Showing posts with label night creatures. Show all posts
Showing posts with label night creatures. Show all posts

Tuesday, August 24, 2010

Σκύλλα και Χάρυβδις

Πίνακας του
Henry Fuseli
(Johann Heinrich Füssli)

(Born Feb. 7, 1741, Zürich, Switzerland-
died April 16, 1825, Putney Hill, London, England)

Odysseus facing the choice between Scylla and Charybdis



Τα μαγικά φίλτρα του έρωτα
επόθησεν ο Γλαύκος
μα η Κίρκη τού εδώρισε
τα δηλητήρια του πόθου και της ζήλιας

Εις μάτην τα δάκρυα της Σκύλλας
Πανώρια νύμφη το ένδυμα του σκότους να ενδυθεί
Δεν το επόθησε ποτέ
Ούτε στον πλέον ζοφερό της εφιάλτη το ελογίσθη

Τώρα το λουστρινένιο δέρμα με λέπια φρίκης
Έχει καλυφθεί
Και οι χρυσαφένιοι βόστρυχοι σε άγριες τέρατος κεφαλές
Είναι ποιημένοι.

Και η νύμφη η ζηλεμένη,
Θύμα του έρωτα, του πόθου και του φθόνου,
Αντίκρυ από την Χάρυβδη
Τα πέλαγα βιγλίζει  
Φόβος και τρόμος του Οδυσσέα
Και των περιπλανώμενων του κόσμου ετούτου
Πίνοντας μόνη τα καυτά τα δάκρυά της
Τι, ό,τι αγάπησε πολύ,
Με τα τρομακτικά σαγόνια της συντρίβει.

Κι αν κατά μοίρα θεϊκή, θνητός αλώβητος τύχει και προσπεράσει
Στην άλλη σύντροφο της συμφοράς
Την Χάρυβδη τον στέλνει.

Κάτια Α. Ξ.
Αύγουστος 2010

Odysseus shipwrecked. After meeting Charybdis
Drawing by Bonaventura Genelli

Monday, August 16, 2010

The Monster

Η retrospectiva μου συνεχίζεται με ένα γραπτό μου του 2008.
Οι αναγωγές στο "Τέρας" είναι απολύτως προσωπικές. Και αλίμονο, δηλαδή, αν δεν ήταν...

'Εργα
του
Hans Rudolf "Ruedi" Giger



Το ατσάλινο τέρας βοά
κουλουριάζεται
απλώνεται
τυλίγεται
σέρνεται
συρίζει
ουρλιάζει
βρυχάται
σπέρνει χάος
γκρεμίζοντας
τις πύλες της κολάσεως
βογκώντας
ανοίγει δρόμους
στον βαλσαμωμένο χρόνο
με τα σιδερένια του πλοκάμια
ρουφώντας αίμα και οξύ

Βυθίζει τις κρύες, μεταλλικές του αρθρώσεις
γεμάτες αγκάθια και σκουριά
σε μαλακά, καυτά
σπλάχνα
ερεθισμένο
εξακοντίζοντας
διέγερση αναπόδραστου σύμπαντος
των cyber μηχανών

Βγάζει καρφιά και λάμες
Σκίζει τις λάμ ι ες
με δόντια από πλουτώνιο
και υδράργυρο

Τα αυγά του εκκολάπτει
σε φορμόλη και παγωμένο αίμα

Το σιδερένιο ανοσιούργημα
των ονειρώξεων του Γαλαξία Γάμα
γεννά κεφάλια μέδουσας
γοργόνεια κι εφιάλτες

Ηδονικές κραυγές
και πόθου οιμωγές
σαρώνουν τη ραδιενεργό σκόνη
λιώνουν βαθιά στης γης
την άνομη τη μήτρα

Ξερνάει το τέρας
τρόμο και ατσάλι
καθώς στον αδηφάγο κόλπο
του αιμάσσοντος πυρήνα
της σπαραγμένης Κίρκης
βυθίζει τον φαλλό
σε δηλητηριώδη στύση

Εκχύνοντας
σπέρμα
φονικό
ηλεκτροφόρο...

Katia X. 2008

Thursday, March 11, 2010

Die Walküre



Arthur Rackham
The Ride Of The Valkyries 1911



William T. Maud
The Ride of the Valkyries



Μαύρη, δυσοίωνη προβάλλει η βουνοκορφή
απ' τον πυκνό κι αδιαπέραστο
μέλανα δρυμό.
Καταλαγιασμένες από την καταιγίδα αχτίδες
απλώνονται στις κορυφές των δέντρων
τρεμάμενα-δειλά φωτίζοντας
τους στερνούς κυματισμούς των φυλλωμάτων
που θροΐζουν  βογγητά και κατάρες
εξιστορώντας γι' αλλη μια φορά
το αμάρτημα των ατσάλινων καρφιών.

Λυσσομανούν οι Βαλκυρίες
απ' τα βαριά τα σύννεφα ξεχύνονται
κραδαίνοντας τις αστραπές
εκτοξεύοντας τους κεραυνούς
ξερνώντας τις φοβερές ιαχές τους
με φλογισμένα μάτια και ακόντια
συντρίβουν - ανελέητες - τους άνδρες
  στο άγριο πέρασμά τους.

  Αντάρα και κουρνιαχτός
και αίμα
ποτάμια αίμα
στους χρόνους αυτούς τους σκοτεινούς
τους τρισκατάρατους
του ζόφου
και της μαύρης κοιλάδας των δακρύων
στους χρόνους του αποδεκατισμού

Μαύρη η κορυφή

κι απόψε
κι οι πορφυρές αχτίδες
στις δρυς και στις οξιές
αίμα αγνό που ξεδιψά
τις ξεραμένες ρίζες.

Κρυφτείτε, Βαλκυρίες της συμφοράς,
τούτη τη νύχτα
τ' ατσάλινα καρφιά
μονολογούν ιστορίες αμαρτωλές
που θα σάς πάρουν τη λαλιά...

Κάτια Α. 2010


Κι εδώ, ένα παλαιότερο γραπτό μου, με το ίδιο θέμα, από άλλη σκοπιά...

Sunday, November 1, 2009

(My) Avatar(s)



Αναμένοντας με αγωνία την πολλά υποσχόμενη ταινία "Avatar"  
του James Cameron,
και διαβάζοντας τα στατιστικά στοιχεία, για το πόσο ραγδαία εξαπλώνεται η διαδικτύωση των ανθρώπων στον πλανήτη, σκέπτομαι πόσοι από εμάς, παράλληλα με την "πραγματική πραγματικότητα", ζούμε και σε μια άλλη, εικονική πραγματικότητα!

Μα, ναι! Είμαστε ισορροπημένοι, κοινωνικοί, έχουμε τις δραστηριότητές μας, τις επαγγελματικές μας υποχρεώσεις, τις σπουδές και όλα αυτά τα πολύ αληθινά.
Αλλά, παράλληλα έχουμε δημιουργήσει και τα δικά μας avatars. Και τα βρίσκουμε διασκεδαστικά, ενίοτε και χαριτωμένα.
Τα ντύνουμε, τα φροντίζουμε, τούς αλλάζουμε ρούχα και χρώμα μαλλιών, ενίοτε μάς ζητούν τα τα ταΐσουμε κιόλας! 
Προσωπικά, δεν γνωρίζω κανένα στον κύκλο μου- και είναι αρκετά μεγάλος!- που να έχει παραλείψει αυτό το "ύψιστο καθήκον", να δημιουργήσει δηλαδή το δικό του avatar!
Τι μάς εξωθεί να φτιάχνουμε αυτά τα συμπαθητικά "mini me" και να τα κινούμε κατά τις επιταγές του application?

Θα εξομολογηθώ κάτι: Όταν ήμουν μικρή, κάπου στα 10-12, η πιο σφοδρή επιθυμία μου ήταν να έχω ένα κουκλόσπιτο με μικροσκοπικά ανθρωπάκια, ζωντανά, και να παρακολουθώ κάθε τους δραστηριότητα! Mα κάθε!
Αρκετά spooky, ε;
Μεγαλώνοντας, άρχισα να "παίζω", με την καλή έννοια, με πραγματικούς ανθρώπους, φλερτ, έρωτες, αγάπες, χωρισμοί...
Τι να το κάνεις, όμως;
Εμφανίζονται, ξαφνικά, τα applications (εφαρμογές ή online παιχνίδια), για να σε μετατρέψουν σε ηδονοβλεψία του εαυτού σου!
Μήπως, όμως, αυτή είναι η λέξη κλειδί, στην οποίαν βασίζεται η τρομακτική επιτυχία
των apps και η κατακλυσμιαία δημιουργία εικονικών λιλιπούτειων, δηλαδή, avatars;
Μήπως τρελαινόμαστε να βλέπουμε τον εαυτό μας από ψηλά και να τον κατευθύνουμε εμείς και μόνον εμείς, σε μια κοινωνία, όπου τα πάντα είναι προδιαγεγραμμένα για μάς από άλλους;
Μπα! Κι αυτή μια ψευδαίσθηση είναι, τελικά.
Τα applications είναι κι αυτά προγραμματισμένα! 
Τα avatars έχουν συγκεκριμένες δυνατότητες.
Είτε στην πραγματική, είτε στην εικονική ζωή, λοιπόν, η υπέρβαση είναι δύσκολη έως ακατόρθωτη.
Μένει σε μάς να επιλέξουμε ποιες υπερβάσεις θέλουμε να κάνουμε.


Κάτια Α. 2009


My Avatars



 

and the real me

 

Friday, June 19, 2009

Το Κρυστάλλινο Πουλί

Κάτι πολύ παλιό μου, που με γεμίζει νοσταλγία...

Στα ηχεία μας σήμερα:
Igor Stravinsky
Firebird

Πίνακας του
Arthur Hughes
Pre-Raphaelite Painter,
(27 January 1832 – 22 December 1915)



The Property Room



Η νύχτα ήταν βαριά, ασήκωτη.
Οι μουσκεμένες αναλαμπές του μυαλού μου βουτούσαν στο σκοτάδι, προσπαθούσαν να το δαμάσουν, αλλά αυτό ορθωνόταν με απίστευτη αγριότητα, κρατώντας φιδίσια μαστίγια και με απειλούσε με πλήρη καθυπόταξη.
Ξεκίνησα να τρέχω.
Μπροστά μου ορθώθηκαν θόλοι από γρανίτη και κίτρινο αδάμαντα, με τόση πρισματική αρμονία και με τόσες εκτυφλωτικές λάμψεις, που αναγκάστηκα να κλείσω τα μάτια.
Μέσα από τα μισόκλειστα βλέφαρα διέκρινα μια αχνή σκιά.
Μού έτεινε ένα χέρι. Ήταν ένα χέρι πελώριο, κρατούσε ένα χάρτη κιτρινισμένο, παλιοκαιρίτικο.
Άνοιξα πάλι τα μάτια, είχαν χαθεί γρανίτες και αδάμαντες από τους ορίζοντες του οπτικού μου πεδίου, που φαινόταν να είχε στενέψει τόσο πολύ που είχε μετατραπεί σε μια ατέλειωτα υποφωτισμένη σήραγγα.
Το χέρι με δελέαζε με κινήσεις υπνωτιστικές.
Σαν χαμένη και με το μυαλό να με διατάζει να ακολουθήσω το χέρι μπήκα στην σήραγγα.
Αναμμένα δαδιά σιγόκαιγαν και στις δύο πλευρές της στοάς και καθώς περνούσα σιμά τους, έσκυβαν αργά προς το μέρος μου μουρμουρίζοντας:
«Συγγνώμη, νεκρός, παγίδα, ..» κι άλλες χιλιάδες λέξεις που δεν προλάβαινα να τις απορροφήσω πλήρως καθώς η μια γεννιόταν στον απόηχο της άλλης κι όλες μαζί βογγούσαν με ήχους της αποκάλυψης.
Η σήραγγα φάνταζε ατέλειωτη, άρχιζα να κουράζομαι, να φοβάμαι, όταν το χέρι σταμάτησε απότομα και έστρεψε το χάρτη προς μια δάδα.
«Θα καεί», φώναξα με μια φωνή που φάνηκε να ακούω μόνο εγώ, καθώς ήχος δεν βγήκε και οι δάδες συνέχιζαν το αέναο λεξιπλέξιμό τους.
Ο χάρτης πήρε φωτιά, μια πύρινη γλώσσα γαλάζια στην αρχή και μετά κατακόκκινη, ξεπετάχτηκε σαν φοβέρα αλλά και σαν γλυκιά υπόσχεση, έγινε ένα πανέμορφο παρανάλωμα, εκεί μπροστά στα πόδια μου κι εγώ κάθισα κάτω, κι άρχισα να κλαίω βουβά, καθώς ούτε χέρι πια έβλεπα, ούτε έξοδο, ούτε κάτι που να μπορούσα να το θεωρήσω αρκετά ζωντανό, ώστε να με βοηθήσει να βρω το δρόμο της επιστροφής.

Έπρεπε να έμεινα εκεί ώρες πολλές και μάλλον απόκαμα κι ίσως με πήρε ο γλυκός μορφέας στην κάμαρά του, να με ανακουφίσει για κάμποση ώρα, όταν μια τσιριχτή φωνούλα έκραξε μες τ’ αυτί μου : «Έλα!»
Ξύπνησα αλαφιασμένη, η στοά είχε σκοτεινιάσει εντελώς και οι δάδες είχαν υποκύψει στο μοιραίο.
Δεν σιγόκαιγαν πια τις παράδοξες λέξεις τους, μόνο δάκρυζαν, και το δάπεδο της στοάς είχε γεμίσει από γαλαζοπράσινα δάκρυα, που δημιουργούσαν λεπτόχρωμα κρύσταλλα και γλιστρούσαν σαν κόλαση.
Γλίστρησα στο πρώτο βήμα μου προσπαθώντας να υπακούσω σε κείνο το «έλα».
Νόμισα πως κατρακύλησα ώρα πολλή, και τα κρύσταλλα μ’ ακολουθούσαν,
πραγματικά κατρακυλούσαν κι αυτά μαζί μου, πλέκοντας γύρο μου έναν αστραφτερό και διάφανο ιστό.
Μ’ έριξαν μαλακά σ’ ένα πολύ μικρό δωμάτιο, όλο καμωμένο από λέπια και ουρές σαύρας.
Πράσινο, γλοιώδες και αποκρουστικά σαγηνευτικό.

Μόλις έπεσα στο δάπεδο, που φαινόταν να μετακινείται συνεχώς τα κρύσταλλα όλα ορθώθηκαν μπροστά μου και σχημάτισαν μια καλοφτιαγμένη φιγούρα ενός πουλιού.
Το κρυσταλλένιο πουλί πήρε το χρώμα του εβένου και οι ανοιγμένες φτερούγες
το χρώμα του αχάτη.
Το ράμφος είχε το χρώμα του αιματίτη.
Το πουλί μού έγνεψε.
Σκαρφάλωσα στην ράχη του.
Δεν ήταν σκληρή ούτε κρύα, μα απίστευτα θερμή και μαλακιά.
Οι ουρές σαύρας ξεκίνησαν να σαλεύουν απειλητικά, άρχισαν να τεντώνονται, να εκτοξεύονται, άγγιξαν τα γυμνά μου πόδια, τυλίχτηκαν στους αστραγάλους, ανέβηκαν ψηλότερα στα γόνατα, με τραβούσαν με δαιμονική μανία.
Τα λέπια έστησαν χορό μετακινώντας το πάτωμα και τους τοίχους που πια είχαν πάρει το σχήμα στόματος ορθάνοιχτου και βρυχώνταν ακατάληπτους ήχους.
«Κράτα με». Είπε το μαύρο πουλί!
«Σε κρατάω»! Είπα και σφίχτηκα πάνω στις εβένινες φτερούγες, που είχαν ανοίξει και ξερνούσαν μολύβι και κομμάτια γρανίτη, με τόση ταχύτητα και δύναμη, που οι ουρές άρχισαν να αιμορραγούν και να τρυπώνουν η μια κάτω απ’ την άλλη φτύνοντας απειλές και κατάρες.
Λούφαξαν οι σαύρες κι άνοιξαν χώρο τα λέπια και το μαύρο πουλί με τα εβένινα φτερά πέταξε ανάμεσά τους και εκτινάχτηκε ψηλά στον ουρανό.

Μα δεν ήταν ουρανός αυτός, ήταν ένα παράξενος βαθυγάλαζος θόλος, με χιλιάδες κεντίδια από χρώματα και αστραπές.
Στο κέντρο του θόλου μία υπέροχη σύνθεση από περίτεχνα vitraux, αναπαριστούσε μια θυσία.
Κοίταζα μαγεμένη. Δεν χωρούσε ο νους τέτοια ομορφιά, τέτοια αρμονία, τέτοια πανδαισία χρωμάτων.
Ποιά θεϊκή παλέτα είχε γεννήσει αυτή τη δημιουργία;
Ποια λατρεία είχε εμφυσήσει στον δημιουργό αυτού του αριστουργήματος
την αποθέωση της τέχνης;
Τόσο συνεπαρμένη ήμουν που είπα στο πουλί: «Θέλω να πάω κοντά, θέλω να δω!»
«Όχι, δεν μπορείς»
«Γιατί όχι;»
«Δεν θα αντέξεις, θα χαθείς…»
«Δεν πειράζει, αρκεί που θα δω»
Το πουλί δάκρυσε.
Τα δάκρυά του έγιναν μικρές ψιχάλες και με διαπέρασαν σαν σουβλερός υπέρηχος.
Ξαφνικά πονούσα και κρύωνα, έκανε παγωνιά, και κάποιες νιφάδες άρχισαν να χορεύουν τρελά γύρο μου.
«Πήγαινέ με εκεί, κι ας χαθώ».
Το πουλί άλλαξε χρώματα τότε μπροστά στα έκθαμβα μάτια μου, χιλιάδες χρώματα εκτυφλωτικά κι άρχισε να πετά με κυκλικές κινήσεις μέσα στον τεράστιο θόλο, πλησιάζοντας την οροφή και το θαυμαστό έργο, που με τρελή λαχτάρα περίμενα ν’ αντικρίσω.
Κάθε φορά όμως που πλησίαζε, έκανε μια καλοζυγισμένη χορευτική φιγούρα
και βουτούσε στο κενό!
Δεν προλάβαινα να δω κι άρχισα να βουρκώνω.
Δεν ήταν φίλος μου τελικά το πουλί, μού στερούσε αυτό που ποθούσα πιο πολύ
εκείνη τη στιγμή.
Έκλαιγα γοερά και παρακαλούσα να με αφήσει.
«Κατέβασέ με από τα φτερά σου, θα σκαρφαλώσω μόνη μου!»
Το πουλί κάγχασε δυνατά και ήταν εκείνη τη στιγμή
σαν να περιγελούσε όλη μου την υπόσταση!
«Καλά» είπε.
Άρχισε ν’ αψηλώνει σιγά-σιγά προς το θόλο.
Τα χρώματά του πάλι μεταλλάχτηκαν έγιναν σκούρα γκριζωπά.
Πετούσε με μεγάλες κινήσεις ανοίγοντας τις φτερούγες
σε όλο τους το υπνωτιστικό βεληνεκές.

Φτάσαμε κοντά στον θόλο, σχεδόν άπλωσα το χέρι και τον άγγιξα.
Μοναδικής αρμονίας χρώματα και παραστάσεις ονειρικές.
Μια θυσία.
Μια γυναίκα στο ράμφος ενός πουλιού, με σχισμένo το αραχνοΰφαντο φόρεμα,
ήταν έτοιμη να παραδοθεί στο πεπρωμένο.
Το πεπρωμένο είχε μάτια γερακιού κατάμαυρα, και μαλλιά μέδουσας,
πολυπλόκαμους όφεις.
Χέρια κατάλευκα και σώμα σαν μαβιά πηχτή θάλασσα.
Το πεπρωμένο είχε όνομα.
Κάποια δυσανάγνωστη λέξη. Προσπάθησα να τη διαβάσω. «Επιθυμία»
Έμεινα να κοιτάζω αποσβολωμένη την παράσταση της θυσίας.
Τη ρουφούσα σαν μέλι και σαν γάλα, σαν δροσερό νερό και σαν δηλητήριο.
Την κατάπινα χωρίς ανάσα.
Την κοίταζα ώρα πολλή, δεν την χόρταινα.
Το πουλί με συντρόφευε στην ατέρμονη λαχτάρα μου να δω κι άλλο,
να ρουφήξω κι άλλο την μοναδικής καλλονής παράσταση.
Πετούσε αργά, απαλά και ξαφνικά ένοιωσα πως πετούσε κουρασμένα.
Απλά κουνούσε τις φτερούγες αλλά παρέμενε στο ίδιο σημείο,
αφήνοντάς με να απολαμβάνω κι άλλο κι άλλο…
Τα χρώματα όλα είχαν σβήσει, ούτε το γκρίζο είχε απομείνει.
Είχε γίνει διάφανο το πουλί, και είχε αρχίσει να κελαδάει.
Τι γλυκιά λαλιά!
«Κουράστηκες πολύ, σ’ ευχαριστώ καλό μου πουλί. Πάμε να φύγουμε τώρα, αρκετά είδα», είπα.
Το πουλί γλυκολαλούσε για λίγη ώρα ακόμα.
Μετά σταμάτησε, σιώπησε εντελώς.
Βούτηξε κάθετα στην αίθουσα, και με άφησε απαλά στο μαρμάρινο δάπεδο.
Παντού ήταν σκορπισμένες γραφίδες, σφραγιδόλιθοι και κομματιασμένα αγάλματα.
Είπα, κουράστηκε και θέλει να ξαποστάσει πριν κινήσουμε ξανά.
Το καημένο, τόση ώρα με βαστούσε στις φτερούγες του.
Εκείνο έκανε ακόμα μια πτήση ψηλά στο θόλο. Πτήση μοναδικής ωραιότητας και γλυκολαλούσε ξανά,
Θεέ μου πόσο γλυκά λαλούσε!
Έκλεισα τα μάτια ν’ απολαύσω την ουράνια μελωδία, όταν πυκνοί και αποτρόπαιοι ήχοι από απειλητικά φτεροκοπήματα μ’ ανάγκασαν να τα ανοίξω πάλι!
Το πουλί, το δικό μου πουλί είχε ξαναπάρει όλα τα χρώματά του, είχε βαφτεί κατάμαυρο με μάτια από αχάτη που πετούσαν πύρινες σπίθες και ράμφος αιματίτη.
Θα ανέβω πάλι στα ζεστά φτερά του σκέφτηκα.
Εκείνο μ’ άρπαξε στο ράμφος του, όμως, που είχε γιγαντωθεί αλλόκοτα, και με σήκωσε ψηλά στο θόλο.
Τα κρυσταλλένια φτερά έτριξαν με δύναμη και τα γαμψά νύχια χτύπησαν με ορμή τα vitraux. Εκείνα διαλύθηκαν σε χιλιάδες πρισματικές, πολύχρωμες στάλες κι άρχισαν να πέφτουν, θλιμμένη βροχή,γδέρνοντάς μου το λαιμό και το στήθος.
Το πουλί βγήκε στο φως, μαζί κι εγώ παγιδευμένη στο ατσαλένιο ράμφος.
«Με πονάς» ψέλλισα.
Το πουλί βουβαινόταν.
«Γιατί;» πρόλαβα να πω.
«Δεν έπρεπε να δεις το πεπρωμένο σου. Τώρα είναι αργά».
Είπε το πουλί και μόνο τον απόηχο του απαίσιου κρωξίματος άκουσα, καθώς με άφηνε να γκρεμίζομαι στο κενό.

© Κάτια Α. 2006

Monday, May 18, 2009

Λυκαυγές

Πίνακας του 
Egon Schiele
(born , June 12, 1890, Tulln, near Vienna
died Oct. 31, 1918, Vienna)



Αφουγκράζομαι
τους ήχους σου
τους ψιθύρους
και τις ανάσες
το τοπίο βουλιάζει σε έναν απέραντο ωκεανό
υδάτινες οι μορφές καταλαγιάζουν πλάι μου
σέρνοντας καημούς από κουφάρια ναυαγισμένων 
κορμιών

Σαν φέξει
θα εξατμιστούμε σαν το τραγούδι των σειρήνων
με μια λάμψη που θα διαρκέσει 
όσο η διαστολή της χρυσής ίριδας
του οργασμικού μας λυκαυγούς

Κάτια Α. 2009

Wednesday, May 6, 2009

Βροχερά Δωμάτια

Στα ηχεία μας σήμερα
Claudio Monteverdi
Lamento Della Ninfa
Orfeo - Rosa Del Ciel
and more...

Πίνακες του
John William Waterhouse
(Born April 6, 1849 Rome
Died February 10, 1917 London)
(Pre-Raphaelite painter,
έργα του οποίου 
θα παρουσιαστούν εδώ σύντομα)


The Lady of Shalott



Στη στοιχειωμένη λίμνη, φάσμα άϋλο,
σκιά του ερέβους,
μετρώντας τις ανάσες μέσα από ανεστραμμένους καθρέφτες,
λάμνοντας σε τρικυμισμένα βάθη
παγιδευμένη στα δηλητηριώδη φύκια
και τα αγριόχορτα

Το διάλεξα;
Ή με διάλεξε;

Να είμαι μια σκιά, που ψηλαφίζει τα σκοτάδια.
Ένα θλιμμένο ρόπτρο σε κείνη την παλιά, χαραγμένη πόρτα,
που ηχεί και ξαναηχεί, μέταλλο και λάμψεις ακατέργαστες,
ξύλο και λάδι,
νερό και ρείθρα,
ένα τοπίο σε κατάβαση,
δημιούργημα του γοργόνειου και της πέτρας.

Ποιος "αόρατος θίασος" με ακολουθεί
και ποιες "εξαίσιες μουσικές" ακονίζω με τη λάμα μου;

Κι εσύ, φίλημα ηδονικό, με του Μορφέα τα χάδια, παραφυλάς κρυφά,
ν' ακούσεις τους ψιθύρους,
να αφουγκραστείς τις νότες απ' τα απόκρυφα σημάδια.
Κι έναν καημό,
που είναι ο καημός μου.
Μια νότα ανέγγιχτη.
Απροσπέλαστη χαρακιά που βουτάει τις ίριδες στο μαύρο μελάνι.
Μια νότα, που με οδηγεί τις αφέγγαρες νύχτες σε έναν αόρατο κόσμο...
Που γίνεται ορατός και παίρνει χρώμα
μόλις πέσουν οι βαριές, βελούδινες κουρτίνες του σκότους
στα βροχερά δωμάτια, που χρόνια κατοικώ.

Κάτια Α. 2009

Σημ. Ο τίτλος είναι έμπνευση ενός αγαπημένου φίλου.

Ophelia

Wednesday, July 30, 2008

Η Κατακόμβη των Ονείρων

Στα ηχεία μας σήμερα:
Popol Vuh
και
Hans Zimmer


Opening credits of
Nosferatu (1979)
by
Werner Herzog




Στεγανοποιημένο το πηγάδι του διαβόλου
ριχτήκαμε νύχτα
χωρίς σκοινί και κουβά
κι όλο στενεύουν τα τοιχία του
και αναδεύουν οι λειχήνες
ασθμαίνοντας για δηλητηριώδεις εναγκαλισμούς

η πτώση αμείλικτα κάθετη
και σφοδρή
τα νύχια προσπαθούν να γαντζωθούν
μα γδέρνονται
σκίζονται και ματώνουν

κορμιά άψυχα στον πάτο
η κατακόμβη των ονείρων
τα ξερνάει σαν μιασμένα υπολείμματα
μιας ακίνητης
και μελαγχολικής αιμομιξίας
όταν η κατακλυσμιαία βροχή
δεν προμηνούσε άλλο
παρά τον θάνατο

© Λ.Κ. 2008

Tuesday, June 3, 2008

Το Απόκληρο Σκυλί Του Άδη



Κατακλυσμιαία η έκπτωση

Ανδροειδή σε ορδές
σπέρνουν αντάρα
και όξινες εκκρίσεις
αποδεκατίζοντας
τους μαλακούς εγκεφάλους
των υπόγεια εγκλεισμένων

διαβρώνοντας τη σάρκα
των κίτρινων φαντασμάτων του έλους
βυθίζοντας σκουριασμένα κοπίδια
στις οφθαλμικές κόχες
των επιτελαρχών του σκότους


Εσύ, όμως, να εμμένεις
κι εγώ απόψε θα ξεθάψω
το θανατερό μου χαμόγελο
και τα ραδιενεργά μου φίδια


Εσύ, όμως, να επιμένεις
κι εγώ τις λάμες μου θα ακονίσω

Εσύ, όμως, να ανατείλεις
κι εγώ το σάβανο των κρύων αγαλμάτων
θα σκίσω με τα δόντια
θα τα ζεστάνω με αίμα καυτό

Και θα χαϊδέψω
αυτό το απόκληρο σκυλί του Άδη
που επιμένει να μού γλείφει
τις πληγές μου

Λ.Κ.. 2008

Tuesday, July 24, 2007

Nosferatu, The Undead






H Lucy Harker,
O Jonathan Harker
και
ο Nosferatu, ο Απέθαντος,
είναι οι δαιμονικοί ήρωες
ενός
Ρομάντζου,
Άφατου Τρόμου.

Damned heroes
of a Cursed Romance.

Γιατί, οι καυτές, καλοκαιρινές νύχτες
χρειάζονται τρομακτικά ρομάντζα...

Lucy 2007


Στο mini player
Τοκάτα και Φούγκα σε D Moll
του
J.S. Bach