Los Olvidados του Luis Buñuel.
Οι ξεχασμένοι, οι λησμονημένοι από θεούς και ανθρώπους, αγγέλους και δαίμονες, από την ίδια τη ζωή, αφημένοι στη λάσπη, στις παραγκουπόλεις, στη μοίρα τους. Και είναι η μοίρα ανελέητη. Όχι, δεν είναι η μεταφυσική μοίρα, δεν την έχει ορίσει κάποια θεία σύμπασα αρμονία, δεν την έχει εγκρίνει κάποιος ανώτερος εγκέφαλος για την επίτευξη ενός υπέρτατου σχεδίου.
Οι Λησμονημένοι (Los Olvidados), είναι οι φτωχοδιάβολοι, τα χαμίνια, τα «αλητάκια», οι μικροαπατεώνες και μελλοντικοί τρόφιμοι των φυλακών, οι olvidados είναι οι παραπεταμένοι, αυτοί που υπάρχουν για να ολοκληρώνεται η «κοινωνική διαστρωμάτωση», αυτοί που κλέβουν, σκοτώνουν, εκδικούνται, αυτοί που ποτέ δεν πάνε μακριά. Πάνε μόνο μέχρι το θάνατο. Φλερτάρουν μαζί του, τον σκορπάνε απλόχερα και το ίδιο απλόχερα τους προσφέρεται. Σαν το ύψιστο δώρο.
Η ταινία του Luis Buñuel, την οποίαν παρακολούθησα απόψε σε Αθηναϊκό κινηματογράφο είναι γυρισμένη το 1950. Θα μού πεις: Ε! Σιγά! Έχουν περάσει πενήντα τόσα χρόνια από τότε! Ο κόσμος έχει αλλάξει,
υπάρχει πολιτισμός και αφθονία αγαθών !
Ναι, ο κόσμος έχει αλλάξει. Αλλά οι φαβέλλες ζουν και βασιλεύουν! Η παιδεραστία στις τριτοκοσμικές χώρες ανθεί. Ευυπόληπτα μέλη των δυτικών κοινωνιών πηγαίνουν διακοπές σε χώρες του τρίτου κόσμου, συνδυάζοντας το τερπνόν μετά του ανηλίκου, που κάνει τα πάντα για λίγα κέρματα!
Ναι, ο κόσμος άλλαξε, αλλά η παιδική εκμετάλλευση συνεχίζει να ανθεί και να βασιλεύει!
Ναι, ο κόσμος άλλαξε, αλλά η Αφρική και η λατινική Αμερική εξακολουθούν να μαστίζονται από φτώχεια και ασθένειες, και χούντες…χούντες…χούντες!
Η ταινία του Buñuel, είναι αριστουργηματική, όχι μόνο για το θέμα της-κι άλλοι πολλοί προσπάθησαν να μας τα πουν, χωρίς τόση επιτυχία-αλλά κυρίως για τον τρόπο γραφής της.
Ο δημιουργός δεν καταφεύγει ούτε μία στιγμή στον διδακτισμό, ούτε μία φορά δεν νοιώθεις να σου κουνά το δάκτυλο υποδεικνύοντας. Δεν βλέπεις μέσα από τα μάτια των ηρώων, βλέπεις τους ήρωες να κινούνται με προδιαγεγραμμένες κινήσεις, δεν τους προσεγγίζει με συμπάθεια, δεν παίρνει το μέρος τους, δεν σού υποθάλπει ενοχές, στα πετάει όλα στα μούτρα έτσι ψυχρά και με δεινή χειρουργική ακρίβεια. Μέσα σε 80 λεπτά μας πετάει στα όμορφα καλογυαλισμένα μούτρα μας όλη τη λάσπη και τη βρωμιά, όλη την εξαθλίωση και το αδιέξοδο, όλο το υποβόσκον σκουπίδι!
Δεν χαρίζεται σ’ αυτήν την κοινωνία των ζωντανών-νεκρών, δεν τους χαϊδεύει, δεν φαίνεται καν να τους δικαιολογεί. Είναι κι αυτοί συνένοχοι στην αδιαφορία, στην έλλειψη αγάπης, στην χλεύη, στο φόβο, στην απόκρυψη του εγκλήματος.
Ο Luis Buñuel σαν δεινός χειρουργός, στο τέλος αυτής της ταινίας, μας παραδίδει ένα κοινωνικό πτώμα, το οποίο έχει υποστεί νεκροτομή και αρχίζει να σήπεται.
Το οποίο όμως δεν έχει καν μπει στη φορμόλη.
Γιαυτό αγαπώ το σινεμά verite, γιατί μετά την γροθιά στο στομάχι, αισθάνομαι πιο ζωντανή!
Βλέποντας αυτήν την ταινία και κάνοντας όλες αυτές τις σκέψεις, ένα τραγούδι των doors καρφώθηκε στο μυαλό μου, ίσως φανεί άσχετο, αλλά ποιός μπορεί να αποφύγει τους συνειρμούς;
Love Me Two Times
by The Doors
Love me two times, baby
Love me twice today
Love me two times, baby
I'm goin' away
Love me two times, baby
One for tomorrow
One just for today
Love me two times
I'm goin' away
Love me one time
Could not speak
Love me one time
Yeh my knees got weak
love me two times, baby
Last me all through the week
Love me two times I'm goin' away
Love me two times I'm goin' away
Oh, yes
Love me two times, baby
Love me twice today
Love me two times, baby
I'm goin' away
Love me two times, baby
One for tomorrow
One just for today
Love me two times
I'm goin' away
Love me two times, baby
Love me twice today
Love me two times, baby
I'm goin' away
Love me two times, baby
One for tomorrow
One just for today
Love me two times
I'm goin' away
Love me two times
I'm goin' away
Love me two times
I'm goin' away.
Lucy 2006