Tuesday, May 30, 2006

Get A Life!!!


Με αφορμή το πολύ ενδιαφέρον post από
Chaca Khan ΤΗΕ MORE YOU 'RE MEDIATED, THE MORE YOU GO VIRTUAL,
η απόδοση σε απλά αγγλικά είναι:

GET A LIFE!

Ναι, καλά καταλάβατε!
Πού έγκειται το όλο ζήτημα:
Οι περισσότερες προσλαμβάνουσες του σημερινού ανθρώπου βασίζονται στο MEDIATION!
Δηλαδή στο τι αποφασίζουν να τού σερβίρουν τα mass media. Και όχι μόνο αυτό, αλλά και στο πώς ο κάθε δημοσιογράφος επιλέγει να κόψει και να ράψει την είδηση (editing).


Έτσι ό θεατής, ο οποίος μ' αυτόν τον τρόπο καθίσταται αντικείμενο του mediation, δλδ. της διαμεσολάβησης, προσλαμβάνει με ΕΜΜΕΣΟ τρόπο (μέσω διαμεσολαβητή, ήτοι τρίτου) την είδηση και το γεγονός και βουτάει στην ΕΙΚΟΝΙΚΗ πραγματικότητα!
Με παρόμοιο τρόπο λειτουργεί και το διαδίκτυο και οι δημόσιες σχέσεις μέσα σ' αυτό!
Δεν έχουμε άμεση πληροφορία για τα άτομα, δημιουργούμε την πραγματικότητά μας για τον καθένα, από τις πληροφορίες που παίρνουμε ΕΜΜΕΣΑ από άλλους, ή
από τις δημόσιες σχέσεις που καθορίζουν το ειδικό βάρος κάποιου:

"If someone is not physically present with you -- e.g., if you're watching that person on television or reading about them in a magazine -- you're having an indirect or second-hand experience of that person. Instead of experiencing the actual person yourself and forming direct perceptions, you form mediated perceptions of that person because your sensory impressions have been filtered by and through other people and communication mechanisms before you ever receive them.
If you're reading a story about someone, you're reading only what the author and editor saw fit to tell you.
If you're watching someone on television, you're seeing only what the camera operators and director have chosen to let you see.
And listening to television or radio, you only hear what the audio engineers and director have chosen to let you hear".

"The adjective "mediated" wasn't given to these perceptions because they involve the mass media, although they often do. They're "mediated perceptions" because one or more third parties (mediators) are interposed between us and the people or events we're encountering. Public relations is involved in this because its practitioners often create mediated realities to trigger favorable perceptions of their clients".
(
http://www.nku.edu/~turney/prclass/readings/perceptions.html)

Σε άμεση συνάρτηση με αυτό το θέμα είναι προηγούμενο post μου για την
ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΤΟΥ ΘΕΑΜΑΤΟΣ, 09/05/2006.

Η δική μου απάντηση σε όλο αυτό είναι:

YOU PEOPLE GET A LIFE ! ! !

Υ.Γ. Για τη χαρά της μετάφρασης: Mediator είναι και ο peacemaker, αυτός δλδ. που διαμεσολαβεί για να αποσοβηθούν κρίσεις διαφόρων ειδών.

Λούσυ 2006

Sunday, May 28, 2006

A Fantasy


Η νύχτα ήταν βαριά, ασήκωτη.
Οι μουσκεμένες αναλαμπές του μυαλού μου βουτούσαν στο σκοτάδι, προσπαθούσαν να το δαμάσουν, αλλά αυτό ορθωνόταν με απίστευτη αγριότητα, κρατώντας φιδίσια μαστίγια και με απειλούσε με πλήρη καθυπόταξη.
Ξεκίνησα να τρέχω.
Μπροστά μου ορθώθηκαν θόλοι από γρανίτη και κίτρινο αδάμαντα, με τόση πρισματική αρμονία και με τόσες εκτυφλωτικές λάμψεις, που αναγκάστηκα να κλείσω τα μάτια.
Μέσα από τα μισόκλειστα βλέφαρα διέκρινα μια αχνή σκιά.
Μού έτεινε ένα χέρι. Ήταν ένα χέρι πελώριο, κρατούσε ένα χάρτη κιτρινισμένο, παλιοκαιρίτικο.
Άνοιξα πάλι τα μάτια, είχαν χαθεί γρανίτες και αδάμαντες από τους ορίζοντες του οπτικού μου πεδίου, που φαινόταν να είχε στενέψει τόσο πολύ που είχε μετατραπεί σε μια ατέλειωτα υποφωτισμένη σήραγγα.
Το χέρι με δελέαζε με κινήσεις υπνωτιστικές.
Σαν χαμένη και με το μυαλό να με διατάζει να ακολουθήσω το χέρι μπήκα στην σήραγγα.
Αναμμένα δαδιά σιγόκαιγαν και στις δύο πλευρές της στοάς και καθώς περνούσα σιμά τους, έσκυβαν αργά προς το μέρος μου μουρμουρίζοντας:
«Συγγνώμη, νεκρός, παγίδα, ..» κι άλλες χιλιάδες λέξεις που δεν προλάβαινα να τις απορροφήσω πλήρως καθώς η μια γεννιόταν στον απόηχο της άλλης κι όλες μαζί βογγούσαν με ήχους της αποκάλυψης.
Η σήραγγα φάνταζε ατέλειωτη, άρχιζα να κουράζομαι, να φοβάμαι, όταν το χέρι σταμάτησε απότομα και έστρεψε το χάρτη προς μια δάδα.
«Θα καεί», φώναξα με μια φωνή που φάνηκε να ακούω μόνο εγώ, καθώς ήχος δεν βγήκε και οι δάδες συνέχιζαν το αέναο λεξιπλέξιμό τους.
Ο χάρτης πήρε φωτιά, μια πύρινη γλώσσα γαλάζια στην αρχή και μετά κατακόκκινη, ξεπετάχτηκε σαν φοβέρα αλλά και σαν γλυκιά υπόσχεση, έγινε ένα πανέμορφο παρανάλωμα, εκεί μπροστά στα πόδια μου κι εγώ κάθισα κάτω, κι άρχισα να κλαίω βουβά, καθώς ούτε χέρι πια έβλεπα, ούτε έξοδο, ούτε κάτι που να μπορούσα να το θεωρήσω αρκετά ζωντανό, ώστε να με βοηθήσει να βρω το δρόμο της επιστροφής.

Έπρεπε να έμεινα εκεί ώρες πολλές και μάλλον απόκαμα κι ίσως με πήρε ο γλυκός μορφέας στην κάμαρά του, να με ανακουφίσει για κάμποση ώρα, όταν μια τσιριχτή φωνούλα έκραξε μες τ’ αυτί μου : «Έλα!»
Ξύπνησα αλαφιασμένη, η στοά είχε σκοτεινιάσει εντελώς και οι δάδες είχαν υποκύψει στο μοιραίο.
Δεν σιγόκαιγαν πια τις παράδοξες λέξεις τους, μόνο δάκρυζαν, και το δάπεδο της στοάς είχε γεμίσει από γαλαζοπράσινα δάκρυα, που δημιουργούσαν λεπτόχρωμα κρύσταλλα και γλιστρούσαν σαν κόλαση.
Γλίστρησα στο πρώτο βήμα μου προσπαθώντας να υπακούσω σε κείνο το «έλα».
Νόμισα πως κατρακύλησα ώρα πολλή, και τα κρύσταλλα μ’ ακολουθούσαν,
πραγματικά κατρακυλούσαν κι αυτά μαζί μου, πλέκοντας γύρο μου έναν αστραφτερό και διάφανο ιστό.
Μ’ έριξαν μαλακά σ’ ένα πολύ μικρό δωμάτιο, όλο καμωμένο από λέπια και ουρές σαύρας.
Πράσινο, γλοιώδες και αποκρουστικά σαγηνευτικό.

Μόλις έπεσα στο δάπεδο, που φαινόταν να μετακινείται συνεχώς τα κρύσταλλα όλα ορθώθηκαν μπροστά μου και σχημάτισαν μια καλοφτιαγμένη φιγούρα ενός πουλιού.
Το κρυσταλλένιο πουλί πήρε το χρώμα του εβένου και οι ανοιγμένες φτερούγες
το χρώμα του αχάτη.
Το ράμφος είχε το χρώμα του αιματίτη.
Το πουλί μού έγνεψε.
Σκαρφάλωσα στην ράχη του.
Δεν ήταν σκληρή ούτε κρύα, μα απίστευτα θερμή και μαλακιά.
Οι ουρές σαύρας ξεκίνησαν να σαλεύουν απειλητικά, άρχισαν να τεντώνονται, να εκτοξεύονται, άγγιξαν τα γυμνά μου πόδια, τυλίχτηκαν στους αστραγάλους, ανέβηκαν ψηλότερα στα γόνατα, με τραβούσαν με δαιμονική μανία.
Τα λέπια έστησαν χορό μετακινώντας το πάτωμα και τους τοίχους που πια είχαν πάρει το σχήμα στόματος ορθάνοιχτου και βρυχούνταν ακατάληπτους ήχους.
«Κράτα με». Είπε το μαύρο πουλί!
«Σε κρατάω»! Είπα και σφίχτηκα πάνω στις εβένινες φτερούγες, που είχαν ανοίξει και ξερνούσαν μολύβι και κομμάτια γρανίτη, με τόση ταχύτητα και δύναμη, που οι ουρές άρχισαν να αιμορραγούν και να τρυπώνουν η μια κάτω απ’ την άλλη φτύνοντας απειλές και κατάρες.
Λούφαξαν οι σαύρες κι άνοιξαν χώρο τα λέπια και το μαύρο πουλί με τα εβένινα φτερά πέταξε ανάμεσά τους και εκτινάχτηκε ψηλά στον ουρανό.

Μα δεν ήταν ουρανός αυτός, ήταν ένα παράξενος βαθυγάλαζος θόλος, με χιλιάδες κεντίδια από χρώματα και αστραπές.
Στο κέντρο του θόλου μία υπέροχη σύνθεση από περίτεχνα vitraux, αναπαριστούσε μια θυσία.
Κοίταζα μαγεμένη. Δεν χωρούσε ο νους τέτοια ομορφιά, τέτοια αρμονία, τέτοια πανδαισία χρωμάτων.
Ποιά θεϊκή παλέτα είχε γεννήσει αυτή τη δημιουργία;
Ποια λατρεία είχε εμφυσήσει στον δημιουργό αυτού του αριστουργήματος
την αποθέωση της τέχνης;
Τόσο συνεπαρμένη ήμουν που είπα στο πουλί: «Θέλω να πάω κοντά, θέλω να δω!»
«Όχι, δεν μπορείς»
«Γιατί όχι;»
«Δεν θα αντέξεις, θα χαθείς…»
«Δεν πειράζει, αρκεί που θα δω»
Το πουλί δάκρυσε.
Τα δάκρυά του έγιναν μικρές ψιχάλες και με διαπέρασαν σαν σουβλερός υπέρηχος.
Ξαφνικά πονούσα και κρύωνα, έκανε παγωνιά, και κάποιες νιφάδες άρχισαν να χορεύουν τρελά γύρο μου.
«Πήγαινέ με εκεί, κι ας χαθώ».
Το πουλί άλλαξε χρώματα τότε μπροστά στα έκθαμβα μάτια μου, χιλιάδες χρώματα εκτυφλωτικά κι άρχισε να πετά με κυκλικές κινήσεις μέσα στον τεράστιο θόλο, πλησιάζοντας την οροφή και το θαυμαστό έργο, που με τρελή λαχτάρα περίμενα ν’ αντικρίσω.
Κάθε φορά όμως που πλησίαζε, έκανε μια καλοζυγισμένη χορευτική φιγούρα
και βουτούσε στο κενό!
Δεν προλάβαινα να δω κι άρχισα να βουρκώνω.
Δεν ήταν φίλος μου τελικά το πουλί, μού στερούσε αυτό που ποθούσα πιο πολύ
εκείνη τη στιγμή.
Έκλαιγα γοερά και παρακαλούσα να με αφήσει.
«Κατέβασέ με από τα φτερά σου, θα σκαρφαλώσω μόνη μου!»
Το πουλί κάγχασε δυνατά και ήταν εκείνη τη στιγμή
σαν να περιγελούσε όλη μου την υπόσταση!
«Καλά» είπε.
Άρχισε ν’ αψηλώνει σιγά-σιγά προς το θόλο.
Τα χρώματά του πάλι μεταλλάχτηκαν έγιναν σκούρα γκριζωπά.
Πετούσε με μεγάλες κινήσεις ανοίγοντας τις φτερούγες
σε όλο τους το υπνωτιστικό βεληνεκές.

Φτάσαμε κοντά στον θόλο, σχεδόν άπλωσα το χέρι και τον άγγιξα.
Μοναδικής αρμονίας χρώματα και παραστάσεις ονειρικές.
Μια θυσία.
Μια γυναίκα στο ράμφος ενός πουλιού, με σχισμένo το αραχνοΰφαντο φόρεμα,
ήταν έτοιμη να παραδοθεί στο πεπρωμένο.
Το πεπρωμένο είχε μάτια γερακιού κατάμαυρα, και μαλλιά μέδουσας,
πολυπλόκαμους όφεις.
Χέρια κατάλευκα και σώμα σαν μαβιά πηχτή θάλασσα.
Το πεπρωμένο είχε όνομα.
Κάποια δυσανάγνωστη λέξη. Προσπάθησα να τη διαβάσω. «Επιθυμία»
Έμεινα να κοιτάζω αποσβολωμένη την παράσταση της θυσίας.
Τη ρουφούσα σαν μέλι και σαν γάλα, σαν δροσερό νερό και σαν δηλητήριο.
Την κατάπινα χωρίς ανάσα.
Την κοίταζα ώρα πολλή, δεν την χόρταινα.
Το πουλί με συντρόφευε στην ατέρμονη λαχτάρα μου να δω κι άλλο,
να ρουφήξω κι άλλο την μοναδικής καλλονής παράσταση.
Πετούσε αργά, απαλά και ξαφνικά ένοιωσα πως πετούσε κουρασμένα.
Απλά κουνούσε τις φτερούγες αλλά παρέμενε στο ίδιο σημείο,
αφήνοντάς με να απολαμβάνω κι άλλο κι άλλο…
Τα χρώματα όλα είχαν σβήσει, ούτε το γκρίζο είχε απομείνει.
Είχε γίνει διάφανο το πουλί, και είχε αρχίσει να κελαδάει.
Τι γλυκιά λαλιά!
«Κουράστηκες πολύ, σ’ ευχαριστώ καλό μου πουλί. Πάμε να φύγουμε τώρα, αρκετά είδα», είπα.
Το πουλί γλυκολαλούσε για λίγη ώρα ακόμα.
Μετά σταμάτησε, σιώπησε εντελώς.
Βούτηξε κάθετα στην αίθουσα, και με άφησε απαλά στο μαρμάρινο δάπεδο.
Παντού ήταν σκορπισμένες γραφίδες, σφραγιδόλιθοι και κομματιασμένα αγάλματα.
Είπα, κουράστηκε και θέλει να ξαποστάσει πριν κινήσουμε ξανά.
Το καημένο, τόση ώρα με βαστούσε στις φτερούγες του.
Εκείνο έκανε ακόμα μια πτήση ψηλά στο θόλο. Πτήση μοναδικής ωραιότητας και γλυκολαλούσε ξανά,

θεέ μου πόσο γλυκά λαλούσε!
Έκλεισα τα μάτια ν’ απολαύσω την ουράνια μελωδία, όταν πυκνοί και αποτρόπαιοι ήχοι από απειλητικά φτεροκοπήματα μ’ ανάγκασαν να τα ανοίξω πάλι!
Το πουλί, το δικό μου πουλί είχε ξαναπάρει όλα τα χρώματά του, είχε βαφτεί κατάμαυρο με μάτια από αχάτη που πετούσαν πύρινες σπίθες και ράμφος αιματίτη.
Θα ανέβω πάλι στα ζεστά φτερά του σκέφτηκα.
Εκείνο μ’ άρπαξε στο ράμφος του, όμως, που είχε γιγαντωθεί αλλόκοτα, και με σήκωσε ψηλά στο θόλο.
Τα κρυσταλλένια φτερά έτριξαν με δύναμη και τα γαμψά νύχια χτύπησαν με ορμή τα vitraux. Εκείνα διαλύθηκαν σε χιλιάδες πρισματικές, πολύχρωμες στάλες κι άρχισαν να πέφτουν, θλιμμένη βροχή,

γδέρνοντάς μου το λαιμό και το στήθος.
Το πουλί βγήκε στο φως, μαζί κι εγώ παγιδευμένη στο ατσαλένιο ράμφος.
«Με πονάς» ψέλλισα.

Το πουλί βουβαινόταν.
«Γιατί;» πρόλαβα να πω.
«Δεν έπρεπε να δεις το πεπρωμένο σου. Τώρα είναι αργά».
Είπε το πουλί και μόνο τον απόηχο του απαίσιου κρωξίματος άκουσα,

καθώς με άφηνε να γκρεμίζομαι στο κενό.

© Lucy 2006

Saturday, May 27, 2006

Newly Born


Some times I feel
Some times I wish
If only I could be
Brand new
If only you could be
Newly born
With no past
No memories
No pain
When I feel
This feeling is carrying me away
Otherwise I am numb
Just stay there
And watch
How painful it is
To BE
Not just to be around
Then my numb limbs
Get a vigorous sensation
Of your brain image
So unique
So mine!
Sometimes I wish
You were just
Newly born
Born just for me
With no past
At all.
What my mind
Denies
My flesh
Longs for…
When my memories
Fade away
There comes
The gloomy
Image of you.
When my brain is startled
There comes
The sharpening word
Which is bearing you
In innocent arms
Of eternal paleness.
Then I feel
We are brand new
With no past
No pain
No memories at all
Then I feel
We are
NEWLY BORN.

© Lucy 2006


Friday, May 26, 2006

Ερήμην


Με κράτησες στα χέρια σου
σαν μια πολύτιμη πορσελάνη,
σαν ένα εύθραυστο διάφανο κρύσταλλο.

Τόση ζεστασιά, τόσα χαιδέματα του νου και της σάρκας ηδονικά, τρέχουν στο λογισμό σαν ηλεκτρισμένες θαλάσσιες μέδουσες και κολλούν στην πετρωμένη μνήμη,
παιδεύοντάς την με πολυπλόκαμα κεντρίσματα και ερωτήματα πνιγμένα
σε άγριες ορχιδέες και δηλητηριώδεις κάκτους.
Δεν αγροικιώνται οι λέξεις πια στο λογισμό, τα αναστενάγματα κατοικούν σε βάλτους που είναι απροσπέλαστοι για τα ραγισμένα μου πεδία. Βυθίζονται τα κρύσταλλά μου, αποκλίνουν, βουλιάζουν σε νερά κιτρινόχροα, σε πανίδα καμωμένη από την πλήρη αδιαταραξία σου, έχεις απωλέσει την αίσθηση της επαγρύπνησης, την έχεις όλη μετουσιώσει σε γλυκολάλητο αηδόνι που αργά κάθε νύχτα σιγοτραγουδά το νανούρισμά του στην αγριεμένη μου λαχτάρα.
Στραμπουληγμένα τα κάγκελλα του πορφυρένιου κλουβιού μου, πώς σού ξέφυγε η διαύγεια της αστραπής, πώς ερήμην σου τα μέταλλα έλυωσαν κάτω από το βάρος των πύρινων δακρύων, πώς το απόσταγμα του καυτού φιλιού σου έγινε χαλάζι πάνω στο γυμνό κορμί μου;
Ερήμην.
Ερήμην.
Δεν ήταν αυτό που θελήσαμε.
Δεν ήταν αυτό που σκεφτόμαστε τα βράδυα στις ξενυχτισμένες μας εξάρσεις, όταν τα λαίμαργα λυγίσματα καραδοκούσαν πίσω από το παραθύρι να συλλάβουν ήχους ηδονικούς και σταγόνες ορμής ρέουσας και ανεξάντλητης.
Δεν ήταν αυτό που σκεφτήκαμε.
Δεν ήταν αυτό που ποθήσαμε.
Αλλά τι ποθήσαμε που ήταν απ’ την αρχή κατορθωτό; Πώς όλα ήταν αδιαπέραστα και ανεπανόρθωτα δικά μας και ταυτόχρονα μας ξέφευγαν, γλυστρούσαν πάντα σαν άμμος σε χαλαρωμένα από τον πόθο δάχτυλα;
Πώς ξέφευγαν οι λέξεις, οι ώρες, οι σιωπές, τα μουρμουρητά, σαν ατσαλένιες λάμες και βυθίζονταν γλυκόπικρα μέσα σε ασημογάλαζα νερά;
Ερήμην.
Ερήμην.
Εσύ βυθίζεσαι σε έλος κι εγώ περιπλανιέμα σε δάση.
Ερήμην.
Αγγίξαμε το όνειρο με την πνοή μας.
Έπρεπε μόνο με την σκέψη μας.
Οι ατσαλένιες λάμες μάτωσαν τα δάχτυλα και οι φλέβες, αυτές οι ανυπόμονες παγίδες σου, βυθίστηκαν στο χάος.
Το χάος.
Εσύ του ξέφυγες αλώβητος.
Εγώ ακόμα παραδέρνω σε φιδίσια μονοπάτια, έχοντας απολέσει όλες τις πυξίδες, έχοντας σπάσει όλα τα όργανα διαφυγής.
Και τα δέντρα είναι ψηλά, με καταπίνουν.
Κάποιες φορές απλώνουν τα κλωνάρια τους τόσο ξεδιάντροπα, με παγιδεύουν με τρυφερή αγριότητα, πιάνονται από τα μαλλιά μου και με τραβούν εκεί που μόνο εσύ μπορούσες να με παρασύρεις.
Σε σκότη και σε ερέβη του νου ηδονικά και αχνοφεγγίζοντα. Κι εγώ είμαι μια οπτασία του δικού σου νου, εσύ μού δίνεις σάρκα και αίμα, εσύ με μετουσιώνεις σε ύπαρξη αρωματισμένη με τα μύρα της νύχτας, εσύ γλυκολάλητο αηδόνι, που έξω από το παραθύρι μου τον αέναο σκοπό σου μουρμουρίζεις ενώ στις φλέβες σου ρέει η ανυπομονησία του κραδασμού σου.
Ερήμην.
Σού ψιθυρίζω απαλά, ενώ στις φλέβες μου παγώνει η απουσία της σάρκας σου.
Ερήμην.
Σε δάση κατοικώ με αέναους εραστές τα ξεδιάντροπα κλαδιά και τα φυλλώματα.
Σε σένα έχω δωρίσει το χρυσό ρυτό του νου.
Οι ξεδιάντροποι εραστές του δάσους
ας γευτούν το αλαβάστρινο ρόδο.

© Lucy 2005

Thursday, May 25, 2006

Mayday, Mayday!!!


Mε αυτό το σύντομο post, θέλω να ευχαριστήσω τους φίλους συν-bloggers, που κάνουν linkblog τις εγγραφές μου και να ζητήσω συγγνώμη που δεν ανταποδίδω!
Και φυσικά θα ανταπέδιδα, όχι από υποχρέωση, αλλά επειδή πραγματικά θαυμάζω κάποιες εγγραφές και τους συγγραφείς τους, τους διαβάζω ανελλιπώς και πάντα με βάζουν σε κάποια δημιουργική διαδικασία, όπερ ζητούμενό μου!
Θα αναφέρω ενδεικτικά τον Λύσιππο, σταθερή αξία, την Mαριαλένα
,
υπέροχα και συγκινητικά ευαίσθητη, τον THE_RETURN, τον οποίον ανάκαλύψα πρόσφατα, πραγματικό διαμάντι, τον black:white με την καταπληκτική αισθητική,
τον αγαπητό μου δόκτορα Uqbar, ανήσυχο καταραμένο ήρωα ρομαντικού μυθιστορήματος, τους φίλτατούς μου par-i-saktos και stormrider, με την κοφτερή ματιά και τις φρέσκες ιδέες, και αρκετούς άλλους ευαίσθητους, πολιτικοποιημένους bloggers που σέβομαι και συμπαθώ!
Όμως εξ αιτίας εγγενούς προβλήματος δεν δύναμαι η φτωχή πλην τίμια blogger να τους linkblog-άρω!
Ποιό έιναι το πρόβλημα;
Δεν μού εστάλη ΠΟΤΕ εκείνο το ρημάδι το password, ώστε να μπορώ να κάνω log in στον λογαριασμό μου!
Ελπίζω να λυθεί το πρόβλημα πάραυτα!
Ακούει κανείς;;;;;;
Ελπίζω!

Υ.Γ.Δεν θα έκανα λόγο γιαυτό αν δεν γινόταν τελευταία τόσος ντόρος για τα linkblogs.

Wednesday, May 24, 2006

Ούλη Κόμη


Αποδυναμωμένη κουλτούρα
Σε βάθος σουρεαλιστικού πίνακα
Δεν πίστευα σ’ αυτό το τέλος
Της αδέκαστης σκέψης
Πριν από σένα ήμουνα γκρεμός
Στα χείλια της απροσπέλαστης
Επαναστατικότητας
Μαζί με σένα
Διαλεχτικά φιλολογικά εξασέλιδα
Σε ηλιόλουστες αίθουσες
Και τοπία ανεξερεύνητα
Αγώνας ασθμαίνων
Μακριά σου έβλεπα τη θάλασσα
Χωρίς ελπίδα
Αντανακλαστικού φωτός
Στο ferry άδεια μνήμη
Μακριά από κει
Εδώ κοντά
Κοντά σου
Απελπισία
Άσκοπη αναζήτηση
Δεν με βρήκες
Το ήξερα
Γαλάζια κύματα στο μυαλό σου
Απουσία μονιμότητας
Και μονιμότητα απουσίας
Αδιάφορο αν πονάω
Προσωρινά μόνο
Θορυβώδικα ιδανικά
Ραντίζουν τις απενεργοποιημένες σου
Διαλείψεις.
Ούλη κόμη καθ’ όλου ευκινησία
Και νευρώδικη ιδιοσυγκρασία
Χαρακτηριστικός εκπρόσωπος
Που απουσιάζει
Υγρό κύμα
Που σφαδάζει
Καθώς μιλάς για πεμπτουσίες
Κι εγώ για διάτρητους ορίζοντες
Γελούσες
Παιδιάστικοι ελιγμοί
Το πιστεύεις;
Κίτρινα τα μάτια σου ΤΟΤΕ
Πέτρινα τα μάτια σου ΤΩΡΑ
Αδιαπέραστο κάλεσμα
ΤΩΡΑ
Θέλω να τα ρουφήξω
Με μια ανάσα χωρίς επιστροφή
ΤΩΡΑ
Και δεν μπορώ
ΤΩΡΑ ΠΙΑ.

2004 © Lucy

Tuesday, May 23, 2006

Δεσμώτις


Αυτόματη γραφή,
βροχή μεσ' το μυαλό μου,
αδυσώπητη
ατέρμονη,
χείλη κλειστά
μπλε βλέμμα,
που βάφεται σε γκρι,
με μια πινελιά
από Πιντερική χολή.
Φτάνει πια,
γύρνα στη φωλιά σου,
όρνιο της σάρκας
και του νου.
Ο Προμηθέας
πάντα
δεσμώτης
θάναι.

2005 © Lucy

Κάθετη Πτήση


Νεκροταφείο αυτοκινήτων
με τεντωμένο σχοινί ακροβάτη
λαμαρίνες ιριδιζέ
σε πρόσωπα ασθματικού
προαναγγελθέντος θανάτου.
Βαρειά βήματα εξακοντισμένα
σε βόρβορο ασφαλτόστρωσης
νυχτερινής
και η παράδοση
ατέλειωτος νεκρικός επίδεσμος
σε μάτια δίκωχα και στόματα
κουρασμένων ιπποτών
ισοπεδωμένης τραπέζης.
Υποδοχή φύλακα άγγελου
σε αλλόφρονες πεδιάδες
απολιθωμένου γερακιού
και τα ροδαλά νύχια
της Ανδρομέδας μισοφαγωμένα
από διαπλανητικό όρνιο
κάθετης πτήσης.
Κυριεύω τη φύση μου
από νωχελικούς υδρατμούς
τετριμμένων παρομοιώσεων
και οριζοντιώνομαι
στο κατάρτι
της πιο
απαγορευμένης
προσμονής.

(2002) © Lucy

Sunday, May 21, 2006

Μπουγάζι



Ψάχνω τα χνάρια σου
σ'αυτή τη ξέρα που προσάραξες
με τα σπασμένα σου κουπιά
λαμνοκοπώντας όλη νύχτα
με το σβηστό φανό στη πλώρη
κόντρα στο κύμα
με το μπουγάζι στα ζερβά σου.
Σε ψάχνω, ο φάρος έσκισε το βύθος
και λάμψανε τα μάτια σου
είν' το σκαρί γερό, μού είπες,
δε βυθίζεται αυτό
στα οχτώ μποφώρ χοροπηδάει
λάμνει και δε σκιάζεται.
Είν' το σκαρί γερό, μού είπες.
Πώς κένταγε η αρμύρα
τα χρυσομπρούτζινα τα χέρια σου,
μικρές φλεβίτσες κι αίμα βουερό
και ανυπόμονο.
Είν' το σκαρί γερό.
Στη ξέρα αυτή
σε τούτη την ακρογιαλιά
που σκύβουν τ' αρμυρίκια
και κλαιν τη νύχτα
και που οι γλάροι πια σωπαίνουν,
η βάρκα έχει ξεβραστεί
το ένα κουπί στα δυό σπασμένο
το άλλο χίλια κομμάτια
σαν το μυαλό μου.
Εδώ σ' αυτά τα βράχια,
στη Μαύρη Ράχη, λένε αυτοί,
εγώ τα λέω "ζωή μου", στον Κάτγιαλο
με τα χοχλάδια που στραφταλίζουνε
στον ήλιο και στο κύμα
κάτω απ'του άη-Νικόλα
τ' άγρυπνο βλέμμα,
με θέα τα Αντίψαρα
που βάφονται στο αίμα
αυτό το δείλι
εδώ σ' αυτά τα βράχια τ' άγρια
αυτοί τα λένε Μαύρη Ράχη,
εγώ τα λέω "ψυχή μου",
εδώ σβηστήκανε
τα χνάρια σου.

(καλοκαίρι 2003)
© Lucy

Rock


Κι αν είμαι ΡΟΚ
μη με φοβάσαι...

ή αλλοιώς



Σκύλος που γαυγίζει δεν δαγκώνει...


απλά τρομάζει με τα
αγριεμένα πλήθη

Χωρίς τίτλο

Αυτό το post δεν διαγράφηκε τελικά, κατόπιν παραίνεσης φίλων...22/5/2006 23:23 μμ

Αυτό το post θα διαγραφεί μετά από 2-3 ώρες. Γιατί το ανεβάζω τότε; Για να πω αυτά που θέλω σαν εκτόνωση, ακόμα κι αν δεν αφορούν σε κανένα!
Κάνοντας εντελώς πρόσφατα μια βόλτα σε blogs που δεν συνήθιζα να διαβάσω γιατί δεν ταιριάζουν οι ώρες μας κυρίως, διαπιστώνω με τρομο(!!!) ότι ή ελληνική blog-σφαίρα είναι ένα τεράστιο online ριαλιτάδικο ή ακόμα χειρότερα κουτσομπολιτάδικο.
Φευ!
Απ' την άλλη κάνοντας μια βόλτα σε blogs του MSN αμιγώς ξένα, χαίρομαι να σερφάρω και να διαβάζω.
Είχα πει κάποτε-πρόσφατα, σε κάποιο σχόλιό μου σε άλλο blog, ότι περιμένω ανυπόμονα την ημέρα που ο Ελληνάρας θα πάψει να έχει και να κραδαίνει με μεγάλη περηφάνια σαν σημαία του τη γελοιότητα και την αγένεια!
Ό,τι τηλεόραση έχει ο Ελληνάρας, αυτή τον αντιπροσωπεύει. Ό,τι δημοσιογράφους έχει και προσκυνάει, αυτοί τον αντιπροσωπεύουν και τού αξίζουν! Ό,τι σίριαλ βλέπει-φωνακλάδικα και κακίστης ποιότητας, αυτά είναι στα μέτρα του!
Όπως παρκάρει, πάνω στα πεζοδρόμια, σε κεντρικούς δρόμους κωλύοντας την κυκλοφορία, όπως σπρωχνεται, όπως βρίζει, όπως αρπαζεται αν κάποιος τον στραβοκοιτάξει (νομίζει), έτσι και blog-άρει.
Όπως ανέχεται τα κακότεχνα κτίρια και την αβάσταχτη αισθητική των πόλεων που ζει, έτσι και ανέχεται και υποδαυλίζει ποταπότητες μέσα στην blog-σφαίρα.
Όπως καταριέται τη "ρημάδα τη ζωή" γιατί δεν γεννηθήκε χαλίφης στη θέση του χαλίφη, έτσι καταριέται και όσους βρίσκονται κάπου διαφορετικά και του αφήνουν μόνο τη σκόνη τους!
Με ένα σωρό απωθημένα και το σπουδαιότερο φοβάμαι, με frustrated libido!

Ο Ελληνάρας σίγουρα είναι ο άνθρωπος της ΜΕΓΑΛΗΣ ΑΡΠΑΧΤΗΣ και της ΠΟΝΗΡΙΑΣ, θα αναγάγει σε επιστήμη το πώς θα κερδοσκοπήσει, πώς θα σε πατήσει κάτω για να βγάλει περισσότερα, πώς θα σού πουλήσει σκουπίδια. Οι νόμοι για τον νεοβάρβαρο δεν ισχύουν!
Δεν σέβεται και δεν πειθαρχεί πουθενά. Κάθε ένας έχει και δικό του μπαϊράκι!Φαίνεται, τελικά πως όλο αυτό το ανακάτεμα μυαλού και παράκρουσης έχει περάσει και στους χώρους των blogs.

Τι με ώθησε σ' αυτό το ξέσπασμα; Κάποια πράγματα-απανωτά που είδα τελευταία, που λίγο ως πολύ ΑΠΑΓΟΡΕΥΟΥΝ σε κάποιους να έχουν την γνώμη τους και να την εκφράζουν όπως αυτοί θέλουν!

Με απλά ελληνικά κάποιοι έχουν φρυάξει για την ας πούμε, δημοτικότητα κάποιου blog, κάποιοι άλλοι κουτσομπολεύουν εκ συστήματος κάποιους συν-bloggers και άλλα παρόμοια φολκλορικά!
Αλλά καλέ, σιγά μην ξέρουμε τι θα πει το πρόσφυμα συν-.

Έχω πολλές φορές βλαστημήσει την ώρα που γεννήθηκα σ' αυτήν την χώρα, αλλά το να το επιβεβαιώνω καθημερινά, ε, αυτό είναι ιδιαίτερα επώδυνο!


Και κάτι από τον Μακρυγιάννη!

Σελ.192
Το βράδυ βλέπω έναν φερμένον από το Κρανίδι. Λεωνίδα τον λένε. Ήταν σταλμένος από την νέαν Κυ-βέρνησιν. Τότε τόμαθα αυτό. Δεν μας τόλεγαν πρωτύτερα. Μού λέγει αυτός ότι έγινε νέα Κυβέρνηση, κι αυτή με το Βουλευτικόν μού παραγγέλνουν να γυρίσω μ’ αυτούς και μού δίνουν διακόσιες χιλιάδες γρόσια. Τούς παραγγέλνω: «Την δικαιοσύνη οπούχουν ετούτοι εδώ, να μην την έχουν κι εκείνοι εκεί, και να κυβερνήσουνε πατριωτικώς, ότι κιντυνεύει η πατρίς κι εγώ γρόσια δεν θέλω, δεν πουλιώμαι διά γρόσια. Δεν ορκίστηκα δι’ αυτά,ορκίστηκα διά πατρίδα. Και αν είναι διά την πατρίδα, δέχομαι να την βοηθήσω εγώ. Αφήστε με εμένα να τους διαλύσω αυτηνών εδώ την δύναμή τους όλη. Αλλά να μην ξέρει κανένας ότι αγρικιώνται με τ’ εμένα και κιντυνέψω αδίκως και δε βγάλω και τ’ αποτέλεσμα». Μού στείλαν οπίσου ό,τι γνωρίζω να κάμω και η πατρίς θα μού το γνωρίζει πολύ.
σελ.196
Μίαν ημέρα έγραψαν από μέσα έξω εις τους δικούς τους, Κολιόπουλο κι’ άλλους. Τους λέγανε: «Την αυγή, δυό ώρες να φέξη, να πιάσετε όλοι τα Τρίκορφα κι’ όλες αυτές τις θέσεις και βγαίνομε κι εμείς από μέσα κι εσείς απ’ όξω, να ριχτούμε όλοι συγχρόνως, να μην αφήσουμε γλώσσα από τους αντπατριώτες». Στο ίδιον χαρτί αποκρίθηκαν εκείνοι οπίσου, ότι δεν είχαν φαίνεται, άλλο χαρτί, κι’ έλεγαν. «Είμαστε έτοιμοι και δυνατοί και κάτα το γράφει σας πιάνομε τις θέσες. Και να τους ριχτούμε συγχρόνως να μην αφήσουμε ποδάρι από τους αποστάτες». (Εμείς είμαστε αποστάτες, εκείνοι νόμιμοι!) Εγώ ο δυστυχής όλο πρόσεχα τις αναγκαίες θέσες, ότι όλοι αυτήνοι εμένα φοβέριζαν, οπού τους έγινα άπιστος. Ήμουνε από κάτω τα Τρίκορφα μέσα σ’ ένα ρέμα και φύλαγα. Να ένας καλόγερος και διαβαίνει. Ευτύς οπού μας είδε εμάς πέταξε το γράμμα. (Δεν τόδαμε). Του λέγω:
«Καλόγερε, πού πας;
-Πάγω εις τ’ Άργος.
–Πούναι το γράμμα; Του λέγω ψέματα. Το ξέρω οπούχεις γράμμα.
–Δεν έχω, μού λέγει.
–Πάρτε τον, σύρτε να τον σκοτώσετε! Λέω διά φόβον.
Μού λέγει, στέκα, μη με σκοτώνετε. ‘Λατε να σας δώσω το γράμμα».
Πάμε και το παίρνομε, ανάβομε κερί και το διαβάζομε. Είδαμε όλα αυτά. Ευτύς κατέβηκα εις το Λόντο και Νοταρά και του Ζαΐμη τους ανθρώπους κι’ αφήσαμε από λίγους εις τα πόρτα. Κι’ ευτύς το Νάση Φωτο-μάρα και πήγαμε ομπρός και πιάσαμε τα Τρίκορφα κι όλα εκείνα τα πόστα.
σελ.197
Μίαν ημέραν έλαβα ένα καψομηνιάτικον να πλερώσω τους ανθρώπους μου. Παίρνω τους αξιωματικούς μου και τους λέγω:
«Να λέτε ότι εμείς κάθε εικοσιοχτώ του μηνός πλερωνόμαστε από την νέαν Διοίκησιν». Είχαν έρθει μέσα οι αξιωματικοί του Δυσσέα, του Καραϊσκάκη και του Γκούρα. Τους πήρα και τους έκανα ένα τραπέζι ολουνών. Είπα των αξιωματι-κών, των δικώνε μου, να μού χαλέψουν τον μιστόν και να μού ειπούνε ότι «έχομε είκοσι οχτώ ημέρες απλέρωτοι. Και θέλομε τους μιστούς μας» να μού ειπούνε. Κι εγώ θα τους μαλώσω. Το μηναίον οπούχα ήταν όλο τάλαρα. Πήρα μια κασέλα και την γιόμισα χώμα κι’ έβαλα ένα πανί να μη φαίνεται το χώμα. Και βάνω από πάνου τα τάλα-ρα, ότι ήταν η κασέλα γιομάτη χρήματα. Φάγανε ψωμί όλοι οι μουσαφιραίοι. Εκεί οι αξιωματικοί μου γυρεύουν ά-γρια τους μιστούς τους. Τους λέγω:
«Τι με φοβερίζετε δια μιστούς, οπού έχετε να πλερωθείτε είκοσι οχτώ μέρες; Μηνά είναι εδώ ο Δυσσέας, ο Γκούρας, ο Καραϊσκάκης να μη σας πλερώνουν ποτές; Εδώ είναι Κουντουριώτης, οπούφερε ένα καράβι γιμάτο τάλαρα. Νόμους θέλει καλούς να γίνουν διά την πατρίδα και χρήματα ξοδιάζει όσα θέλει κάθε Έλληνας. Μίαν κασέλα γιομάτη τάλαρα μόδωσε, σπαθί, άλογο, μουλάρια (αυτά τα είχα αγοράσει μόνος μου)».
Γυρίζω και λέγω των ίδιων μισαφιρέων:
«Φέρτε μου αδελφοί, αυτήνη εκεί την κασέλα να τους πλερώσω, οπού μας χάλασαν το φαΐ μας».
Πάνε εκείνοι οι καημένοι να σηκώσουνε τη κασέλα, πού σηκώνεταν από τα χώ-ματα; Τους λέγω:
«Αφήστε την κι έρχομαι μόνος μου». Πήγα τους πλέρωσα. «Σύρτε εις τα κονάκια σας, τους λέ-γω, κι’ όποιος θέλει και παραπανισμένα χρήματα να του δώσω». Τότε ακούνε όλοι αυτήνοι:
«Νάρθωμε μαζί σου κι’ εμείς, καπετάνιε, με τους συντρόφους μας, μού λένε, να γνωρίσουμε την Κυβέρνησιν!
–Νάρθετε παιδιά μου!» Αφήνουν τον Δυσσέα μοναχόν και του μένουν κάτι ολίγοι. Και οι άλλοι ήρθαν όλοι μαζί μου.

Παρελθών Χρόνος


Σφηνωμένα τα κλαδιά
του ατημέλητου γύπα
στο νευρικό μου σύστημα
απολαμβάνουν βουή
ρέοντος αίματος
σε γαλαζωπές φλεβίτσες
απίστευτης λεπτότητας
καθώς σαν κόρη οφθαλμού
η πεταλούδα συστέλλεται-διαστέλλεται
μέσα στην χούφτα μου
λαμπυρίζοντας κιτρινωπά και μαβιά
υπενθυμίζοντας πως πρόκειται
για τεράστιο κυκλωπικό μάτι
που παραπαίει σε σαρκοβόρους βυθούς
κλυδωνίζοντας το υποτυπώδες
γεννητικό όργανο σε παρελθόντα χρόνο
κατατρώγοντας τέλος
και την τελευταία φλεβίτσα
με τον τεράστιο απονευρωμένο
κυνόδοντα.

(2002) © Lucy

Saturday, May 20, 2006

Εκτρώματα Διονυσιακά



Δεν μπορεί. Δεν μπορεί.
Πρέπει να γυρίσω πίσω.
Πάντα ξαναγυρίζω πίσω
και ξεκινάω πάλι tο άλλο πρωί.
Ο δρόμος του σπιτιού μου σκοτείνιασε πια.
Κι ο μπάτσος στη γωνία. Συνήθισε πια.
Κάποια μέρα θα ξανάρθεις κι εσύ
Να μού πεις. «Γύρισε πίσω, γύρνα πίσω».
Παλιές φιγούρες οστέινες
Κραδασμοί από επαναστατημένα
Εγκεφαλικά κύτταρα.
Σταθερή πορεία στην άσφαλτο
Οι κολόνες της ΔΕΗ, οι άδειοι δρόμοι,
Οι ανυποχώρητες αποστάσεις.
Το όνειρο προδόθηκε πάλι
Και οι νεκροί περιπολούν
Mε κρεμασμένα χαμόγελα
Στα γεννητικά τους όργανα.
Κι εγώ πρέπει να γυρίσω πίσω.
Τόσα χρόνια μας ευνουχίζουν
Μας ανοίγουν μια τρύπα στο κρανίο
Μια τρύπα χωρίς τέλος.
Τόσα χρόνια μια μέγγενη νοιώθω
Γύρο απ’ το πεπτικό μου σύστημα
Να γεννάει εκτρώματα διονυσιακά.
Τόσα χρόνια κραδαίνουμε το χάος
Μετρώντας τις ανελέητες τρύπες.
Κι εγώ να
ΜΗΝ
ΜΠΟΡΩ
ΝΑ
ΓΥΡΙΣΩ
ΠΙΣΩ.

© Lucy 2004


Thursday, May 18, 2006

The Da Vinci code

Πολύς λόγος έγινε για το περιβόητο βιβλίο του Dan Brown, πολύ λόγο και μεγάλη αναταραχή προβλέπεται να προκαλέσει και η από σήμερα προβαλλόμενη στις αίθουσες ταινία σε σκηνοθεσία του Ron Howard, βασισμένη στο βιβλίο.
Έχω τη συνήθεια, ή μάλλον την τρέλα να βλέπω πολλές ταινίες, άπειρες ταινίες! Σε πρώτη προβολή, σε αφιερώματα (με την ευκαιρία άρχισαν σήμερα δύο εξαιρετικά αφιερώματα ρετροσπεκτίβες σε κεντρικούς Αθηναϊκούς κινηματογράφους), σε κινηματογραφικές λέσχες, στο γαλλικό ινστιτούτο, σε video-dvd, όσες δεν έχω προλάβει, εν ολίγοις ο κινηματογράφος είναι το πάθος μου και δεν προβλέπεται να πάψει ποτέ να είναι, μια και οι γονείς μου με τραβολογούσαν από 4-5 χρονών στις αίθουσες μη έχοντας πού να με αφήσουν και μούχει γίνει δεύτερη φύση το σινεμά!
Στο θέμα μας όμως! Στον κώδικα!


Το βιβλίο το έχω αγοράσει στην εμπλουτισμένη-εικονογραφημένη έκδοσή του, αλλά δεν του έχω αφιερώσει πολύ χρόνο. Έχω κάνει ένα scan-reading, δεν με τράβηξε ιδιαίτερα, δεν είχα ποτέ έφεση στις θρησκείες, στις πίστεις, στους θεούς κλπ, μού αρέσει περισσότερο να τους γκρεμίζω παρά να τους στήνω, άλλωστε οι θεοί έχουν πήλινα πόδια, δεν χωράει αμφιβολία περί αυτού, αλλά αυτό είναι ένα άλλο θέμα, που θα το αναπτύξω σε επόμενο post.
Με συγκινεί όμως η πίστη κάποιου. Με εξιτάρει το γεγονός της ανθρώπινης εγκεφαλικής διεργασίας, που θέλει, ή μάλλον έχει ανάγκη να εφευρίσκει θεούς για να εξηγεί την αδύναμη φθαρτή οντότητα και να βρίσκει καταφυγή. Τελευταία μάλιστα, με την έκρηξη της θεωρίας περί έξυπνου σχεδιασμού του σύμπαντος, τα πράγματα έχουν γίνει ιδιαίτερα γοητευτικά, όσον αφορά στην επεξεργασία της ανθρώπινης εγκεφαλικής λειτουργίας, γιατί πρέπει εδώ να ομολογήσω την μεγάλη μου αμαρτία! Από όλες τις θρησκείες και από όλες τις θεωρίες και επιστήμες, εκείνη που πραγματικά με εξιτάρει και με απογειώνει είναι η εγκεφαλική διεργασία και πώς κάθε κρανιακή κάψα που περιέχει μερικά κιλά ημίρρευστου, ημισυμπαγούς υλικού, προσλαμβάνει τα υπάρχοντα και τα τεκταινόμενα στο σύμπαν!
Πώς έχει καταλήξει να βαυκαλίζεται με την ανθρωποκεντρική θεωρία, πώς έχει τεχνηέντως και ευχαρίστως στρεβλώσει την ιστορία (το Βυζάντιο και η ελληνικότητα των Βυζαντινών αυτοκρατόρων π.χ. είναι μια τεράστια στρέβλωση και δεν είναι η μόνη, άλλωστε ο όρος Βυζάντιο δεν υπήρχε καν επί…Βυζαντίου και οι αυτοκράτορες υπέγραφαν σαν Ρωμαίοι αυτοκράτορες. Κάθε άλλο επίσης παρά φωτεινή και φωτισμένη περίοδος ήταν αυτή, αντίθετα ήταν περίοδος δολοπλοκιών, δολοφονιών και σκοταδισμού).
Πλήρης ιστορική στρέβλωση λοιπόν. Αναφέρω αυτήν συγκεκριμένα επειδή αφορά σε μας άμεσα.


Ας κάνω όμως ένα αλματάκι για να πάω στον Καρλ Μαρξ.
Γερμανός με σπουδές νομικής, επαναστατική φύση, φιλόσοφος και οικονομολόγος, η εφαρμογή των θεωριών του οποίου έτυχε μεγάλης - απίστευτης καπηλείας! Δεν ξέρω αν η ιστορία έχει να επιδείξει πιο μεγάλη καπηλεία σε μια τόσο εμπνευσμένη θεωρία.
Ο Μαρξ λοιπόν τα είπε όλα σε μια και μόνη φράση. Χρειαζόταν άραγε ο Dan Brown ή κάποιοι άλλοι να μας τα πουν;

Η ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΟΠΙΟ ΤΩΝ ΛΑΩΝ.

Τι άλλο να πει κανείς;
Ευτυχώς η ταινία αφήνει υποδορίως να διαφανεί αυτό. Δεν το λέει, δεν το βροντοφωνάζει ο Dan Brown, το αφήνει να αιωρείται. Αν γκρεμίσουμε την θρησκεία, όπως την έχουν πλάσει στο μυαλό τους, σε τι θα έχουν να προσεύχονται, τι θα έχουν να ελπίζουν;
Όμως δεν είναι αυτή η σωστή ερώτηση. Η σωστή ερώτηση είναι τόσο τρομαχτική όσο και η απάντησή της.

ΠΩΣ ΧΕΙΡΑΓΩΓΟΥΝΤΑΙ ΤΑ ΠΛΗΘΗ;

ΚΑΙ ΤΙ ΓΙΝΕΤΑΙ ΑΝ ΠΑΨΟΥΝ ΝΑ ΧΕΙΡΑΓΩΓΟΥΝΤΑΙ;

ΜΕ ΤΙ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΚΡΑΤΗΣΟΥΜΕ ΤΑ ΠΛΗΘΗ ΥΠΝΩΤΙΣΜΕΝΑ;

Κι εδώ ξανάρχεται ο Μαρξ, που είπαμε, τα είπε όλα σε μερικές λέξεις.
Η Θρησκεία Είναι Το Όπιο Των Λαών.
Αθάνατε Μαρξ!

Τι να μας πεις κι εσύ αγαπητέ Dan?
Ένα έργο fiction για να περάσουμε καλά εμείς κι εσύ να τα κονομήσεις.
Μάς είναι αδιάφορο αν ο Χριστός παντρεύτηκε, αν ερωτεύτηκε, αν είχε απογόνους!
Ούτε νοιαζόμαστε για το αν η Μαγδαληνή είναι θαμμένη και φυλαγμένη κάπου για να κρατηθεί το υπέρτατο μυστικό.
Το υπέρτατο μυστικό βρίσκεται στον ανθρώπινο εγκέφαλο, ο οποίος είναι εν πολλοίς ακόμα ανεξερεύνητος και χρησιμοποιείται ένα απειροελάχιστο ποσοστό των δυνατοτήτων του από το ανθρώπινο όν.
Όταν ήδη σε κάποιες διαλογιστικές καταστάσεις, σε υπερβατικές φάσεις καταρρίπτεται ο νόμος της βαρύτητας, υπάρχει αιώρηση, υπάρχει πλήρης εξάλειψη του πόνου και άλλα θαυμαστά, γίνεται απολύτως αντιληπτό ποιος είναι ο θεός.
Ο Χριστός είχε αυτήν τη δύναμη και συγχρόνως είχε και μεγαλείο συναισθημάτων. Και μόνο γιαυτό είναι αξιολάτρευτος. Βέβαια ήταν κι επαναστάτης, αλλά αυτό μην το πείτε πουθενά, θα σας αφορίσουν!

Ας τελειώσω, όμως με την ταινία αυτή αυτή καθαυτή.
Την είδα σε προβολή απογευματινή 16:00 μμ μακριά από αγριεμένα πλήθη και με το σινεμά στο κέντρο της Αθήνας σχεδόν άδειο.
Σκηνοθετικά δεν είχε εκπλήξεις, μάλλον κατέφυγε σε κάποιες συμβατικότητες, υπερβολικά εύκολος ο τρόπος της ανακάλυψης του συμβόλου-κλειδιού πίσω από τον πίνακα, ξεκάρφωτος ο τρόπος που βάζουν τον Σίλας στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου μετά την άφιξη στο Λονδίνο, μα κι αυτοί οι πρωταγωνιστές αμέσως αποκωδικοποιούσαν όλα τα μυστήρια, όλους τους κώδικες, όλα τα δύσκολα και δυσανάγνωστα, τς τς τς… Σε απλά ελληνικά ο κύριος Ron, πρώην σύζυγος της Geena Davis (Thelma and Louise) υπογράφει συνήθως απλές κι ανώδυνες περιπετειούλες. Πάντως εδώ κράτησε την ταινία αρκετά χαμηλόφωνη, σεβάστηκε δηλαδή το κείμενο, έδειξε την πανέμορφη Ευρώπη, κι εκεί λες ακόμα μια φορά, όπως το λες κάθε φορά που ταξιδεύεις και γυρίζεις Ελλάδα, θεέ μου πού ζω; Εγώ το έχω πει ήδη 2-3 φορές! Πολύ πράσινο, gothic αρχιτεκτονική, πλακόστρωτους δρόμους, μουσεία, ναούς και βωμούς…Λούβρο, όλα μας τα έδειξε διακριτικά και κάπως αμήχανα. Με την Ευρώπη κολουμπριάζονται οι Αμερικανοί σκηνοθέτες, παθαίνουν ένα delirium, αλλά το καλύπτουν με μια αμηχανία, ένα πράγμα ποιός είμαι ‘γω και πού πάω;
Ο Tom Hanks είναι ένα ευλύγιστο εργαλείο για τον κάθε σκηνοθέτη.
Με το εσωτερικό του παίξιμο, την καταπληκτική φωνή και την άψογη άρθρωση μπορεί να σε βγάλει από την βαρεμάρα. Εδώ όμως ήταν λιγάκι λίγος. Ήθελα παραπάνω απ’ αυτόν.
Η Audrey – η γλυκειά Αμελί, ρόλος που δεν φαίνεται να τον ξεπερνάει ακόμα - χαριτωμένη και αρκούντως έκπληκτη γι’ αυτό που την περιμένει, δεν κατάφερε να παρασύρει με την ερμηνεία της. Ο Reno στα ίδια γνωστά κλισέ του μπάτσου που όμως τελικά δεν συμμετέχει στη συνομωσία, αρκετά μέσα στα νερά του. Αυτός ο ηθοποιός είναι για άλλους ρόλους, κρίμα που έχει τυποποιηθεί. Ο Ian McKellen υπέροχος όπως πάντα. Και η αποκάλυψη της ταινίας είναι ο Paul Bettany. Με ένα χαμένο, αλλοπαρμένο, διάφανο βλέμμα είναι το θύμα της πίστης, το θύμα στο όνομα του Ιησού. Τον χρησιμοποιούν, τυφλό όργανο, τυφλής πίστης κι εκείνος αυτομαστιγώνεται, πληγώνει τη σάρκα του, υποβάλλεται σε απίστευτο σωματικό και ψυχικό πόνο για να πλησιάσει τον Κύριο.
Αχ! Ο δρόμος για την κόλαση είναι στρωμένος από αγαθές προθέσεις.

Η μουσική επένδυση του Hans Zimmer, που έχει γράψει σπουδαίες μουσικές σε σπουδαίες ταινίες, είναι δεμένη με το story και λειτουργεί τέλεια, υποδόρια, σε προετοιμάζει για την μεγάλη αποκάλυψη.
Βλέπεται άνετα, περνάς καλά, είναι μια ευχάριστη κινηματογραφική εμπειρία !
Να τη δείτε;
Εσείς ξέρετε !

Lucy 2006

Wednesday, May 17, 2006

Deadly Frozen


Armand: A Vampire. Lethally charming, deadly frozen.

He longs for feeling, he can’t FEEL.
Someday he meets another being, another vampire,
someone really beautiful.
They’re two of a kind. They belong to a secret, invisible world.
Armand is fascinated, infatuated.

Armand says: “You are so beautiful that you make me feel…”

He is surprised himself; he can’t believe he would ever be able to feel…

Armand’s words only are from the movie script “Interview with a vampire”, based on Anne Rice’s book “Vampire’s chronicles”.

Thank you for almost making me FEEL,
for I haven’t felt for so long
I had forgotten
how it feels
to FEEL…


Lucy 2006

Απολιθώματα


Μέσα στις πέτρες στ’ ανθογυάλια,
στα μαζούτ και στις έρημες κοιλάδες
σπέρνω τα χνάρια
της αντανακλαστικής μου παρουσίας
κυματίζοντας ονειρική εκδίκηση.
Μαστίζει ο θάνατος
τις μαύρες πεδιάδες μας
έχει να βρέξει από τότε
που γεννήθηκαν οι κραδασμοί
της φιδίσιας σου ουράς.
Μη ψάχνεις στο απολιθωμένο δάσος
για πρόσωπα χαμένα.
Απολεσθέντα αντικείμενα
πολυτέλεια παρφουμαρισμένου
υπαλλήλου
με στολή νεκρική.
Η καρδιά σου μιλάει σιγά
τώρα τον χρειάζομαι τον ψίθυρό της.
Σπέρνω τ' άφθαρτα κομμάτια
της ύπαρξής μου
στα τρυφερά εγκεφαλικά σου κύτταρα
με θαυμαστή ακρίβεια.
Αύριο ένα κρανίο θα μού χρειαστεί
να μαζέψω το νερό της βροχής.
Αύριο ένα θαλασσινό τοπίο
θα βουλιάξει
στην κόχη του ορίζοντα.

2005 © Lucy

Πετρελαιοκίνηση


Αγαπητέ Κώστα,
σε είδαμε, σε γνωρίσαμε, σε βαρεθήκαμε, καιρός να πας σπίτι σου!
Να πάρεις νέο σκυλάκι, να σερβίρεις καινούργια ποτά, να πας διακοπές στην Ίο,
να βάλεις μπρος για νέο μέλος στην οικογένεια.
Όσοι σε ψήφισαν να σε χαίρονται! Εμείς οι υπόλοιποι τι φταίμε...
Τώρα θα φέρεις την πετρελαιοκίνηση στην Αθήνα.
Πονηρά σκεπτόμενοι οι ιθύνοντες νόες σου λένε: Προκειμένου
να γερνάνε και να ζητάνε συντάξεις, δεν τους ξεκάνουμε νωρίς-νωρίς
από καρκίνο?

Θα φέρεις πετρελαιοκίνηση σε μια πόλη με πράσινο ΜΗΔΕΝ!
Με σωστή δόμηση ΟΥΔΕΜΙΑ!
Με μελλοντικό πολεοδομικό σχεδιασμό ΜΗΔΕΝΑ!
Με τον ελληνάρα να τα γράφει όλα στα παπάρια του προκειμένου να βολέψει
τον εαυτούλη του, την φτωχοζωούλα του και τις παλιολαμαρίνες του!

Θα φέρεις πετρελαιοκίνηση στην Αθήνα;
Καιρός να την κάνουμε εμείς...

Για να δούμε τι άλλο νομοσχέδιο θα μάς φορτώσουν αυτές τις μέρες! Σσσσ, σιγά, η Ελλάδα κοιμάται κι ονειρεύεται γιουροβιζιονικές πρωτιές και λοιπά μεγαλεία! Κάπως έτσι έχουν περάσει τα πιο θανατηφόρα νομοσχέδια, τα καλοκαίρια, τον Αύγουστο, μπροστα σε άδεια έδρανα, που ο "παντοδύναμος" - σιγά έιπαμε, κοιμάται!!! - λαός κάνει τα μπάνια του!

Σσσσσσσσσ.....

Λούσυ

Σκληροί Ρεμβασμοί


Βυθισμένα
στα πολύχρωμα τοπία
τα μάτια σου,
δεν τελειώνουν το όνειρο
της αναμέτρησης.
Στο τέλος πάντα
κάτι λείπει.
Η λάμψη της κόψης σου
γεννάει σκληρούς ρεμβασμούς,
καθώς σε αντικρίζω
με μιαν απόφαση
βαθειά στις ρυτίδες
των χεριών σου.
Μη μού επαναλάβεις
τα ίδια λόγια.
Εσύ που γεννιέσαι
μεσ' το αίμα,
εσύ που πεθαίνεις
μεσ' το αίμα.
Αυτή η πράξη θα είναι
δική μας,
αυτή η φωτιά θα είναι
για τους διάττοντες τ' ουρανού.
Κράτησέ με
σφιχτά στην ορμή σου,
που αντιπαλεύει με την
δική μου ονειροπόληση.
Αυτή η πράξη θα είναι
δική μας,
όταν κι οι δυό
θ' απουσιάζουμε
ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ...

2004 © Lucy

Tuesday, May 16, 2006

Desire


Όταν πια τα χέρια
δεν θα μπορούν
να κρατηθούν μακριά
κι όταν τα μάτια θα μιλούν
με τα ουράνια τόξα
τότε θ' αγγίξω
το κόκκινο σύννεφο
με την πνοή μου.
Τότε θα σού μιλήσω
μέσα από διάφανες σφαίρες
τότε θα σ' οδηγήσω
μέσα από μετουσιωμένα
μονοπάτια
τότε μια θάλασσα
θα υπάρχει
πέρα από μάς
μέσα σε μάς
για μάς.

© Lucy 2005

Monday, May 15, 2006

Μανούλα


Χρόνια Πολλά,
Μανούλα μου!
Και για χτες
και για σήμερα
και για αύριο
και για πάντα!


ΣΕ ΛΑΤΡΕΥΩ ! !

Φεγγερό απολίθωμα


Κομματιασμένη μοναξιά
σε χρόνο αδέσποτο,
το χαμόγελο της παγίδας
καρφωμένο στον τοίχο,
μόνος ο διαλεχτικός σου
αναβρασμός,
φεγγερό απολίθωμα
στην καρδιά μου.
Ξέρω, πως θάρθεις αύριο
σαν πάντα,
να μιλήσεις για πεμπτουσίες
διαλογικών ελιγμών.
Μιλάς με την καθάρια φωνή
της λαμπερής
ορείας κρυστάλλου,
που ανάβει
ένα φως στην καρδιά μου.
Μιλάς σε χρόνο πετρωμένο
από ορυκτά διαζώματα
της εφιαλτικής σου
μαζικότητας.
Δεν μπορώ να σηκώσω
τα μάτια μου πάνω σου.
Πόσο υποφέρουν οι αχτίνες
της αδύναμης πίστης μου!
Πόσο πονούν
οι κερατοειδείς χιτώνες μου
στο αντίκρυσμα
της ψυχής σου!

© Lucy 2004

Orpheus




Καλλιεργημένο
το αυτοσυντήρητο εγώ
μέσα σε λίπασμα
ραδιενέργειας
μιλάει στη βάση
του μισοφωτισμένου
φροϋδικού υποσυνείδητου
με σουρρεαλιστικά κεντρίσματα.
Ανυποχώρητη
η μαύρη φτερούγα
του ιερού πουλιού
του Απόλλωνα
απόψε θα επισκεφτεί τον Άδη
θα μιλήσει
στον τυφλό Αχέροντα
που θα ζητήσει
χρυσό αντίκρυσμα.
Θα χώσει το ράμφος
σε ματωμένα σπλάχνα
που τραβάνε με μανία
τις μύγες
θα κραυγάσει
άναρθρους ήχους
από μια γλώσσα
μοναδικής αρμονίας.
Θα κλέψει
τον έναν γαλάζιο βολβό
της Περσεφόνης
και θα τον βάλει
στοργικά
ανάμεσα σε κατάλευκα
δόντια.
Θα θρυματίσει
την παραισθησιογόνα
μνήμη
μέσα σε αίμα
με αλλόκοτα
γλυκειά γεύση.

(Χειμώνας 2003)
© Lucy

Sunday, May 14, 2006

Τέμνουσες


Απελπισμένη κραυγή
η φωνή μου
σκίζει
τη λανθάνουσα αγέλη
των αγγελιαφόρων
και σφηνώνεται
κατ' ευθείαν
στα πέτρινα διαζώματα
Απολιθώματα
οι ματιές τους
τα κίτρινα όνειρα
της πλαστικής αυγής
σφαχτήκανε πάλι
στο βωμό του Ορφέα.
Στο μάταιο προσωπείο
ξανά θα δω
τις ανύποπτες υπόστασές τους
τη μεταθανάτια μακαριότητά τους
την εξουθενωτική ανυπαρξία τους.

Ξανά στα σκαλιά ορμάει
η δύναμη των τεμνουσών.

(2003) © Lucy

Saturday, May 13, 2006

Κυκλοτερές



Είναι ένας κύκλος
που ζωγράφισες γύρο μου
τον έβαψες με χρώμα
γαλάζιο της θάλασσας
τον στεφάνωσες μ' αρμύρα
και αλάτι χοντρό
τον χάραξες
με λουλακί μολύβι
τον έσπειρες
με μαργαρίτες του αγρού
από κείνες τις άγριες
που ξέρεις
πως με τρελλαίνουν.
Είναι ένας κύκλος
που χάραξες γύρο μου
πολύ προσεχτικά,
πολύ τρυφερά
πολύ λατρεμένα
για να μού δείξεις
πως εκεί είναι
το απαλό μας στρώμα.


Στοργικά τον έγραψες
στο χώμα
και τού ύψωσες
κρυστάλλινους θόλους
απαντοχής και υποσχέσεων
και μια υπόνοια
απόλυτης κυριαρχίας σου.
Γλυκός ο κύκλος
όταν τα κρύσταλλα
λαμποκοπούν στον ήλιο,
όταν οι ορίζοντες βυθίζονται
στη θάλασσα το λυκαυγές
που οι προσμονές φουντώνουν
και βάφουν μάγουλα,
βλέφαρα και προσκεφάλια.
Κλοιός ο κύκλος,
όταν το λυκαυγές
σε λυκόφως αργοσβήνει
κι όταν ο κύκλος
τ' αγριολούλουδα σπαράσσει,
όταν η αρμύρα σε απολίθωμα
του χρόνου ραγισμένο απομένει
ν'ατενίζει τη σκιά που ξέχασε
να μπει στο κύκλο
αλλά απομακρύνεται
με υπέροχες χορευτικές
κυκλοτερείς κινήσεις.


(καλοκαίρι 2004)
© Lucy

Βρύα στη Λίμνη



Πόσες ακόμα αναλαμπές
θα μ' οδηγούν
σε σκότη που ο νούς διερευνά
με δεινότητα χειρουργική;
Έλιωσαν οι πέτρες μου και
τα γαλάζια μου γοβάκια
πάλιωσαν
και χάσκουν ξεχαρβαλωμένα
θυμίζοντάς μου
πως σε γαλάζιους ορίζοντες
παραπαίει η ζωή μου
ατενίζοντας σφαίρες
που θάμπωσαν
και έγιναν γκριζα συννεφιά.
Πού μ' οδηγεί αυτό το ποτάμι,
όταν θα πάψει α κυλά
όταν στερνιάσει το νερό
και βρύα
όταν καλύψουν την ακτή;
Σαν άλλη Οφηλία όταν
στα βάθη του
γλυκά θα με καλέσει;
Πού μ' οδηγεί αυτή
η ατέρμονη ανεμόσκαλα
ύψη και βάθη
που τρομάζουν
που ο νους τα κανακεύει
σαν το νιογέννητο μωρό.
Πάλιωσαν τα γοβάκια μου
και τα παραμύθια μου
έχουν αφήσει
την τελευταία
τους πνοή.

(2004) © Lucy

Άβυσσος


Πηγές τα δυό τα χέρια σου
τα δυό τα μάτια σου βυθοί
τα φτεροκοπήματα της καρδιάς σου
αναστέματα.
Σα φεύγεις
και πιά δεν καρτερώ
το διαλεχτικό
εντεινόμενο πάθος σου
είμαι νεκρή.
Είμαι νεκρή.
Μιλάς χωρίς ανάσα
στις αδειανές προθήκες,
στα θεατρινίστικα
αγναντέματα της άβυσσος.
Το ξέρω πως κάποτε
θα φύγεις για κει.
Το άλογο του Περσέα
κουβαλάει πολύ στάρι ακόμα
στον χιονισμένο μύλο.
Κάθισε να μού πεις τι αγαπάς
σ' αυτόν τον κόσμο:
το μαύρο κάστρο
της μοναχικής πεδιάδας
ή τα διονυσιακά δείπνα
παρέα με τους σάτυρους
και τις μαινάδες.
Κάθισε να μ' αγαπήσεις
ακόμα μια φορά.
Το κάστρο σου μετά
σε περιμένει.

(2002) © Lucy

Friday, May 12, 2006

Bells

Οι καμπάνες που ηχούν στην σιωπή, αυτές που στέλνουν ουράνια μελωδία, οι καμπάνες της χαράς και της αγαλλίασης, αλλά και του πόνου και της θλίψης, οι καμπάνες του όρθρου, οι καμπάνες του λυκόφωτος, αλλά και οι καμπάνες του λυκαυγούς, οι καμπάνες οι αναστάσιμες, και οι καμπάνες οι πένθιμες, οι καμπάνες των καθεδρικών ναών, της Notre Dame, με τον βαρύ επιβλητικό μπαρόκ ήχο, αλλά και οι καμπάνες των κατάλευκων ξωκκλησιών, που στέκονται ολομόναχα βιγλίζοντας στις κορυφές των βράχων καταμεσίς στο πέλαγος, οι καμπάνες οι μπρούτζινες με το σοφό σμίλεμα, και την αστραφτερή καθαρότητα, και οι κωδωνοκρούστες, αυτοί που ανεβαίνουν τον ονειρικό πύργο, τη στριφτή σκάλα, για να φτάσουν στην κορυφή, εκεί που βρίσκεται η καμπάνα, να της δώσουν πνοή και ήχο, να την κρούσουν, να ξεχυθεί η μελωδικότητά της στον χώρο, σε γη και ουρανό, σε ώτα και όντα, να τα μαγνητίσει σε ένα τελετουργικό, σε μια μαγευτική ονείρωξη, όπου γίνονται όλοι μέρος ενός μικρού σύμπαντος, ενός ιδεατού ουράνιου, θείου κόσμου, ενός γλυκού και τρυφερού καλέσματος, ενός μυστικιστικού και λατρευτικού δράματος, που εξιλεώνει, που καθαίρει, που ανατείνει, που θάλπει και επαγγέλλεται.
Αυτές είναι οι καμπάνες που αγαπώ!


Πάνω στ’ αγνάντεμα του ίσκιου της σιωπής, στο ουρλιαχτό του ανέμου, στο βίγλισμα της γλυκαπαντοχής, και στις χορδές που σιγοτρέμουν, ο αγέρας λιώνει αργά στ’ αναστενάγματά σου, στις νότες, στα χαϊδέματά σου...

Lucy 2006

Thursday, May 11, 2006

Diamonds and pearls


Διαμάντια ριγμένα στο κορμί σου
γλυστρούν απαλά με χάρη μεταξένια
λυώνουν, διαλύονται
σε χίλιες δυό σταγόνες
λαίμαργων υγρών φιλιών.


Μαργαριτάρια στολίζουν το δικό μου
με βάναυσα κεντίδια.
Οι ερινύες μου είναι ακόμα
ζωντανές
και
αδυσώπητες.

Lucy 2006

Wednesday, May 10, 2006

Querida Presencia

The most famous portrait of the 20th century
shot by Alberto Korda in 1960
Che is the legend who's haunted
young people's dreams,
mine included



Hasta siempre Comandante
(lyrics by Carlos Puebla)


Aprendimos a quererte
desde la histórica altura
donde el sol de tu bravura
le puso cerco a la muerte.

Aquí se queda la clara,
la entrañable transparencia,
de tu querida presencia
Comandante Che Guevara.

Tu mano gloriosa y fuerte
sobre la historia dispara
cuando todo Santa Clara
se despierta para verte.


Vienes que mando la brisa
con soles de primavera
para plantar la bandera
con la luz de tu sonrisa.


Tu amor revolucionario
te conduce a nueva empresa
donde esperan la firmeza
de tu brazo libertario.


Seguiremos adelante
como junto a ti seguimos
y con Fidel te decimos:!
Hasta siempre, Comandante!



Until Always

We learned to love you
from the heights of history
with the Sun of your bravery
you laid siege to Death

The deep transparency
of your presence
became clear here
Commandante Che Guevara

Your glorious and strong hand
fires at history
when all of Santa Clara
awakens to see you

You come burning the winds
with spring suns
to plant your flag
with the light of your smile

Your revolutionary love
leads you to a new undertaking
where they are awaiting
the firmnessof your liberating arm

We will carry on
as we did along with you
and with Fidel we say to you :
Until Always, Commandante!

Μετάλλαξη


Κοφτή καυτή ανάσα

σε μαύρο φόντο

αδιάπτωτη μούσα

ρέουσα

αλλάζει σχήματα

οργασμικές στρεβλώσεις

απλώνουν ιστούς

με ξέφρενο ρυθμό

δαμάζονται

σε χέρια ηδονικά

καυτή λάβα

πετρώνει στο έρεβος

κι ο χαλαζίας αστράφτει

κάτω απ' το βάρος

της απύθμενης συμμετρίας

των λυγμών.

Δια ζώσης η φωτιά

διά σιγής η έκρηξη.

Μεταλλάσσομαι...

(2005) © Lucy

Έρεβος


Πετρωμένες μνήμες

σ' ατέρμονο ταξίδι

καρφωμένες σε πολυτελείς

διαλλειπτικές μορφές

που αντανακλούν

εμπρηστικές λάμψεις.

Χαλαροί ίσκιοι

πέτρινες πεταλούδες

του αιώνα που πέρασε

και κάθησε σε αλαβάστρινο θρόνο

στη μέση ολισθηρού βάλτου.

Κομματιασμένα τ'αντιφεγγίσματα

της πράσινης πεδιάδας

πάνω σε βλέμματα που ηχούνε

αποπνιχτική σιώπή.

Εδώ, εδώ, τώρα

ο ασελγής αιώνας κάθεται

πέτρινος, βαρύς, αμετακίνητος

κουρδίζοντας τα μαλακά ρολόγια

της ατίθασσης κρανιακής κάψας.

Στα ζοφερά πρόσωπα

στις αποσυνθεμένες χειρονομίες

στο μουχλιασμένο μάτι του πίθηκου

στα νεκραναστημένα ειδώλια

στον άκρατο βυθό της μέθεξης

του σκότους

και της ερεβώδους αβύσσου,

εδώ, εδώ, τώρα,

ο βαρύς αιώνας

καθαίρεται.

(2001) © Lucy

Tuesday, May 9, 2006

The society of the spectacle

The Society of the Spectacle
(H Κοινωνία του θεάματος)

By Guy Debord


(αποσπάσματα)


In societies dominated by modern conditions of production, life is presented as an immense accumulation of spectacles.

Everything that was directly lived has receded into a representation.

The images detached from every aspect of life merge into a common stream in which the unity of that life can no longer be recovered. Fragmented views of reality regroup themselves into a new unity as a separate pseudoworld that can only be looked at. The specialization of images of the world evolves into a world of autonomized images where even the deceivers are deceived.

The spectacle is a concrete inversion of life, an autonomous movement of the nonliving.

The spectacle presents itself simultaneously as society itself, as a part of society, and as a means of unification. As a part of society, it is the focal point of all vision and all consciousness. But due to the very fact that this sector is separate, it is in reality the domain of delusion and false consciousness: the unification it achieves is nothing but an official language of universal separation.

The spectacle is not a collection of images; it is a social relation between people that is mediated by images.

Understood in its totality, the spectacle is both the result and the project of the dominant mode of production. It is not a mere decoration added to the real world. It is the very heart of this real society’s unreality.

In all of its particular manifestations — news, propaganda, advertising, entertainment — the spectacle represents the dominant model of life. It is the omnipresent affirmation of the choices that have already been made in the sphere of production and in the consumption implied by that production.

Separation is itself an integral part of the unity of this world, of a global social practice split into reality and image. The social practice confronted by an autonomous spectacle is at the same time the real totality which contains that spectacle. But the split within this totality mutilates it to the point that the spectacle seems to be its goal.


In a world that is really upside down, the true is a moment of the false.

Considered in its own terms, the spectacle is an affirmation of appearances and an identification of all human social life with appearances. But a critique that grasps the spectacle’s essential character reveals it to be a visible negation of life — a negation that has taken on a visible form.


The spectacle presents itself as a vast inaccessible reality that can never be questioned. Its sole message is: “What appears is good; what is good appears.”

The passive acceptance it demands is already effectively imposed by its monopoly of appearances, its manner of appearing without allowing any reply.

The spectacle is able to subject human beings to itself because the economy has already totally subjugated them. It is nothing other than the economy developing for itself. It is at once a faithful reflection of the production of things and a distorting objectification of the producers.

When the real world is transformed into mere images, mere images become real beings — dynamic figments that provide the direct motivations for a hypnotic behavior.

As long as necessity is socially dreamed, dreaming will remain a social necessity.
The spectacle is the bad dream of a modern society in chains and ultimately expresses nothing more than its wish for sleep. The spectacle is the guardian of that sleep.


The fact that the practical power of modern society has detached itself from that society and established an independent realm in the spectacle can be explained only by the additional fact that that powerful practice continued to lack cohesion and had remained in contradiction with itself.


The root of the spectacle is that oldest of all social specializations, the specialization of power. The spectacle plays the specialized role of speaking in the name of all the other activities. It is hierarchical society’s ambassador to itself, delivering its official messages at a court where no one else is allowed to speak. The most modern aspect of the spectacle is thus also the most archaic.

The social separation reflected in the spectacle is inseparable from the modern state — the product of the social division of labor that is both the chief instrument of class rule and the concentrated expression of all social divisions.

In the spectacle, a part of the world represents itself to the world and is superior to it. The spectacle is simply the common language of this separation. Spectators are linked solely by their one-way relationship to the very center that keeps them isolated from each other. The spectacle thus reunites the separated, but it reunites them only in their separateness.


Workers do not produce themselves, they produce a power independent of themselves. The success of this production, the abundance it generates, is experienced by the producers as an abundance of dispossession. As their alienated products accumulate, all time and space become foreign to them.

The forces that have escaped us display themselves to us in all their power.

Though separated from what they produce, people nevertheless produce every detail of their world with ever-increasing power. They thus also find themselves increasingly separated from that world. The closer their life comes to being their own creation, the more they are excluded from that life.


The spectacle is capital accumulated to the point that it becomes images.

Critical theory must communicate itself in its own language — the language of contradiction, which must be dialectical in both form and content. It must be an all-inclusive critique, and it must be grounded in history. It is not a “zero degree of writing,” but its reversal. It is not a negation of style, but the style of negation.

The very style of dialectical theory is a scandal and abomination to the prevailing standards of language and to the sensibilities molded by those standards, because while it makes concrete use of existing concepts it simultaneously recognizes their fluidity and their inevitable destruction.

This style, which includes a critique of itself, must express the domination of the present critique over its entire past. Dialectical theory’s mode of exposition reveals the negative spirit within it.

“Truth is not like some finished product in which one can no longer find any trace of the tool that made it.”

This theoretical consciousness of a movement whose traces must remain visible within it is manifested by the reversal of established relationships between concepts and by the dιtournement of all the achievements of earlier critical efforts.

Ideas improve. The meaning of words plays a role in that improvement. Plagiarism is necessary. Progress depends on it. It sticks close to an author’s phrasing, exploits his expressions, deletes a false idea, replaces it with the right one.


Dιtournement is the flexible language of anti-ideology. It appears in communication that knows it cannot claim to embody any definitive certainty. It is language that cannot and need not be confirmed by any previous or supracritical reference.

On the contrary, its own internal coherence and practical effectiveness are what validate the previous kernels of truth it has brought back into play. Dιtournement has grounded its cause on nothing but its own truth as present critique.

The element of overt dιtournement in formulated theory refutes any notion that such theory is durably autonomous. By introducing into the theoretical domain the same type of violent subversion that disrupts and overthrows every existing order, dιtournement serves as a reminder that theory is nothing in itself, that it can realize itself only through historical action and through the historical correction that is its true allegiance.

The point is to actually participate in the community of dialogue and the game with time that up till now have merely been represented by poetic and artistic works.

When art becomes independent and paints its world in dazzling colors, a moment of life has grown old. Such a moment cannot be rejuvenated by dazzling colors, it can only be evoked in memory.


The greatness of art only emerges at the dusk of life.

The official thought of the social organization of appearances is itself obscured by the generalized subcommunication that it has to defend. It cannot understand that conflict is at the origin of everything in its world.
The specialists of spectacular power — a power that is absolute within its realm of one-way communication — are absolutely corrupted by their experience of contempt and by the success of that contempt, because they find their contempt confirmed by their awareness of how truly contemptible spectators really are.

In the spectacle’s basic practice of incorporating into itself all the fluid aspects of human activity so as to possess them in a congealed form, and of inverting living values into purely abstract values, we recognize our old enemy the commodity, which seems at first glance so trivial and obvious, yet which is actually so complex and full of metaphysical subtleties.

The fetishism of the commodity — the domination of society by “intangible as well as tangible things” — attains its ultimate fulfillment in the spectacle, where the real world is replaced by a selection of images which are projected above it, yet which at the same time succeed in making themselves regarded as the epitome of reality.

(Για την εντρύφησή μου στο θαυμαστό αυτό φιλοσοφικό/πολιτικό έργο ευχαριστώ πολύ τον Κ.(FD), που δεν διαβάζει αυτό το blog, διαβάζει όμως το άλλο μου, στον path).