγό.
Η πόλη ξυπνούσε σιγά – σιγά και το λεωφορείο κυλούσε αθόρυβα στους ακόμα έρημους και νωθρούς δρόμους.
Πολύ παράξενο, όμως. Στις στάσεις δεν υπήρχε καθόλου κόσμος.
Μα τι στο καλό! Σκέφτηκα. Δεν είναι Κυριακή σήμερα. Δεν πάνε στις δουλειές τους οι άνθρωποι, ή μήπως είναι πολύ πρωί ακόμα;
Κάτι τέτοιες «βάρβαρες» ώρες σπάνια κυκλοφορούσα έξω. Συνήθως ξυπνούσα μετά τις δέκα. Το λεωφορείο συνέχιζε να αργοκυλάει στους νοτισμένους από την πρωινή πάχνη και υγρασία δρόμους. Ο πίσω επιβάτης μάλλον είχε κατέβει, γιατί ήμουν μόνη πια μέσα στο λεωφορείο.
Ένιωσα μια διαπεραστική ψύχρα να με περονιάζει.
Μετά από λίγα λεπτά έφτασα επιτέλους στη στάση μου. Αισθάνθηκα ανακούφιση και ηρεμία. Χτύπησα το κουδούνι και στάθηκα στην μπροστινή πόρτα, περιμένοντας να σταματήσει ο οδηγός και να μού ανοίξει να κατέβω.
Μόλις φτάσαμε, η φωνή του άντρα στο τιμόνι, βαριά, έφτασε στα αυτιά μου:
«Ορίστε, η στάση σας.»
Γύρισα το κεφάλι για να τον ευχαριστήσω. Κοκάλωσα.
Τα μάτια του ήταν κόκκινα σαν αναμμένα κάρβουνα, πάνω σε ένα μελανό πρόσωπο και τα μαλλιά του έσταζαν νερά.
Η πόρτα άνοιξε εκείνη τη στιγμή κι εγώ παρά λίγο να πέσω κάτω, τόσο πανικόβλητη πήδησα στο δρόμο!
Πριν κλείσει η πόρτα, άκουσα το γέλιο του. Σαρδόνιο και μακάβριο έφτασε στ’ αυτιά μου.
Σαν απόκοσμη ηχώ από έναν υπόγειο και ανεξερεύνητο κόσμο.
Χαααα ….χαααα….χααααα…..!!!
Με την καρδιά μου να χτυπάει βίαια μέσα στο στήθος μου έβγαλα το εισιτήριο από την τσέπη μου να το πετάξω, όταν τα μάτια μου καρφώθηκαν σε λίγες λέξεις που ήταν χαραγμένες πάνω του με μωβ μελάνι:
«21ο υπόγειο. 10:19 ακριβώς»
To be continued…
Lucy 2007
Τα προηγούμενα επεισόδια του 21ου Υπογείου
Εδώ
Εδώ
και
Εδώ
Χρωστάω τη συνέχεια, που θα έλθει μέσα στο Σ/Κ.
Φιλιά στους φίλους...
Thursday, October 25, 2007
Γνώρισα κάποιον...
Με μάτια - φάρους.
Πρώτη φορά μού συμβαίνει, να μη μπορώ να κοιτάξω κάποιον για πολλή ώρα στα μάτια.
Να θαμπώνομαι από τη λάμψη τους!
Μάτια παράξενα, γαλαζο-γκριζο-διάφανα, τόσο φωτεινά, τόσο μεγαλειώδη!
Μεγαλειώδη!
Λέξη, που δεν περιγράφει ή χαρακτηρίζει ένα βλέμμα, τόσο συχνά!
Μα δεν βρίσκω πιο ταιριαστή λέξη.
Όταν ακουμπώ τη ματιά μου σ' αυτό το βλέμμα, ηλεκτρικές εκκενώσεις ξεχύνονται στην ατμόσφαιρα, σπίθες, λάμψεις, που με κάνουν να νιώθω άβολα...
Τι να κάνω με αυτά τα μάτια;
Να συνεχίσω να τα κοιτώ, ή να στρέψω τα δικά μου μακριά;
Sunday, October 21, 2007
Piet Mondrian - Le Néo-plasticisme
Τρέμω
Μη διαλυθείς
Σαν σύννεφο
Σαν οπτασία
Σαν την ώχρα
Ή το κίτρινο παστέλ
Στην παλέτα του ζωγράφου
Ή μη πυρποληθείς
Σαν το κόκκινο
Και τη σιέννα
Και μη τα μάγουλά σου
Στα αίματα βαφτούν
Σαν ιτιά μη γείρεις
Σαν κυπαρίσσι
Στεναγμός
Τρίζουν τα ξύλινα πατώματα
Στο μοναχικό σπίτι
Η πνοή σου
Η σκιά σου
Ακόλουθός μου μεσ' τη νύχτα
Ο άϋλος καθρέφτης μου
Νεκρή Φύση
Τεμνόμενων εραστών
Lucy 2007
Saturday, October 20, 2007
Gustav Mahler and Happiness
Tuesday, October 16, 2007
Oskar Kokoschka - The sparkle within
(born Pöchlarn, Lower Austria, 1 March 1886; died Montreux, 22 Feb 1980)
Δέρμα
Σάρκα
Αίμα
Φθαρτό
Λούστρο
Γυαλίζει
Λάμπει
Θαμπώνει
Ζει
Πάλλεται
Ενδότερο
Περισφίγγει
Το φως
Πασχίζει
Να βγει
Να εκφραστεί
Η ψυχή
Η ουσία
Η λάμψη
Η σπίθα
Ζει εντός
Αθέατη
Παντοδύναμη
Η Ψυχή
Των όντων
Των τόπων
Των ονείρων
Των άγριων
Των ήμερων
Των θεών
Των Θνητών
Η Ψυχή
Κρίνει
Την Ουσία
Την καταπίνει
Την αφομοιώνει
Έκφραση
Από τα μέσα
Από εκεί
Που δεν φτάνεις
Που πάντα θα γυρεύεις
Ό,τι δεν μπορείς
Να δεις
Σε στοιχειώνει
Να εξηγήσεις
Την Ουσία
Τη ζωή
Lucy 2007
Sunday, October 14, 2007
New Objectivity
Ο εφιαλτικός κόσμος των:
Max Beckmann
(born Leipzig, 12 Feb 1884; died New York, 27 Dec 1950)
και
Otto Dix
(born Untermhaus, nr Gera, 2 Dec 1891; died Singen, 25 July 1969)
Γερμανοί ζωγράφοι, από τους πλέον σημαντικούς του 20ού αι. και μετέπειτα, οπαδοί του κινήματος Neue Sachlichkeit - New Objectivity - , αποτύπωσαν μοναδικά στα έργα τους, τη φρίκη του πολέμου.
‘War is something so animal-like: hunger, lice, slime, these crazy sounds ... War was something horrible, but nonetheless something powerful ... Under no circumstances could I miss it! It is necessary to see people in this unchained condition in order to know something about man’.
Otto Dix
Απλώνει τα γλοιώδη πλοκάμια του
Κυλιέται στη λάσπη
Πολλαπλασιάζεται από τα περιττώματά του
Καταβροχθίζει σαπισμένα κύτταρα
Χώμα
Βροχή
Αίμα
Οιμωγές
Σωρός από σκουληκιασμένα εντόσθια
Ο Πόλεμος
Πατήρ πάντων
Βλεννώδεις απολήξεις
Ρουφούν κόχες ματιών
Με ερεθισμένα πέη
Στον επιθανάτιο ρόγχο
Το κτήνος μεταλλάσσεται
Χιλιάδες στόματα ξεδοντιασμένα
Γραίας φρικτής
Αποτρόπαια μάσκα
Το εκμαγείο του πόνου
Ανόσια τρόπαια
Η ατραπός του θριάμβου
Των άδειων κουφαριών
Το κτήνος κουλουριάζεται
Ξερνώντας πράσινο αίμα
Ραδιενέργεια και θραύσματα
Σε μια θάλασσα ραγισμένη
Ο ίσκιος των ειδώλων
Ανύποπτα
Ασύστολα
Διαστέλλεται
Lucy 2007
Otto Dix