.......

Ξαφνικά, πριν δύο χρόνια και χωρίς καμιά προειδοποίηση από το σύμπαν, η ζωή μου ολόκληρη είχε ανατραπεί, όλος μου ο κόσμος είχε καταρρεύσει, τα πράγματα με υπερέβαιναν, είχα αναγκαστεί να φύγω από το πατρικό μου σπίτι και να ζητήσω καταφύγιο σε μια κακόφημη και φτηνή γειτονιά.
Είχα νοικιάσει μια σοφίτα στην ταράτσα μιας παλιάς πολυκατοικίας, ένα άθλια επιπλωμένο δωμάτιο με κουζίνα και μπάνιο, όπου το νερό έτρεχε γεμάτο σκουριά, μερικές φορές έμοιαζε με σάπιο αίμα και οι κατσαρίδες έκαναν σουλάτσο τις νύχτες, χουρχουρίζοντας ανατριχιαστικά ανάμεσα στις φθαρμένες ταπετσαρίες. Το είχα συνηθίσει, όμως. Στο κάτω - κάτω, ήταν δικό μου και τι διάολο! Μπορούσα να μπαινοβγαίνω ό,τι ώρα μού κάπνιζε χωρίς να δίνω λογαριασμό σε κανένα!
Το νοίκι ήταν φτηνό και μπορούσα να το πληρώνω και να τα κουτσοβγάζω πέρα με τα υπόλοιπα έξοδα, με τα λίγα λεφτά που κέρδιζα σαν freelance συντάκτρια άρθρων.
1-2 εφημερίδες και κάποια αναρχικά περιοδικά τα αγόραζαν και τα δημοσίευαν με το ψευδώνυμο, που είχα διαλέξει εγώ. “Vortex” ήταν το επαγγελματικό μου όνομα.
Το τελευταίο άρθρο, που είχα πουλήσει, σε αναρχοαυτόνομο περιοδικό μεγάλης κυκλοφορίας, με μηνιαίο τιράζ περίπου στα 65.000 φύλλα, αφορούσε σε βιασμούς ανηλίκων στην κίτρινη πτέρυγα του αναμορφωτηρίου των ανδρικών φυλακών της πόλης.
Μερικές μέρες μετά την δημοσίευσή του, με κάλεσε ο αρχισυντάκτης για να μού πει, ότι ήθελε να ερευνήσω περισσότερο και να βρω κι άλλα στοιχεία. Μού παρήγγειλε ακόμα ένα άρθρο, μάλιστα προσφέρθηκε να με προπληρώσει για την δουλειά μου. Του είπα: «Κοίτα, εγώ δουλεύω ανεξάρτητα. Είμαι freelance κι αυτό δεν πρόκειται να αλλάξει. Θα το κάνω το άρθρο, γιατί θέλω να ξεσκεπάσω κάποια βρώμικα κυκλώματα, αλλά όχι τώρα. Θέλει ζύμωμα το πράγμα, πρώτα».
Ο αρχισυντάκτης συμφώνησε. «Μόλις το έχεις έτοιμο, όμως, θα το φέρεις κατ’ ευθείαν εδώ», είπε.
«It’s a deal !», είπα κι έφυγα.
Τις τελευταίες μέρες είχα βρει κάποιες άκρες, κάμποσα άτομα, πρώην τρόφιμοι των φυλακών, είχαν δείξει διάθεση να «λαλήσουν», με το αζημίωτο βέβαια, και να αποκαλύψουν μερικά βρώμικα «φωνήεντα».
Έτσι λοιπόν δούλευα το άρθρο τις νύχτες, που είχε ησυχία στην παλιά σοφίτα, που νοίκιαζα, καπνίζοντας και πίνοντας εμφιαλωμένο νερό και μαύρους καφέδες. Τα τασάκια συνήθως ήταν γεμάτα αποτσίγαρα και το τηλέφωνο κουδούνιζε συνέχεια. Δούλευα με τα νεύρα τεντωμένα, αλλά χωρίς σταματημό. Αυτή η υπόθεση με είχε απορροφήσει πολύ και ήθελα πάση θυσία να αποκαλύψω όλη τη λέρα που μόλυνε τις αντρικές φυλακές.
Το χρονοδιάγραμμα για να τελειώσει η έρευνα και το άρθρο, ήταν καμιά δεκαριά μέρες ακόμα, αλλά τώρα, έξι και μισή το πρωί, κατεβαίνοντας από το αποτρόπαιο λεωφορείο, μετά από έναν τρομακτικό εφιάλτη, που δεν είχα ακόμη συνειδητοποιήσει αν τον ζούσα πραγματικά ή τον έπλασα με την φαντασία μου, το θεωρούσα αδύνατον να συγκεντρωθώ στη δουλειά μου.
Το μόνο που ήθελα, ήταν να βρεθώ στην θαλπωρή του σπιτιού του Μάρκου και να κοιμηθώ. Να νιώσω ασφάλεια και να κλείσω τα μάτια, ξεριζώνοντας από το νου μου τις φρικτές εικόνες των τελευταίων ωρών.
Ο Μάρκος πάντα με στήριζε στις δύσκολες φάσεις. Χωρίς να ζητάει τίποτα. Μετά τον ξαφνικό θάνατο του Νίκου στο νησί, κι όταν τα πάντα γύρο μου βυθίζονταν στο σκοτάδι, εκείνος με πήρε από το χέρι και με τράβηξε επάνω. Με έσωσε.
Έτσι και τώρα. Τον είχα ανάγκη να με σώσει ξανά. Από αυτόν τον παραλογισμό, που δεν είχε πρόσωπο. Ή μάλλον είχε. Ένα μπλαβιασμένο μούτρο με κάρβουνα για μάτια και λιγδιασμένα βρεγμένα, γλιτσιασμένα μαλλιά…
Με όλες αυτές τις ανάκατες σκέψεις, έφτασα, επί τέλους, στο κατώφλι του Μάρκου, στην Ασωμάτων. Χτύπησα το κουδούνι επίμονα. Μού άνοιξε, μετά από λίγο, την εξώπορτα και ανέβηκα αλαφιασμένη επάνω. Με περίμενε με την πόρτα του διαμερίσματος ανοιχτή και τα μαλλιά άνω - κάτω από τον ύπνο. Ήταν ξυπόλητος. Τα μάτια του ανήσυχα και γεμάτα απορία.
«Τι τρέχει, παιδί μου, τι συμβαίνει, πρωί-πρωί; Ανησύχησα!»
Έπεσα στην αγκαλιά του. Η φωνή μου είχε στεγνώσει. Ψέλλισα:
«Κράτα με, δεν θέλω τίποτα άλλο. Μόνο κράτα με»
To be continued….
Lucy 2007