Πίνακας
του
John Everett
Millais
English Pre-Raphaelite painter & illustrator
(Βorn June 8 1829- died August 13 1896)
A Beauty
Ο κ. Γοδεφρίδος πρέπει να έκανε έναν ύπνο βαθύ και ήρεμο εκείνη τη νύχτα, γιατί την επόμενη μέρα ξύπνησε φρέσκος και κεφάτος. Τον άκουσα, ενώ έπαιρνε το μπάνιο του, να τραγουδά με την στεντόρεια φωνή του την Madamina, προσπαθώντας να είναι ένας αξιοπρεπής Leporello.
Δύο ήταν οι αγαπημένες όπερες του κ. Γοδεφρίδου, τις οποίες άκουγε με τις ώρες τα φθινοπωρινά και χειμωνιάτικα απογεύματα. Don Giovanni και Andrea Chénier.
Μάλιστα, κουνούσε έντονα τα χέρια του δεξιά κι αριστερά, σαν να διηύθυνε μια φανταστική ορχήστρα, ενώ έγερνε ταυτόχρονα το κεφάλι του στο πλάι, έχοντας τα μάτια κλειστά και ταξιδεύοντας νοερά, ποιός ξέρει πού... Συχνά οι κινήσεις του γίνονταν ιδιαίτερα έντονες, εναρμονιζόμενες με τις εξάρσεις της μουσικής!
Τις ανοιξιάτικες και καλοκαιρινές βραδιές, πάλι, προτιμούσε να ακούει και να σιγομουρμουρίζει μερικές σονάτες του Chopin και τα Βραδεμβούργια κονσέρτα του Bach.
Πάντα με κλειστά μάτια, λύγιζε κάνοντας το σώμα του να κυματίζει πέρα-δώθε, σαν να είχε αφήσει τα κύματα της μουσικής θάλασσας να τον παρασύρουν σε κάποιο μαγικό νησί!
Α! Όλα κι όλα! Ο κ. Γοδεφρίδος είχε ανεπτυγμένο μουσικό κριτήριο. Και η αισθητική του ήταν ιδιαίτερα υψηλή, θα μπορούσα να πω...
Ήμουν στην ευρύχωρη, φωτεινή κουζίνα και τακτοποιούσα τα καλογυαλισμένα, μπακιρένια σκεύη, που κρέμονταν πάνω από τον πάγκο, ενώ στην φωτιά έβραζα νερό για το τσάι.
Υπήρξαν κάποια λεπτά απόλυτης σιωπής στο σπίτι, καθώς ο κ. Γοδεφρίδος είχε σταματήσει να τραγουδά. Θα είχε γυρίσει στην κρεβατοκάμαρά του να ντυθεί, ασφαλώς.
Εισέπνευσα με ευχαρίστηση τη ζεστασιά της κουζίνας και απόλαυσα τη γλυκιά ησυχία. Οι μόνοι θόρυβοι ήταν τα κούτσουρα, που τριζοβολούσαν στο τζάκι και το κροτάλισμα από τις φίνες πορσελάνες Βοημίας με τα λεπτά χρυσοδουλεμένα φινιρίσματα, καθώς τις τοποθετούσα στο τραπέζι για το σερβίρισμα του τσαγιού.
Ο κ. Γοδεφρίδος αγαπούσε τα όμορφα γεμάτα φινέτσα αντικείμενα. Έλεγε, ότι τον γέμιζαν με κάποιου είδους προσωρινή ευτυχία!
Το φρυγανισμένο ψωμί άχνιζε και μοσχοβολούσε, σερβιρισμένο ήδη μέσα στην πιατέλα, ενώ ολόφρεσκο βούτυρο, μαρμελάδα από μούρα και κατσικίσιο τυρί ανέδιναν ήδη γαργαλιστικές ευωδίες.
"Πολύ ωραία, πολύ ωραία, αγαπητή μου! Ξυπνήσατε νωρίς, βλέπω!
Όλα έτοιμα και όλα στην ώρα τους!"
Ο κ. Γοδεφρίδος είχε κάνει μια θορυβώδη και χαρούμενη είσοδο στην κουζίνα, φέρνοντας ένα δροσερό αέρα από ακριβή κολόνια και ταμπάκο!
Κάπνιζε τον μυρωδάτο καπνό του μόνο στο δωμάτιό του ή στο γραφείο του και μόνο με τα παράθυρα ανοιχτά!
"Καλημέρα. Το τσάι είναι έτοιμο", είπα σερβίροντάς τον.
"Λοιπόν, πώς κοιμηθήκατε;", ρώτησε με ενδιαφέρον ο κ. Γοδεφρίδος,
ρουφώντας μια μεγάλη γουλιά καυτό τσάι.
"Ελαφρά", απάντησα, ενώ καθόμουν απέναντί του για να πιω το ρόφημά μου.
Πράγματι, μετά τα μεσάνυχτα είχε αρχίσει να φυσάει δυνατά.
Σταμάτησε η χιονόπτωση, αλλά όλη τη νύχτα τα κλαδιά των δέντρων χτυπούσαν με μανία στα παράθυρα,
σαν να ήθελαν, θαρρείς, να εισβάλλουν μέσα στο δωμάτιο, κάνοντας τα παλιά ξύλινα παντζούρια με τους μεντεσέδες να τρίζουν απαίσια.
"Ω! Εγώ κοιμήθηκα σαν πουλάκι, σαν πουλάκι, μα την αλήθεια! Αλλά, αν δεν με απατά η μνήμη μου, εχτές το βράδυ έπεσε στην αντίληψή μου, ότι θέλατε να συνεχίσουμε τη μικρή μας κουβεντούλα! Τι λέτε; Δεν είναι καλύτερα να συνεχίσουμε τώρα, με το φως της ημέρας;"
"Με το φως της ημέρας...", επανέλαβα λίγο αφηρημένα...
"Μα, ναι, φυσικά! Ας την συνεχίσουμε, λοιπόν, πίνοντας το τσάι μας. Συμφωνείτε, αγαπητή μου;", με ρώτησε χαμογελαστά ο κ. Γοδεφρίδος.
Συνεχίζεται....
Κ. Α. Ξ. 2010