Saturday, May 12, 2007

Ερήμην



Με κράτησες στα χέρια σου
σαν μια πολύτιμη πορσελάνη,
σαν ένα εύθραυστο διάφανο κρύσταλλο.

Τόση ζεστασιά, τόσα χαϊδέματα του νου και της σάρκας ηδονικά, τρέχουν στο λογισμό σαν ηλεκτρισμένες θαλάσσιες μέδουσες και κολλούν στην πετρωμένη μνήμη,
παιδεύοντάς την με πολυπλόκαμα κεντρίσματα και ερωτήματα πνιγμένα
σε άγριες ορχιδέες και δηλητηριώδεις κάκτους.
Δεν αγροικιώνται οι λέξεις πια στο λογισμό, τα αναστενάγματα κατοικούν σε βάλτους που είναι απροσπέλαστοι για τα ραγισμένα μου πεδία. Βυθίζονται τα κρύσταλλά μου, αποκλίνουν, βουλιάζουν σε νερά κιτρινόχροα, σε πανίδα καμωμένη από την πλήρη αδιαταραξία σου, έχεις απωλέσει την αίσθηση της επαγρύπνησης, την έχεις όλη μετουσιώσει σε γλυκολάλητο αηδόνι που αργά κάθε νύχτα σιγοτραγουδά το νανούρισμά του στην αγριεμένη μου λαχτάρα.
Στραμπουληγμένα τα κάγγελλα του πορφυρένιου κλουβιού μου, πώς σού ξέφυγε η διαύγεια της αστραπής, πώς ερήμην σου τα μέταλλα έλιωσαν κάτω από το βάρος των πύρινων δακρύων, πώς το απόσταγμα του καυτού φιλιού σου έγινε χαλάζι πάνω στο γυμνό κορμί μου;
Ερήμην.
Ερήμην.
Δεν ήταν αυτό που θελήσαμε.
Δεν ήταν αυτό που σκεφτόμαστε τα βράδια στις ξενυχτισμένες μας εξάρσεις, όταν τα λαίμαργα λυγίσματα καραδοκούσαν πίσω από το παραθύρι να συλλάβουν ήχους ηδονικούς και σταγόνες ορμής ρέουσας και ανεξάντλητης.
Δεν ήταν αυτό που σκεφτήκαμε.
Δεν ήταν αυτό που ποθήσαμε.
Αλλά τι ποθήσαμε που ήταν απ’ την αρχή κατορθωτό; Πώς όλα ήταν αδιαπέραστα και ανεπανόρθωτα δικά μας και ταυτόχρονα μας ξέφευγαν, γλυστρούσαν πάντα σαν άμμος σε χαλαρωμένα από τον πόθο δάχτυλα;
Πώς ξέφευγαν οι λέξεις, οι ώρες, οι σιωπές, τα μουρμουρητά, σαν ατσαλένιες λάμες και βυθίζονταν γλυκόπικρα μέσα σε ασημογάλαζα νερά;
Ερήμην.
Ερήμην.
Εσύ βυθίζεσαι σε έλος κι εγώ περιπλανιέμαι σε δάση.
Ερήμην.
Αγγίξαμε το όνειρο με την πνοή μας.
Έπρεπε μόνο με την σκέψη μας.
Οι ατσαλένιες λάμες μάτωσαν τα δάχτυλα και οι φλέβες, αυτές οι ανυπόμονες παγίδες σου, βυθίστηκαν στο χάος.
Το χάος.
Εσύ του ξέφυγες αλώβητος.
Εγώ ακόμα παραδέρνω σε φιδίσια μονοπάτια, έχοντας απολέσει όλες τις πυξίδες, έχοντας σπάσει όλα τα όργανα διαφυγής.
Και τα δέντρα είναι ψηλά, με καταπίνουν.
Κάποιες φορές απλώνουν τα κλωνάρια τους τόσο ξεδιάντροπα, με παγιδεύουν με τρυφερή αγριότητα, πιάνονται από τα μαλλιά μου και με τραβούν εκεί που μόνο εσύ μπορούσες να με παρασύρεις.
Σε σκότη και σε ερέβη του νου ηδονικά και αχνοφεγγίζοντα. Κι εγώ είμαι μια οπτασία του δικού σου νου, εσύ μού δίνεις σάρκα και αίμα, εσύ με μετουσιώνεις σε ύπαρξη αρωματισμένη με τα μύρα της νύχτας, εσύ γλυκολάλητο αηδόνι, που έξω από το παραθύρι μου τον αέναο σκοπό σου μουρμουρίζεις ενώ στις φλέβες σου ρέει η ανυπομονησία του κραδασμού σου.
Ερήμην.
Σού ψιθυρίζω απαλά, ενώ στις φλέβες μου παγώνει η απουσία της σάρκας σου.
Ερήμην.
Σε δάση κατοικώ με αέναους εραστές τα ξεδιάντροπα κλαδιά και τα φυλλώματα.
Σε σένα έχω δωρίσει το χρυσό ρυτό του νου.
Οι ξεδιάντροποι εραστές του δάσους
ας γευτούν το αλαβάστρινο ρόδο.

© Lucy 2005

To post αυτό αναρτήθηκε στις 26/05/2006,
αλλά κάποιος αγαπημένος φίλος μού το θύμισε
κι έτσι...

2 comments:

"Δημήτριος ο Ταξιδευτής" said...

OPA!1 AUTO MOU IXE XEFIGEI KALO POLI KALO

lucy of wild flowers said...

Γιαυτό είμαι εγώ εδώ, Δημήτριε!
Για να μη σού ξεφεύγουν ούτε τα καλά, ούτε τα καλύτερα!
LOOOOOL