Showing posts with label memoir. Show all posts
Showing posts with label memoir. Show all posts

Thursday, January 5, 2012

Ερινύες

Πίνακας
του
William-Adolphe Bouguereau
(born Nov. 30, 1825, La Rochelle, France,
died Aug. 19, 1905, La Rochelle)


Orestes Pursued by the Furies, 1862
Oil on canvas


Οι Ερινύες ξόδεψαν
και το τελευταίο τους νόμισμα
πάνω στην πέτρα χάραξαν τα ονόματά μας
σε κέρατα ταύρων τραγούδησαν
τραγούδι οργισμένο
και τύλιξαν σε δάκρυα λησμονιάς
τα βλέφαρά μας
τρυπώντας μας τους κερατοειδείς
με ανελέητο φως

Κι ύστερα βούτηξαν πάλι
στα βαθιά σκοτάδια.

Μόνο η πέτρα μένει πια
τις Ερινύες μας
να θυμίζει.

Κάτια Ξ.
Ιανουάριος 2012

Sunday, February 14, 2010

Των Ερώτων τα Παραμύθια



Στα ηχεία μας σήμερα: Medieval Music

Πίνακας του 
Alessandro Magnasco
Italian painter
~γνωστός και ως Lissandrino ή Il Lissandrino~

(born Feb. 4, 1667, Genoa [Italy],

died March 12, 1749, Genoa)




Έχει κάποιο νόημα η ύπαρξή μας
ή είμαστε μόνο ξερά φύλλα
ριγμένα στο χώμα
που τα παρασύρει ο άνεμος και τα πετά
σε δύσοσμους βάλτους;

Ξερά φύλλα
που τα παίρνει ο έρωτας
και τα νοτίζει με μουχλιασμένα δάκρυα.

Μετά από βαθιές λύπες
απογυμνώνεται η ψυχή
και το κορμί να ξαποστάσει αποζητά
σε ριζά κορμών
μέσ' το φυλλωμένο δάσος
που καλά φυλαγμένα
κρατά τα μυστικά του.
Κι ευτυχώς,
γιατί είναι η μόνη παρηγοριά
που έχει απομείνει
για τις στεγνωμένες
~από τον ανελέητο ήλιο~
υπάρξεις.

Το δάσος
και η απεραντοσύνη της θάλασσας
με τα μεγάλα κύματα
~που κάθε βράδυ με καταπίνουν~
με στοιχειώνουν
στον ύπνο μου
ωθώντας με πιεστικά
να αφήνω σημάδια μελάνης κι αίματος
σε παρθένο χαρτί.

Καθώς τα αντικείμενα γύρο μου

αποκτούν ψυχή,
ενώ οι άνθρωποι χάνουν τη δική τους,
εστιάζω στους ψιθύρους της σκόνης
και της λησμονιάς:
"Έχασες το δρόμο κι άργησες"

Των ερώτων τα παραμύθια
στράγγισαν από χυμούς
ενώ το πρασινόμαυρο δάσος
υγραίνει το μέλλον
των ανεκπλήρωτων πόθων.

Μια ρίζα να γείρω

ν' αποκοιμηθώ
να πάψουν να με στοιχειώνουν
οι παλίρροιες και τα τέρατα.

Μια ρίζα δροσισμένη από γλυκιά αχλή.

Μόνο αυτό
Θέλω

Κάτια Α. Ξ. 2010



Friday, June 19, 2009

Το Κρυστάλλινο Πουλί

Κάτι πολύ παλιό μου, που με γεμίζει νοσταλγία...

Στα ηχεία μας σήμερα:
Igor Stravinsky
Firebird

Πίνακας του
Arthur Hughes
Pre-Raphaelite Painter,
(27 January 1832 – 22 December 1915)



The Property Room



Η νύχτα ήταν βαριά, ασήκωτη.
Οι μουσκεμένες αναλαμπές του μυαλού μου βουτούσαν στο σκοτάδι, προσπαθούσαν να το δαμάσουν, αλλά αυτό ορθωνόταν με απίστευτη αγριότητα, κρατώντας φιδίσια μαστίγια και με απειλούσε με πλήρη καθυπόταξη.
Ξεκίνησα να τρέχω.
Μπροστά μου ορθώθηκαν θόλοι από γρανίτη και κίτρινο αδάμαντα, με τόση πρισματική αρμονία και με τόσες εκτυφλωτικές λάμψεις, που αναγκάστηκα να κλείσω τα μάτια.
Μέσα από τα μισόκλειστα βλέφαρα διέκρινα μια αχνή σκιά.
Μού έτεινε ένα χέρι. Ήταν ένα χέρι πελώριο, κρατούσε ένα χάρτη κιτρινισμένο, παλιοκαιρίτικο.
Άνοιξα πάλι τα μάτια, είχαν χαθεί γρανίτες και αδάμαντες από τους ορίζοντες του οπτικού μου πεδίου, που φαινόταν να είχε στενέψει τόσο πολύ που είχε μετατραπεί σε μια ατέλειωτα υποφωτισμένη σήραγγα.
Το χέρι με δελέαζε με κινήσεις υπνωτιστικές.
Σαν χαμένη και με το μυαλό να με διατάζει να ακολουθήσω το χέρι μπήκα στην σήραγγα.
Αναμμένα δαδιά σιγόκαιγαν και στις δύο πλευρές της στοάς και καθώς περνούσα σιμά τους, έσκυβαν αργά προς το μέρος μου μουρμουρίζοντας:
«Συγγνώμη, νεκρός, παγίδα, ..» κι άλλες χιλιάδες λέξεις που δεν προλάβαινα να τις απορροφήσω πλήρως καθώς η μια γεννιόταν στον απόηχο της άλλης κι όλες μαζί βογγούσαν με ήχους της αποκάλυψης.
Η σήραγγα φάνταζε ατέλειωτη, άρχιζα να κουράζομαι, να φοβάμαι, όταν το χέρι σταμάτησε απότομα και έστρεψε το χάρτη προς μια δάδα.
«Θα καεί», φώναξα με μια φωνή που φάνηκε να ακούω μόνο εγώ, καθώς ήχος δεν βγήκε και οι δάδες συνέχιζαν το αέναο λεξιπλέξιμό τους.
Ο χάρτης πήρε φωτιά, μια πύρινη γλώσσα γαλάζια στην αρχή και μετά κατακόκκινη, ξεπετάχτηκε σαν φοβέρα αλλά και σαν γλυκιά υπόσχεση, έγινε ένα πανέμορφο παρανάλωμα, εκεί μπροστά στα πόδια μου κι εγώ κάθισα κάτω, κι άρχισα να κλαίω βουβά, καθώς ούτε χέρι πια έβλεπα, ούτε έξοδο, ούτε κάτι που να μπορούσα να το θεωρήσω αρκετά ζωντανό, ώστε να με βοηθήσει να βρω το δρόμο της επιστροφής.

Έπρεπε να έμεινα εκεί ώρες πολλές και μάλλον απόκαμα κι ίσως με πήρε ο γλυκός μορφέας στην κάμαρά του, να με ανακουφίσει για κάμποση ώρα, όταν μια τσιριχτή φωνούλα έκραξε μες τ’ αυτί μου : «Έλα!»
Ξύπνησα αλαφιασμένη, η στοά είχε σκοτεινιάσει εντελώς και οι δάδες είχαν υποκύψει στο μοιραίο.
Δεν σιγόκαιγαν πια τις παράδοξες λέξεις τους, μόνο δάκρυζαν, και το δάπεδο της στοάς είχε γεμίσει από γαλαζοπράσινα δάκρυα, που δημιουργούσαν λεπτόχρωμα κρύσταλλα και γλιστρούσαν σαν κόλαση.
Γλίστρησα στο πρώτο βήμα μου προσπαθώντας να υπακούσω σε κείνο το «έλα».
Νόμισα πως κατρακύλησα ώρα πολλή, και τα κρύσταλλα μ’ ακολουθούσαν,
πραγματικά κατρακυλούσαν κι αυτά μαζί μου, πλέκοντας γύρο μου έναν αστραφτερό και διάφανο ιστό.
Μ’ έριξαν μαλακά σ’ ένα πολύ μικρό δωμάτιο, όλο καμωμένο από λέπια και ουρές σαύρας.
Πράσινο, γλοιώδες και αποκρουστικά σαγηνευτικό.

Μόλις έπεσα στο δάπεδο, που φαινόταν να μετακινείται συνεχώς τα κρύσταλλα όλα ορθώθηκαν μπροστά μου και σχημάτισαν μια καλοφτιαγμένη φιγούρα ενός πουλιού.
Το κρυσταλλένιο πουλί πήρε το χρώμα του εβένου και οι ανοιγμένες φτερούγες
το χρώμα του αχάτη.
Το ράμφος είχε το χρώμα του αιματίτη.
Το πουλί μού έγνεψε.
Σκαρφάλωσα στην ράχη του.
Δεν ήταν σκληρή ούτε κρύα, μα απίστευτα θερμή και μαλακιά.
Οι ουρές σαύρας ξεκίνησαν να σαλεύουν απειλητικά, άρχισαν να τεντώνονται, να εκτοξεύονται, άγγιξαν τα γυμνά μου πόδια, τυλίχτηκαν στους αστραγάλους, ανέβηκαν ψηλότερα στα γόνατα, με τραβούσαν με δαιμονική μανία.
Τα λέπια έστησαν χορό μετακινώντας το πάτωμα και τους τοίχους που πια είχαν πάρει το σχήμα στόματος ορθάνοιχτου και βρυχώνταν ακατάληπτους ήχους.
«Κράτα με». Είπε το μαύρο πουλί!
«Σε κρατάω»! Είπα και σφίχτηκα πάνω στις εβένινες φτερούγες, που είχαν ανοίξει και ξερνούσαν μολύβι και κομμάτια γρανίτη, με τόση ταχύτητα και δύναμη, που οι ουρές άρχισαν να αιμορραγούν και να τρυπώνουν η μια κάτω απ’ την άλλη φτύνοντας απειλές και κατάρες.
Λούφαξαν οι σαύρες κι άνοιξαν χώρο τα λέπια και το μαύρο πουλί με τα εβένινα φτερά πέταξε ανάμεσά τους και εκτινάχτηκε ψηλά στον ουρανό.

Μα δεν ήταν ουρανός αυτός, ήταν ένα παράξενος βαθυγάλαζος θόλος, με χιλιάδες κεντίδια από χρώματα και αστραπές.
Στο κέντρο του θόλου μία υπέροχη σύνθεση από περίτεχνα vitraux, αναπαριστούσε μια θυσία.
Κοίταζα μαγεμένη. Δεν χωρούσε ο νους τέτοια ομορφιά, τέτοια αρμονία, τέτοια πανδαισία χρωμάτων.
Ποιά θεϊκή παλέτα είχε γεννήσει αυτή τη δημιουργία;
Ποια λατρεία είχε εμφυσήσει στον δημιουργό αυτού του αριστουργήματος
την αποθέωση της τέχνης;
Τόσο συνεπαρμένη ήμουν που είπα στο πουλί: «Θέλω να πάω κοντά, θέλω να δω!»
«Όχι, δεν μπορείς»
«Γιατί όχι;»
«Δεν θα αντέξεις, θα χαθείς…»
«Δεν πειράζει, αρκεί που θα δω»
Το πουλί δάκρυσε.
Τα δάκρυά του έγιναν μικρές ψιχάλες και με διαπέρασαν σαν σουβλερός υπέρηχος.
Ξαφνικά πονούσα και κρύωνα, έκανε παγωνιά, και κάποιες νιφάδες άρχισαν να χορεύουν τρελά γύρο μου.
«Πήγαινέ με εκεί, κι ας χαθώ».
Το πουλί άλλαξε χρώματα τότε μπροστά στα έκθαμβα μάτια μου, χιλιάδες χρώματα εκτυφλωτικά κι άρχισε να πετά με κυκλικές κινήσεις μέσα στον τεράστιο θόλο, πλησιάζοντας την οροφή και το θαυμαστό έργο, που με τρελή λαχτάρα περίμενα ν’ αντικρίσω.
Κάθε φορά όμως που πλησίαζε, έκανε μια καλοζυγισμένη χορευτική φιγούρα
και βουτούσε στο κενό!
Δεν προλάβαινα να δω κι άρχισα να βουρκώνω.
Δεν ήταν φίλος μου τελικά το πουλί, μού στερούσε αυτό που ποθούσα πιο πολύ
εκείνη τη στιγμή.
Έκλαιγα γοερά και παρακαλούσα να με αφήσει.
«Κατέβασέ με από τα φτερά σου, θα σκαρφαλώσω μόνη μου!»
Το πουλί κάγχασε δυνατά και ήταν εκείνη τη στιγμή
σαν να περιγελούσε όλη μου την υπόσταση!
«Καλά» είπε.
Άρχισε ν’ αψηλώνει σιγά-σιγά προς το θόλο.
Τα χρώματά του πάλι μεταλλάχτηκαν έγιναν σκούρα γκριζωπά.
Πετούσε με μεγάλες κινήσεις ανοίγοντας τις φτερούγες
σε όλο τους το υπνωτιστικό βεληνεκές.

Φτάσαμε κοντά στον θόλο, σχεδόν άπλωσα το χέρι και τον άγγιξα.
Μοναδικής αρμονίας χρώματα και παραστάσεις ονειρικές.
Μια θυσία.
Μια γυναίκα στο ράμφος ενός πουλιού, με σχισμένo το αραχνοΰφαντο φόρεμα,
ήταν έτοιμη να παραδοθεί στο πεπρωμένο.
Το πεπρωμένο είχε μάτια γερακιού κατάμαυρα, και μαλλιά μέδουσας,
πολυπλόκαμους όφεις.
Χέρια κατάλευκα και σώμα σαν μαβιά πηχτή θάλασσα.
Το πεπρωμένο είχε όνομα.
Κάποια δυσανάγνωστη λέξη. Προσπάθησα να τη διαβάσω. «Επιθυμία»
Έμεινα να κοιτάζω αποσβολωμένη την παράσταση της θυσίας.
Τη ρουφούσα σαν μέλι και σαν γάλα, σαν δροσερό νερό και σαν δηλητήριο.
Την κατάπινα χωρίς ανάσα.
Την κοίταζα ώρα πολλή, δεν την χόρταινα.
Το πουλί με συντρόφευε στην ατέρμονη λαχτάρα μου να δω κι άλλο,
να ρουφήξω κι άλλο την μοναδικής καλλονής παράσταση.
Πετούσε αργά, απαλά και ξαφνικά ένοιωσα πως πετούσε κουρασμένα.
Απλά κουνούσε τις φτερούγες αλλά παρέμενε στο ίδιο σημείο,
αφήνοντάς με να απολαμβάνω κι άλλο κι άλλο…
Τα χρώματα όλα είχαν σβήσει, ούτε το γκρίζο είχε απομείνει.
Είχε γίνει διάφανο το πουλί, και είχε αρχίσει να κελαδάει.
Τι γλυκιά λαλιά!
«Κουράστηκες πολύ, σ’ ευχαριστώ καλό μου πουλί. Πάμε να φύγουμε τώρα, αρκετά είδα», είπα.
Το πουλί γλυκολαλούσε για λίγη ώρα ακόμα.
Μετά σταμάτησε, σιώπησε εντελώς.
Βούτηξε κάθετα στην αίθουσα, και με άφησε απαλά στο μαρμάρινο δάπεδο.
Παντού ήταν σκορπισμένες γραφίδες, σφραγιδόλιθοι και κομματιασμένα αγάλματα.
Είπα, κουράστηκε και θέλει να ξαποστάσει πριν κινήσουμε ξανά.
Το καημένο, τόση ώρα με βαστούσε στις φτερούγες του.
Εκείνο έκανε ακόμα μια πτήση ψηλά στο θόλο. Πτήση μοναδικής ωραιότητας και γλυκολαλούσε ξανά,
Θεέ μου πόσο γλυκά λαλούσε!
Έκλεισα τα μάτια ν’ απολαύσω την ουράνια μελωδία, όταν πυκνοί και αποτρόπαιοι ήχοι από απειλητικά φτεροκοπήματα μ’ ανάγκασαν να τα ανοίξω πάλι!
Το πουλί, το δικό μου πουλί είχε ξαναπάρει όλα τα χρώματά του, είχε βαφτεί κατάμαυρο με μάτια από αχάτη που πετούσαν πύρινες σπίθες και ράμφος αιματίτη.
Θα ανέβω πάλι στα ζεστά φτερά του σκέφτηκα.
Εκείνο μ’ άρπαξε στο ράμφος του, όμως, που είχε γιγαντωθεί αλλόκοτα, και με σήκωσε ψηλά στο θόλο.
Τα κρυσταλλένια φτερά έτριξαν με δύναμη και τα γαμψά νύχια χτύπησαν με ορμή τα vitraux. Εκείνα διαλύθηκαν σε χιλιάδες πρισματικές, πολύχρωμες στάλες κι άρχισαν να πέφτουν, θλιμμένη βροχή,γδέρνοντάς μου το λαιμό και το στήθος.
Το πουλί βγήκε στο φως, μαζί κι εγώ παγιδευμένη στο ατσαλένιο ράμφος.
«Με πονάς» ψέλλισα.
Το πουλί βουβαινόταν.
«Γιατί;» πρόλαβα να πω.
«Δεν έπρεπε να δεις το πεπρωμένο σου. Τώρα είναι αργά».
Είπε το πουλί και μόνο τον απόηχο του απαίσιου κρωξίματος άκουσα, καθώς με άφηνε να γκρεμίζομαι στο κενό.

© Κάτια Α. 2006

Friday, June 12, 2009

The Pendulum

Στα ηχεία μας σήμερα:
Armand Amar
Les Secrets de Florence

Πίνακας του:
Jan BRUEGHEL the Elder
~Flemish painter~
(born 1568, Brussels [now in Belgium]
died Jan. 13, 1625, Antwerp)


The Sense of Hearing
1618
Oil on panel, 65 x 107 cm
Museo del Prado, Madrid

Επικίνδυνος ο εναγκαλισμός
των καλοκαιρινών κυκλώνων
Στο τρισδιάστατο μάτι του Κύκλωπα
αντανακλώνται θάλασσες
στις οποίες ακόμα δεν ταξίδεψα
στις σπηλιές πέρα απ' τα βράχια
θυσιάζονται στον Νηρέα
γλοιώδη γοργόνεια
που απώλεσαν το βάρος
των φιδίσιων βοστρύχων

Ένα σεντούκι άνοιξα εχτές
παλιό
σκονισμένο
διαβρωμένο από την λύπη

ΑΔΕΙΟ!

όχι περιεχομένου
αλλά συνειρμικών ονειρώξεων

"Κάλλιο άδειο"
μού ψιθύρισε στ' αυτί
το άλλοτε σιωπηλό εκκρεμές
πριν διαλυθεί
σε μικροσκοπικές βίδες
και ελάσματα
φανερώνοντας
την απύθμενη δίνη
του κυκλώπειου οφθαλμού

Κάτια Α. 2009



Sunday, May 31, 2009

Το σχήμα σου

Πίνακς του
Jean-Auguste-Dominique Ingres

(born August 29, 1780, Montauban, France
died January 14, 1867, Paris)


Paolo and Francesca
1819
(Oil on canvas, 480 x 390 cm
Musιe des Beaux-Arts, Angers)

Μυστηριακοί ήχοι
αντανακλούν στη παγωμένη λίμνη
λευκά
όλα λευκά
απέριττα
γαληνεμένα

Η φωνή σου
το μόνο εργαλείο που ίπταται
σαν συγχορδία μελίρρυτων ελιγμών

Κι εγώ
που πάντα απουσιάζω από το σχήμα σου
κολυμπώ στις νότες
της διακαούς επιθυμίας σου
ρευστή σταγόνα
που διαλύεται
διαταράσσοντας τους κύκλους σου
ξανά

Κάτια Α. 2009

Sunday, September 28, 2008

Love Is Blue

Στα ηχεία μας σήμερα:
Evanescence



"...Blue, Blue, my World is BLUE,
Blue is my world, now I'm...
Without YOU..."

Sunday, July 20, 2008

In The Port Of Amsterdam

Στα ηχεία μας σήμερα:
In The Port Of Amsterdam
by
David Bowie


All the snapshots 

and the video clip

are striken by me
(July 2008)






















Jacques Brel - Amsterdam

Friday, July 4, 2008

Παγωτάκι;

All the snapshots are taken by me

(July 2007)



Παγωτάκι στην Αγ. Πετρούπολη...







Αρχιτεκτονήματα...





Και ο μεγαλοπρεπής Νέβας

(τραβηγμένος από αυτοκίνητο)

Friday, June 27, 2008

Will You Dine With Me, My Love?

Η τραπεζαρία με τις φίνες, 

λεπτοδουλεμένες και διάφανες πορσελάνες

και το ρομαντικό δασύλλιο 

με την ειδυλλιακή λίμνη 




Εικόνες από τα θερινά ανάκτορα

Tsarskoye Selo

( Ца́рское Село́- St. Petersburg-Russia )




All the snapshots are taken by me

(July 9, 2007)


Στα ηχεία μας σήμερα:

Bryan Ferry

Ja Nun Hons Pris

(Μεσαιωνική Μουσική από το

Ensámble

Labor Intus)


and

Fool For Love

From the album

Frantic









Λ.Κ. 2008

Sunday, June 1, 2008

Tsarskoye Selo ( Ца́рское Село́ ) : Τα θερινά ανάκτορα της Yekaterina Alexeyevna

Στην πόλη του Aleksandr Pushkin
26 χιλιόμετρα νότια από την Αγία Πετρούπολη
(Saint Petersburg)


All the snapshots
(along with the header image-Tsarskoye Selo's sky-)
are taken by me

July 2007





Kάπου δεξιότερα από το αγγελάκι,
διακρίνεται το κεφάλι μου...












L.K. 2008

Sunday, April 6, 2008

Coming Home...

Στα ηχεία μας σήμερα:
Sonata Κ208
του
Domenico Scarlatti
(1685-1757)
και
An Old Epitaph,
Ave Verum Corpus Christi
( Canto Armonico,)
και
Pavan
του
William Byrd
(1543-1623)

Πίνακας του
Vincent van Gogh
(born March 30, 1853, Zundert, Netherlands,
died July 29, 1890, Auvers-sur-Oise, near Paris)



Still Life
Vase with Twelve Sunflowers



Τα χρυσαφένια στάχυα στο κρυστάλλινο βάζο
κι αυτό ακουμπισμένο με επιμέλεια
στο θόλο του παραθυριού

Χαϊδεύουν τη μνήμη
οι μεστοί καρποί τους,
αναδεύουν την παλιά δαντελένια κουρτίνα
μαζί με τη θαλασσινή αύρα
που έμπαινε στο σπίτι-αερικό
το κρεμασμένο στο ακρογιάλι
δροσίζοντας τα σκασμένα χείλη
ποτίζοντας την άνυδρη καρδιά

Ήχοι, γλυκοψιθυρίσματα, σκιές
βήματα στη σκάλα
βλέμματα υποσχετικά
χέρια πάνω στα δικά μου
όνειρα τρυπωμένα στον έναστρο θόλο
και μια θάλασσα
Α! Μια θάλασσα μεγαλόπρεπη
να αντανακλά το θλιμμένο φεγγάρι
να αντανακλά τα βήματά μας
τις φιγούρες μας
ίδια μάνα
ίδια τρυφερή αγκαλιά
ίδια η ίδια η Ζωή!

Θα γυρίσω
σού είχα πει
Θα γυρίσω...
Μα ακόμα σέρνομαι στα σκοτάδια
στους βαλτώδεις δρόμους
και στις σκονισμένες γωνιές
τα φαντάσματα
με στοιχειώνουν
και τα χείλη δεν λένε να ξεδιψάσουν
μεγάλωσαν οι νύχτες μου
και οι μέρες άδειες

Και μια πηγή
εκεί μακριά

Και μια θάλασσα
Αχ, μια θάλασσα
ίδια καθαρτήριο
ίδια η ίδια η ζωή!

Θα γυρίσω,
σού είχα πει...

Θα γυρίσω...

Λ.Κ. 2008

Monday, November 19, 2007

Τα Χρυσά Αγάλματα του Peterhof

All the snapshots are taken by me
Summer 2007

Τα θερινά ανάκτορα των τσάρων της Ρωσίας
Μεγάλου Πέτρου και της συζύγου του
Μεγάλης Αικατερίνης
στο Peterhof, λίγο έξω από την Αγία Πετρούπολη
με τους πανέμορφους και θαυμαστούς κήπους!

Τα συντριβάνια με τα χρυσά αγάλματα



Κανάλι που εκβάλλει στην Βαλτική
Η Λίμνη με τα Νούφαρα

Thursday, November 1, 2007

Κ. Βήτα - Άργος - Ζόμπι

....

Κατεβάστε το
εδώ

(στα ηχεία μας σήμερα: Κ. Βήτα
Η Νύχτα
&
Ζόμπι
από το 2πλο CD
ΑΡΓΟΣ)

René Magritte



Απόσπασμα από ένα παλαιότερο post μου.

Αφορμή για την επαναφορά του, μια εγγραφή στο blog του
Μάρκου

.............................


"...Άκου για πάντα!


Είναι ψέμα!

Αλλά να μού το λες!

Μού αρέσει να το ακούω!

Γιατί φοβάμαι!

Πως είμαι μόνος!

Ό,τι κι αν κάνω, νοιώθω MONOΣ
στο απέραντο σύμπαν!

Μάλλον έχω ξεφύγει από το μεγάλο σχέδιο!

Ίσως και όχι..."

( Lucy 2006 )


René Magritte




Wednesday, April 4, 2007

Ναοί της Ευρώπης



Όλες οι φωτογραφίες είναι τραβηγμένες από εμένα
το καλοκαίρι του 2006

Innsbruck Austria








Oberammergau Germany







Lindau Germany







Freiburg Germany







Heidelberg Germany









Innsbruck Austria