Ζητάς μια λύτρωση που δεν έρχεται
από απαύγασμα καινούργιου ορίζοντα.
Ζητάς το στερνό φως μιας μετανοημένης μέρας
στο προσκεφάλι του θανάτου σου
προσπαθώντας να νοιώσεις ακόμα μια φορά
την αδιάφθορη αστραπή
της αμετακίνητης κοιλάδας.
Ζητάς κι εγώ σού τ' αρνιέμαι, ψυχή μου,
που παραδέρνεις σε κορμί μαστιγωμένο
από ερινύες και καταματωμένο
από μέδουσες και γοργόνεια.
Σε βρίσκω πάλι κορμί, αιχμάλωτο
σε αόρατους θεσμούς και μύθους
προϊστορικούς και τρισκατάρατους.
Μαζί σου έχω ζήσει, κορμί, τόσα χρόνια
κι από την αποξένωσή σου
συντρίφτηκα και φυτεύτηκα βαθειά
σε γκρίζα πέτρα, σκαλισμένη
σε ανέλπιδο γκρεμό.Μαζί σου έχω πεθάνει κορμί,
κυλισμένη σε αναίμαχτο βωμό
μ' έναρθρους κυματισμούς,
αφήνοντας την άδεια μέρα στη μοίρα της
χωρίς προσπάθεια για μεταφύτευση
των απύθμενων αντανακλάσεων
χωρίς εξηγήσεις για τη μοναδικότητα
της αμόλυντης ιέρειας
στην χώρα του μη όντος.
Η προσπάθεια της φωτιάς
να ματαιώσει το σιδερένιο σου
κυτταρικό μίασμα
η προσμονή του καρφωμένου τοπίου
να μιλήσει με νότες διονυσιακές
σε μολυσμένο ξόανο παλιάς θεότητας
η απάρνηση των όντων
από όλα τα όντα της χαμένης λατρείας
η θυμέλη του Βάκχου στο κέντρο
της αρχαίας πίστης, χωρίς σπονδές πια
με μια λύρα από νεκραναστημένα μουσικά κατάλοιπα
όλα στο κορμί μου, χωρίς συνοχή
και συνέχεια χωρίς τέλος.
Μουσική της άφθαρτης μονάδας
κλειδοκύμβαλα και σαντούρια
ρίζες μονοδιάστατες
χωνευτήρι πολυδιάστατο το μυαλό μου.
Περιμένει τη λύτρωση
που γεννάει λύτρωση ή θάνατο.
Περιμένει τις μαινάδες
και τους σάτυρους
στο αστραπόβροντο
και τα ξεντεριασμένα είδωλα
να σέρνονται στο χώμα.
Περιμένει τον αρχαίο μύθο και την αρχαία λατρεία
περιμένει την πάροδο και την έξοδο.
Πίστη νεκρή παραδαρμένη στο χάος
η ματιά της αόρατης πτώσης
ναοί και βωμοί γκρεμισμένοι απ' το χέρι μου
είδωλα και θεοί δοσμένοι στη φθορά
φορώντας πήλινα πόδια,
κρατάω μαστίγιο στη ματιά μου
εξαπολύω τα πυρά της ακαταμάχητης θέλησης
για το μη όν, για το μη γίγνεσθαι.
Ξέρω την απολυτοσύνη της ύπαρξής μου
που δεν κατασκευάζει καθαρτήρια
μαντεύω την μοναδικότητα της ορμής μου
που δεν παύει να μονοπωλεί το τραγικό και το παράλογο.
Συνειδητά καταποντίζω τα νυχτωμένα
θεατρινίστικα αγναντέματα
ρουφώντας τη μυστική παρηγορήτρα όαση
που τάχει όλα δεχτεί.
Η θεμελιακή πέτρα των μυστικών διαμερισμάτων
έχει κυλήσει στα πόδια μου
κατανικημένη απ' τη δική μου μαγνητική επέμβαση
στο απεγνωσμένο της πρόσωπο.
Απορριμμένες όλες οι ιδέες
στο ιλιγγιώδες τους φέξιμο
ακουμπισμένες κοντά στην παλιά σύνεση
που σπαρταράει στις τελευταίες της αλκυονίδες
που ποτέ δεν γυρίζουν για ό,τι έχουν χαθεί.
Χαμένες αλκυονίδες για μένα πάντα γυρνάτε
κρατώντας κάθε φορά το χρυσό ρυτό
για την ατέρμονη σπονδή του νου,
για τον απίστευτο ανασασμό της άδολης πορείας.
Για την αδιάφθορη πίκρα του καινούργιου χαμού σας.
Όλη η γη μια απέραντη κολασμένη παγίδα
κι εγώ προχωράω ανάμεσα σε πρόσωπα απολιθωμένα
σε τοξωτές στοές και μαυσωλεία ένδοξων ηρώων.
Και τα συντρίβω καθημερινά
και με συντρίβουν καθημερινά.
© Lucy
No comments:
Post a Comment