Monday, February 18, 2008

Théophile Gautier - Η Νεκρή Ερωμένη

......
Στα ηχεία μας σήμερα:
Orfeo Melody
και
De Profundis
του
Christoph Willibald Gluck
(1714 - 1787)




La Morte Αmoureuse
( Clarimonde ) (1836)
by
Pierre Jules Théophile Gautier
(August 30, 1811 – October 23, 1872)


~Αποσπάσματα~
Εκδόσεις
Αιγόκερως
(η παραγραφοποίηση ακολουθεί το πρωτότυπο)

Το βλέμμα της πεντάμορφης άγνωστης άλλαζε έκφραση καθώς η τελετή προχωρούσε. Από τρυφερό και χαϊδευτικό που ήταν στην αρχή γινόταν περιφρονητικό και απογοητευτικό που δεν το καταλάβαινα.
Έκανα μια προσπάθεια ικανή να ξεριζώσει ακόμα και βουνό για να φωνάξω πως δεν ήθελα να γίνω ιερέας, αλλά δεν μπορούσα να φτάσω ‘ίσαμε τα άκρα. Η γλώσσα μου κολλούσε στον ουρανίσκο μου και ήταν απίθανο να μεταφράσω τον πόθο μου με την πιο απλή αρνητική κίνηση. Ήμουν ξύπνιος σε κατάσταση εφιάλτη, που θέλεις να φωνάξεις μια λέξη από την οποία κρέμεται η ζωή σου χωρίς να το πετυχαίνεις.
Έδειχνε να καταλαβαίνει το μαρτύριο που υπέφερα και σαν για να μού δώσει κουράγιο, έριξε πάνω μου ένα βλέμμα θείας υπόσχεσης. Τα μάτια της ήταν ποίημα που κάθε βλέμμα τους δημιουργούσε κι ένα τραγούδι.
Μού έλεγε!
- Αν θες να γίνεις δικός μου, θα σε κάνω πιο ευτυχισμένο από τον ίδιο τον Θεό στον παράδεισό του. Οι άγγελοι θα σε ζηλεύουν. Σκίσε αυτό το σάβανο που θα σε τυλίξει. Εγώ είμαι η ομορφιά, η νιότη, η ζωή. Έλα σε μένα. Θα γίνουμε ο έρωτας. Τι θα μπορούσε να σού προσφέρει για αντάλλαγμα ο Ιεχωβάς; Η ζωή μας θα κυλήσει σ’ ένα όνειρο και θα είναι αιώνιο φιλί.
Χύσε αυτό το κρασί από το δισκοπότηρο και θα είσαι λεύτερος. Θα σε οδηγήσω προς άγνωστα νησιά. Θα κοιμάσαι στο στήθος μου, σ’ ένα κρεβάτι από καθαρό χρυσάφι κάτω από έναν ασημένιο ουρανό, γιατί σ’ αγαπώ και να σε πάρω μακριά από’ το Θεό σου που στα πόδια του τόσες ευγενικές καρδιές χύνουν κύματα αγάπης, αλλά δεν τον συγκινούν.
Μού φαινόταν πως άκουγα αυτές τις λέξεις σε ρυθμό άπειρης γλυκύτητας, γιατί το βλέμμα της έβγαζε ήχους και οι φράσεις που τα μάτια της μού έστελναν, αντηχούσαν στα βάθη της καρδιάς μου σαν κάποιο θείο αόρατο στόμα να τις είχε εμφυσήσει στην ψυχή μου. Ένιωθα έτοιμος να αποποιηθώ τον Θεό κι όμως η φωνή μου εκπλήρωνε μηχανικά τα τυπικά λόγια της τελετής. Η πεντάμορφη μούριξε ένα βλέμμα τόσο ικετευτικό, τόσο απελπισμένο, ώστε ακονισμένες λάμες έσκιζαν την καρδιά μου και ρομφαίες βυθίζονταν μέσα μου. Όλα τελείωσαν. Ήμουν ιερέας. Ποτέ ανθρώπινη φυσιογνωμία δεν απεικόνισε μια τόσο σπαρακτική αγωνία. Η νέα κοπέλα που βλέπει τον αγαπημένο της να πεθαίνει ξαφνικά δίπλα της, η μάνα μπροστά στην άδεια κούνια του παιδιού της, η Εύα καθισμένη στο κατώφλι του παράδεισου, ο τοκογλύφος που βρίσκει μια πέτρα στην θέση του θησαυρού του, ο ποιητής που πέταξε στην φωτιά το μοναδικό χειρόγραφο του πιο ωραίου του έργου, δεν είχε ύφος περισσότερο κατάπληκτο και απαρηγόρητο από κέινη. Το αίμα εγκατέλειψε τελείως το γοητευτικό της πρόσωπο και όλη έγινε λευκή σα μάρμαρο. Τα ωραία της μπράτσα έπεσαν κατά μήκος του κορμιού της, έτσι που έλεγες ότι λασκάρισαν οι μύες κι ακούμπησε πάνω σε μια κολώνα, γιατί τα πόδια της λύγισαν και δεν μπορούσαν να την κρατήσουν. Εγώ, πελιδνός, με το μέτωπο μούσκεμα στον ιδρώτα, κατευθύνθηκα τρεκλίζοντας προς την πόρτα της εκκλησίας. Ήμουν σαν χαμένος. Οι θόλοι πίεζαν τους ώμους μου και μού φαινόταν πως το κεφάλι μου σήκωνε όλο το βάρος του οικοδομήματος.
Τη στιγμή που ήμουν έτοιμος να διαβώ το κατώφλι, ένα χέρι άρπαξε ξαφνικά το δικό μου: Ένα γυναικείο χέρι. Ποτέ μου δεν είχα ξαναγγίξει γυναικείο χέρι. Ήταν ψυχρό σαν το δέρμα φιδιού και το άγγιγμά του έμεινε καυτό σαν σημάδι σίδερου που καίγεται. Ήταν εκείνη: «Δυστυχισμένε! Δυστυχισμένε! Τι έκανες;» Μού είπε χαμηλόφωνα και αμέσως εξαφανίστηκε μέσα στο πλήθος.
Ο γέρο-επίσκοπος με κοίταξε με ύφος αυστηρό. Η συμπεριφορά μου ήταν η πιο παράξενη του κόσμου. Χλώμιασα, κοκκίνισα, ζαλιζόμουν. Ένας από τους συναδέλφους μου με συμπόνεσε, με βοήθησε να προχωρήσω. Ήμουν ανίκανος να βρω μόνος μου το δρόμο προς το σεμινάριο. Στη στροφή του δρόμου, ενώ ο ιερέας γύριζε το κεφάλι αλλού, ένας νέγρος φανταστικά ντυμένος, με πλησίασε και μού έδωσε ένα μικρό σημείωμα με χρυσοκέντητες γωνιές, κάνοντάς μου νόημα να το κρύψω. Το γλίστρησα στο μανίκι μου και το κράτησα εκεί μέχρι τη στιγμή που έμεινα μόνος μου στο κελί. Το άνοιξα. Όλο κι όλο ήταν δυο φύλλα με τις λέξεις: «Κλάριμοντ, ανάκτορο Κοντσίνι». Ήταν φυσικό, αφού είχα ζήσει μέχρι τότε απομονωμένος απ’ τον έξω κόσμο, να μην ξέρω τίποτα για την Κλάριμοντ παρόλο το ότι φαινόταν πως ήταν διάσημη και να αγνοώ το ανάκτορο Κοντσίνι. Έκανα χιλιάδες σκέψεις, τη μια πιο τρελή από την άλλη, μα για να είμαι ειλικρινής, στ’ αλήθεια επιθυμούσα να την ξαναδώ κι ήμουνα πολύ ανήσυχος για το αν ήταν μεγάλη κυρία ή εταίρα.
Αυτός ο έρωτας που μόλις είχε γεννηθεί, ριζώθηκε για πάντα στην καρδιά μου. Δεν ονειρευόμουνα να τον ξεριζώσω. Καταλάβαινα πως ήταν πράγμα ακατόρθωτο. Εκείνη η γυναίκα με είχε κατακτήσει απόλυτα. Ένα και μόνο βλέμμα της στάθηκε αρκετό να μ’ αλλάξει. Μού είχε εμφυσήσει τον πόθο της. Η ζωή μου δεν ήταν πια δική μου, αλλά δική της. Έκανα σαν τρελός, φιλούσα το μέρος του χεριού μου που είχε αγγίξει και επαναλάμβανα τ’ όνομά της ολόκληρες ώρες. Μόλις έκλεινα τα μάτια την έβλεπα τόσο καθαρά, σαν να ήταν στη πραγματικότητα και ξαναέλεγα τα λόγια εκείνα που είχε πει στο κατώφλι της εκκλησίας: «Δυστυχισμένε! Δυστυχισμένε! Τι έκανες;» Αντιλαμβανόμουν όλη τη φρίκη της καταστάσεώς μου και οι πένθιμες και φοβερές υποχρεώσεις που είχα επωμισθεί αποκαλύπτονταν πεντακάθαρα μπροστά μου. Είμαι ιερέας! Δηλαδή αγνός, δεν μπορώ να ερωτευτώ, δεν πρέπει να ξεχωρίζω φύλλο και ηλικία, πρέπει να απομακρύνομαι από κάθε ομορφιά, να ξεριζώσω τα μάτια μου, να θαφτώ κάτω από την παγερή σκιά ενός μοναστηριού ή μιας εκκλησίας, να βλέπω μόνο ετοιμοθάνατους, να προσεύχομαι δίπλα σε άγνωστα πτώματα και να φορώ το μαύρο ράσο μου που στο τέλος θα γινόταν και το σάβανό μου.
Ένιωθα τη ζωή να ανεβαίνει μέσα μου σαν λίμνη που ξεχειλίζει. Το αίμα μου χτυπούσε δυνατά στις φλέβες μου. Η καταπιεσμένη για τόσα χρόνια νιότη μου ξέσπαγε μεμιάς σαν την αλόη που κάνει πεντακόσια χρόνια ν’ ανθίσει και που γεννιέται με μια βροντή.
....................


Αλλά λίγο-λίγο αυτός ο ενθουσιασμός υποχωρούσε κι έπεφτα σε ονειροπολήσεις. Η κάμαρα εκείνη δεν θύμιζε νεκρική κάμαρα. Αντί να υπάρχει η απαίσια μυρουδιά του πτώματος που είχα συνηθίσει να αναπνέω σ’ αυτές τις περιπτώσεις, ένα λιγωμένο ανατολίτικο άρωμα κι εγώ δεν ξέρω ποια ερωτιάρικη μυρουδιά γυναίκας, πλανιότανε γλυκά στην χλιαρή ατμόσφαιρα. Εκείνη η ωχρή φλόγα ταίριαζε περισσότερο με το ημίφως που ανάβει επιτήδεια για την ηδονή, παρά για καντήλι που τρεμοπαίζει δίπλα στα πτώματα. Σκεφτόμουν την τυχαία σύμπτωση χάρη στην οποία ξαναβρήκα την Κλάριμοντ τη στιγμή που θα την έχανα για πάντα κι ένας στεναγμός λύπης έφυγε από το στήθος μου. Μού φάνηκε πως κάποιος είχε στενάξει επίσης πίσω μου και γύρισα άθελά μου. Ήταν η ηχώ. Με την κίνησή μου τα μάτια μου έπεσαν πάνω στο πολυτελές νεκρικό κρεβάτι, που ως τότε είχα αποφύγει να δω. Οι κόκκινες δαμασκηνές κουρτίνες με μεγάλα λουλούδια που τις ανασήκωναν χρυσού κροσσοί, άφηναν να βλέπει κανείς την ξαπλωμένη νεκρή με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος. Ήταν σκεπασμένη με πέπλο λιτό, θαμβωτικά λευκό που το σκιερό κόκκινο του παραπετάσματος το έκανε ακόμα περισσότερο να φαντάζει, ένα λευκό τέτοιας φινέτσας που δεν έκρυβε καθόλου το γοητευτικό σχήμα του κορμιού της και σού επέτρεπε να διακρίνεις τις ωραίες κυματιστές γραμμές του σαν το λαιμό του κύκνου που κι ο θάνατος ακόμα δεν μπόρεσε να σκληρύνει. Θα ‘λεγες ότι ήταν αλαβάστρινο άγαλμα πλασμένο από κάποιον έμπειρο γλύπτη, για να τοποθετηθεί πάνω σε τάφο βασίλισσας ή κοπέλα κοιμισμένη και σκεπασμένη με χιόνι.
Δεν μπορούσα πια να κρατηθώ. Η ατμόσφαιρα με μεθούσε, η πυρετική μυρουδιά του μισομαραμένου ρόδου μού ανέβαινε στο κεφάλι και περπατούσα πάνω-κάτω μες στην κάμαρα, σταματώντας κάθε φορά μπροστά στο ανάβαθρο για να ρίξω μια ματιά στην μεγαλόπρεπη νεκρή κάτω από την διαφάνεια του νεκρικού σεντονιού. Περίεργες σκέψεις τριγύριζαν στο μυαλό μου. Φανταζόμουν ότι δεν είναι νεκρή στην πραγματικότητα, πως ήταν κάποιο στρατήγημα που είχε χρησιμοποιήσει για να με φέρει στο παλάτι και να μού εξομολογηθεί τον έρωτά της. Κάποια στιγμή πίστεψα πως είδα να κινείται το πόδι της κάτω από το λινό ύφασμα.
....................


Δεν ξέρω αν επρόκειτο για οφθαλμαπάτη ή φαντασίωση, αποτέλεσμα ανταύγειας της λάμπας ίσως, αλλά θα ‘λεγες ότι το αίμα ξανάρχισε να κυλά κάτω από την ωχρή της επιδερμίδα. Όμως βρισκόταν πάντα σε ακινησία εξαίσια. Άγγιξα ελαφρά το μπράτσο της. Ήταν παγωμένο, αλλά ‘όχι πιο παγωμένο από τότε που είχε αγγίξει το χέρι μου στο κατώφλι της εκκλησίας. Ξέχασα τη θέση μου, έγειρα το πρόσωπό μου στο δικό της κι άφησα να κυλήσουν τα δάκρυά μου στα μάγουλά της. Α! Τι πικρή απόγνωση ένιωθα! Τι ανικανότητα! Τι αγωνία!
Θα ήθελα να μπορούσα να συγκεντρώσω τη ζωή μου και να της την δώσω και να φυσήσω στην παγερότητά της τη φλόγα που με κατάπινε. Η νύχτα προσχωρούσε και καταλαβαίνοντας ότι έφτανε η στιγμή του αιώνιου αποχωρισμού δεν κατόρθωσα να αρνηθώ την θλιβερή και υπέρτατη γλυκύτητα να φιλήσω με όλο μου τον έρωτα τα νεκρά της χείλη.
Και ω του θαύματος! Μι’ αλαφριά ανάσα ανακατώθηκε με τη δικιά μου και το στόμα της Κλάριμοντ ανταποκρίθηκε στην πίεση του δικού μου. Τα μάτια της άνοιξαν και ξαναπήραν κάποια λάμψη, έβγαλε έναν αναστεναγμό και ξεσταυρώνοντας τα χέρια της τα πέρασε γύρο από το λαιμό μου με ύφος άφατης θελκτικότητας. «Α! Εσύ είσαι Ρομυάλντε!» είπε με τόσο γλυκιά και χαύνη φωνή σαν τις τελευταίες δονήσεις της άρπας. «Τι κάνεις λοιπόν; Σε περίμενα τόσο καιρό που στο τέλος πέθανα. Αλλά τώρα ξανασμίξαμε. Θα μπορώ να σε βλέπω και να ‘ρχομαι κοντά σου. Αντίο Ρομυάλντε, αντίο. Σ’ αγαπώ. Αυτό ήταν όλο κι όλο που είχα να σού πω και τώρα σού δίνω πίσω τη ζωή που για μια στιγμή μού ξανάδωσε το φιλί σου.
Θα τα ξαναπούμε σε λίγο».
Το κεφάλι της ξανάπεσε πίσω, αλλά με αγκάλιαζε πάντα σα να ’θελε να με κρατήσει κοντά της. Ένας μανιασμένος έσπασε το παράθυρο και μπήκε στην κάμαρα. Το τελευταίο φύλλο του λευκού τριαντάφυλλου σπαρτάρησε για μια στιγμή σαν φτερό στην άκρη του κοτσανιού, κατόπιν αποσπάστηκε και πέταξε από τα’ ανοιχτό παράθυρο, μεταφέροντας μαζί του την ψυχή της Κλάριμοντ. Η λάμπα έσβησε κι έπεσα λιπόθυμος στο στήθος της ωραίας νεκρής.
..................................

Θεόφιλος Γκωτιέ
(εκδόσεις Αιγόκερως)

8 comments:

Μιχαήλ Angel said...

Ένας συγγραφέας εφάμιλλος του Στόουκερ. Η καταραμένη λογοτεχνία του 18ου αι.ασκεί ακατανίκητη έλξη και εμπνέει μεταγενέστερους. Η νεκρή ερωμένη είναι ένα φανταστικό δείγμα της. Το μουσικό χαλί για ρίγη, όπως πάντα. Μάκια

Totsis said...

Πολυ ωραίο το μπλογκ σου.

markos-the-gnostic said...

άλλο ένα βιβλίο που πρέπει να διαβάσω...

free_dober_man said...

Θεία μουσική! Υπέροχο ποστ καλό μου. Ένα ζεστό φιλί γιατί τα χιόνια λιώσαν.
:[

lucy of wild flowers said...

Καλημέρα, Μιχαήλ μου.
"Ακατανίκητη έλξη"!
Ακριβώς!
Δεν θα μπορούσα να το εκφράσω καλύτερα.
Ευχαριστώ πολύ.
Πολλά φιλιά.

lucy of wild flowers said...

Totsis,
καλημέρα, καλώς ήλθες!
Ευχαριστώ πολύ!

lucy of wild flowers said...

Μάρκο μου,
σπεύσε!

lucy of wild flowers said...

Free μου,

έλιωσε το πάλλευκο χιονάκι και μάς άφησε πάλι στα ίδια...
Αλλά σήμερα λάμπει ο ήλιος και μπαίνει οσονούπω η Άνοιξη!
Αυτός είναι ένας σοβαρός λόγος
για να είμαι αισιόδοξη!
Ευχαριστώ πολύ!
Θερμό φιλί!